Το Μέγαρο Μουσικής επανακάμπτει στη ζωή των Αθηναίων

Τι δηλώνει ο καλλιτεχνικός διευθυντής και διεθνούς φήμης πιανίστας Γιάννης Βακαρέλης

Η συνέντευξη δόθηκε στο Capital.gr 

Λαβωμένο από την οικονομική κρίση και τα εσωτερικά του προβλήματα, και αφού αρχικά είχε διαγράψει μια εντυπωσιακή από κάθε άποψη πορεία, το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών έμοιαζε τα τελευταία πολλά χρόνια να είχε μετατρέψει τον μουσικό του ήχο που ξέραμε και θαυμάσαμε σε ψίθυρο. Εσχάτως όμως επανακάμπτει στη ζωή των Αθηναίων και όχι μόνο, με σημαντικές εκδηλώσεις και συνεργασίες, αναζητώντας τον νέο του βηματισμό. Υπό την καλλιτεχνική διεύθυνση του Γιάννη Βακαρέλη, πιανίστα με διεθνή ακτινοβολία, διακεκριμένο και βραβευμένο σε όλο τον κόσμο, με σημαντικές συνεργασίες και πλούσια δισκογραφία, που μοιάζει να είναι ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση. Τον αναζητήσαμε σε μια “καλή στιγμή” του Μεγάρου και τον ρωτήσαμε “για όλα αυτά”: και για το Μέγαρο αλλά και για τη ζωή του.

Συνέντευξη στον Αντώνη Κυριαζάνο 

– Κύριε Βακαρέλη, ας ξεκινήσουμε τη συνέντευξη από εδώ που βρισκόμαστε, από το Μέγαρο Μουσικής, του οποίου είστε καλλιτεχνικός διευθυντής. Πώς βιώσατε αυτή την αλλαγή στη ζωή και την καριέρα σας; 

Για μένα υπήρχε πάντα ένας συνδετικός κρίκος μαζί του, από την αρχή κιόλας της λειτουργίας του. Μου ήταν ένας πολύ οικείος χώρος, τουλάχιστον κατά το ήμισυ, όπως το γνώρισα ως πιανίστας. Το άλλο μισό το γνώρισα όταν ανέλαβα τη διεύθυνσή του. Παρόλο που για μένα είχε πολλά άγνωστα νερά, γνώριζα καλά τους ανθρώπους του, που οι περισσότεροι δούλευαν γι’ αυτό από την αρχή της λειτουργίας του. Επομένως, με το Μέγαρο με συνέδεε και με συνδέει ακόμη ένας σημαντικός ομφάλιος λώρος.

– Και πώς είναι αυτή η άλλη πλευρά του λόφου; Πώς αντιλαμβάνεστε τη διοίκηση ως καλλιτέχνης; 

Στο παρελθόν ο Χρήστος Λαμπράκης μού είχε προτείνει να αναλάβω τη διεύθυνση του Μεγάρου, αλλά για μένα τότε ήταν νωρίς, δεν αισθανόμουν έτοιμος. Έκανα την καριέρα που έκανα, και τώρα, μέσα σε ένα brain gain που συμβαίνει, ένιωσα ότι μπορώ να προσφέρω, ότι έχω και τις γνώσεις και την εμπειρία να διευθύνω έναν τέτοιον οργανισμό. Και ως καλλιτέχνης ξέρω τι θέλουν και τι ζητάνε οι μουσικοί που προσκαλούμε στο Μέγαρο, και πιστεύω ότι μπορώ να τους υποδεχτώ καλύτερα επειδή γνωρίζω τον ψυχισμό τους.

– Στον χώρο της μουσικής είστε ταυτισμένος και με το Φεστιβάλ Ναυπλίου, που διευθύνετε και λειτουργεί ανελλιπώς εδώ και τριάντα δύο χρόνια. Η εμπειρία του σας βοήθησε στη διεύθυνση του Μεγάρου; 

Φυσικά. Και μου έδωσε και την εμπειρία και τον πλούτο των ιδεών και των γνώσεων για να αντιμετωπίσω, τηρουμένων των αναλογιών, τις δυσκολίες του Μεγάρου. Με έμαθε επίσης να ξεμπερδεύω μια και καλή με την παιδική ασθένεια των καλλιτεχνών, που είναι ο εγωισμός. Στην τέχνη μια δόση του, βέβαια, είναι απαραίτητη, επειδή ο καλλιτέχνης, αν δεν είναι τόσο εγωιστής ώστε να θεωρεί τον εαυτό του Θεό, δεν μπορεί να κάνει αυτήν τη δουλειά. Θα πρέπει, όμως, να θεωρείς τον εαυτό σου Θεό μόνο για μιάμιση ώρα, όσο διαρκεί η εκδήλωση. Μετά θα πρέπει να ξέρεις να ξεκαβαλικεύεις το άλογο. Το Φεστιβάλ του Ναυπλίου, λοιπόν, ήταν ένας μικρο-μικρόκοσμος του Μεγάρου και με έμαθε να διαχειρίζομαι καλλιτέχνες, χορηγούς, διοικητικούς, την εξουσία, το κοινό, τις αντιξοότητες, τον χρόνο, τα πάντα.

– Η άλλη όψη του Μεγάρου Μουσικής είναι, βέβαια, η χρηματοδότησή του και το κόστος του. Πώς το διαχειρίζεστε αυτό; 

Το κράτος βοηθάει όσο μπορεί, αλλά το Μέγαρο είναι μια επιχείρηση, και μάλιστα πολυέξοδη. Σε όλο τον κόσμο, οι μεγάλες αίθουσες συναυλιών, οι μεγάλες και οι μικρές όπερες επίσης, ουσιαστικά εξαρτώνται από την κρατική επιχορήγηση. Για το “επιπλέον” που έχει να αντιμετωπίσει ένας καλλιτεχνικός διευθυντής με όραμα και απαιτήσεις για υψηλή ποιότητα, είναι απαραίτητες οι χορηγίες. Χωρίς αυτές δεν γίνεται τίποτα. Και οι χορηγίες εξαρτώνται από την εμπιστοσύνη που νιώθει ο κάθε χορηγός προς το χορηγούμενο ίδρυμα, καθώς και από την προσέλευση του κοινού, αλλά και από την πληρότητα των αιθουσών, το επίπεδο των εκδηλώσεων κ.ο.κ. Αυτό ήταν και μια από τις δικές μου προκλήσεις: το Μέγαρο να ξανακερδίσει την εμπιστοσύνη των χορηγών αλλά και του κοινού και να αρχίσουν κοινό και χορηγίες να επιστρέφουν στο Μέγαρο. Και αυτό έχει αρχίσει να γίνεται. Έχουμε εκδηλώσεις που είναι sold out, έχουμε και χορηγίες. Και, βέβαια, τα συνέδρια είναι επίσης μια πηγή εσόδων.

– Πώς αντιλαμβάνεστε τη σχέση κοινού και Μεγάρου; 

Χαίρομαι που το Μέγαρο έχει μπει και πάλι στο υποσυνείδητο του κοινού. Να αναρωτιέται ο κόσμος “τι έχει την άλλη εβδομάδα στο πρόγραμμά του;”. Αυτό ξέρετε είναι πολύ σημαντικό, επειδή έτσι ξεκινάνε και οι προπωλήσεις πολύ νωρίτερα και μας δίνουν μια εικόνα για το πώς κινούνται οικονομικά οι εκδηλώσεις. Αποτελεί και μια απόδειξη ότι το κοινό εμπιστεύεται τις επιλογές του καλλιτεχνικού διευθυντή, συνοψίζοντας τη στάση του στη διαπίστωση ότι “για να το επιλέγει το Μέγαρο, σημαίνει ότι είναι καλό”.

– Είναι κοινά αποδεκτό ότι το Μέγαρο Μουσικής έχει αρχίσει και πατάει και πάλι στα πόδια του, έχει βρει και την αυτοεκτίμησή του και την εμπιστοσύνη στον εαυτό του. Και ως πολίτες κατ’ αρχάς, αλλά και ως μουσικόφιλοι, ευχόμαστε αυτό να ολοκληρωθεί. Το δικό σας όραμα ποιο είναι, πώς υλοποιείται; 

Ως καλλιτεχνικός διευθυντής διαπίστωσα ότι δεν απομακρύνθηκα και πολύ από την καλλιτεχνική δημιουργία. Ως πιανίστας, θα πρέπει μια συγκεκριμένη στιγμή να είσαι “εκεί” και στην καλύτερη στιγμή των δυνατοτήτων σου για να ερμηνεύσεις το κομμάτι που έχεις επιλέξει. Αυτό ακριβώς είναι το συναρπαστικό με την καλλιτεχνική δημιουργία. Αυτή τη δημιουργία, όμως, την αντιλαμβάνομαι και από τη θέση μου ως καλλιτεχνικού διευθυντή στο Μέγαρο. Πριν από καιρό, καθισμένος στο γραφείο μου και κάνοντας τον προγραμματισμό για τα επόμενα χρόνια, σκέφτηκα να καλέσω την Ορχήστρα του Βερολίνου με τον Ντάνιελ Μπάρενμποϊμ. Το πρόγραμμα που συζητήσαμε ήταν 4 συνεχόμενες συναυλίες με τις τέσσερις συμφωνίες του Μπραμς και τις τέσσερις συμφωνίες του Σούμαν − αυτό ήταν μια τρελή σκέψη. Είπα, όμως, ότι θα το παλέψουμε. Το προσπαθήσαμε, βρήκα και τους χορηγούς και τελικά έπειτα από δύο χρόνια ο Μπάρενμποϊμ ήρθε στο Μέγαρο. Όταν τον είδα να διευθύνει αυτόν τον μουσικό μαραθώνιο, τσιμπιόμουν να δω αν όντως συμβαίνει. Ξεκίνησε από μια ιδέα και έγινε πράξη − και αυτό είναι επίσης συναρπαστικό για έναν καλλιτέχνη.

– Μιλώντας για το Μέγαρο Μουσικής, αναφερόμαστε αναπόφευκτα και στον Χρήστο Λαμπράκη. Θα θέλατε να μας πείτε τη δική σας μνήμη από αυτόν τον άνθρωπο, που συνέβαλε καθοριστικά στη δημιουργία του Μεγάρου; 

Ήταν ένας από τους πάρα πολύ σπάνιους ανθρώπους για την Ελλάδα, βαθιά καλλιεργημένος, με μεγάλο όραμα και με μεγάλη δύναμη, κοινωνική, οικονομική, πολιτική. Όλα τα προσόντα και τις ικανότητές του τα χρησιμοποίησε όχι προς ίδιον όφελος, αλλά για το κοινό καλό. Το Μέγαρο για χρόνια ήταν ένα σκελετωμένο γιαπί, αφημένο στην τύχη του, και ήταν αυτός που το έβαλε μπρος, βρήκε τους πόρους, βγήκε τους χορηγούς, έκανε ό,τι μπορούσε για να φτιάξει ένα κόσμημα πολιτισμού, κάτι που δεν ήταν καθόλου εύκολο. Αντίθετα. Εκείνος τα κατάφερε και λόγω της βαθιάς του μουσικής κουλτούρας. Και όλα αυτά τα είκοσι – είκοσι πέντε χρόνια που ήταν στο τιμόνι του Μεγάρου άφησε βαθιά τη σφραγίδα του. Μέχρι τότε το κοινό και οι καλλιτέχνες ήταν μαθημένοι στο Ρεξ ή στο Παλλάς και, στην καλύτερη περίπτωση, το καλοκαίρι, στο Ηρώδειο. Mε το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών δεν πίστευαν στα μάτια τους αλλά και στ’ αυτιά τους. Η εξαιρετική ακουστική του, η υψηλή αισθητική του χώρου αλλά και ο επαγγελματισμός όλου του προσωπικού ήταν πράγματα πρωτόγνωρα.

– Για εσάς πώς ξεκίνησε η περιπέτεια της μουσικής; 

Ήμουν πέντε χρονών όταν ξεκίνησα το πιάνο και ήταν η μητέρα μου που με κατεύθυνε προς τα εκεί. Η ίδια ήταν φιλόμουση και ερασιτέχνης πιανίστα. Στη διαδρομή της μαθητείας μου ήμουν πολύ τυχερός, επειδή είχα πολύ καλούς καθηγητές. Έκανα τις σπουδές μου στο Κρατικό Ωδείο της Θεσσαλονίκης, μετά στην Ακαδημία της Βιέννης, μετά στο Λονδίνο. Είχα κερδίσει πρώτα βραβεία σε διάφορους διαγωνισμούς, και έτσι ξεκίνησε η περιπέτειά μου στη μουσική. Γρήγορα κατάλαβα πως μάλλον ήμουν πλασμένος για αυτό, πως το πιάνο και η μουσική ήταν ο προορισμός μου στη ζωή. Και, αν με ρωτούσαν τι θα έκανα αν ξαναγεννιόμουν, θα τους έλεγα ότι θα επαναλάμβανα ακριβώς αυτές τις επιλογές μου.

– Τι θα μας λέγατε πως σας έδωσε η μουσική, το πιάνο, η ερμηνεία;

Πέρα από την προσωπική ικανοποίηση που μπορείς να νιώσεις ως καλλιτέχνης σε μια καλή σου βραδιά, είναι επίσης σημαντικό να νιώθεις ότι ένα κοινό 2.000 ανθρώπων κρέμονται ουσιαστικά από ένα κομμάτι της ψυχής σου. Είναι αυτή η μέθεξη που επιτυγχάνεται ανάμεσα σε εσένα και τους ακροατές σου, που δεν τους ξέρεις, δεν θα τους ξαναδείς, δεν τους γνωρίζεις. Σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου, ό,τι γλώσσα και να μιλάνε, ό,τι μόρφωση και να έχουν. Και με τη γλώσσα της μουσικής, που δεν έχει λέξεις, δεν έχει κείμενο, δεν αφηγείται, ασκείς μια τεράστια δύναμη στους άλλους, αρκεί να μιλήσεις στην καρδιά τους. Αυτή η κοινή συγκίνηση είναι κάτι μαγικό.

– Η σπουδή σε αυτό το όργανο απαιτεί κατ’ αρχάς αγάπη αλλά και πειθαρχία, επιμονή και υπομονή, και χρόνο, ψυχική δύναμη. Για να το θέσω απλά: αξίζει τον κόπο; 

Ναι, γιατί αν καταφέρεις να ελέγξεις όλα αυτά, το πιάνο είναι μια τεράστια πηγή ευτυχίας. Σε όλα τα παραπάνω θα πρόσθετα, βέβαια, και την τύχη. Που παίζει και αυτή τον ρόλο της και το έχω διαπιστώσει πολλές φορές στη ζωή μου. Απαιτείται, βέβαια, και μια διορατικότητα, να ξέρεις πότε απευθύνεται σ’ εσένα για να την αρπάξεις και να σε πάει πιο πέρα. Όπως απαιτείται και μια έκτη αίσθηση, που βέβαια ως καλλιτέχνης υποτίθεται ότι την έχεις από τη γέννησή σου. Είναι ένα σημαντικό στοιχείο. Μπορεί το πνεύμα και η καρδιά να σου υπαγορεύουν το “ναι”, αλλά, αν η διαίσθησή σου σου λέει “όχι”, καλύτερα να την ακούσεις και να μην το κάνεις.

– Πώς αντιλαμβάνεστε την ερμηνεία ενός έργου; Πώς το αποδίδετε; 

Προσωπικά αρχίζω πάντα από την προσήλωσή μου στο κείμενο, στην παρτιτούρα. Δεν θέλω με τίποτα να προδώσω τις διαθέσεις του συνθέτη, μελετάω τι θέλει να πει και τι έχει στο μυαλό του. Όταν αφομοιώσω αυτά τα στοιχεία, τότε εισέρχεται το προσωπικό μου στοιχείο, αυτό που θα ερμηνεύσει το έργο με τον προσωπικό μου τρόπο και θα το κάνει διαφορετικό από την ερμηνεία κάποιου άλλου πιανίστα. Όπως ξέρετε, για ένα μουσικό κομμάτι υπάρχουν πολλές και διαφορετικές ερμηνείες και το αιτούμενο είναι εκείνη η ερμηνεία που θα συγκινήσει περισσότερο από κάθε άλλη τον ακροατή.

– Θα μπορούσαμε, λοιπόν, να πούμε ότι δεν υπάρχει μουσική, αλλά η ερμηνεία της; 

Και πάνω σ’ αυτό υπάρχει η γνωστή ιστορία, με τον Ραχμάνινοφ, που όταν άκουσε το τρίτο του κοντσέρτο να το ερμηνεύει ο Χόροβιτς αποφάνθηκε ότι προτιμά αυτή την ερμηνεία από τη δική του, πάνω στο έργο του. Απόλυτη ερμηνεία λοιπόν δεν υπάρχει, υπάρχουν πολλές ερμηνείες, και το σημαντικό είναι ποια ερμηνεία ταιριάζει στον ακροατή.