Η Ελλάδα δεν έχει ψευδαισθήσεις όσον αφορά μια αλλαγή ηγεσίας στην Τουρκία, καθώς αυτή δεν σημαίνει αυτόματα και αλλαγή των πάγιων θέσεων
Η Τουρκία στις κάλπες. Στις «σημαντικότερες εκλογές του 2023», όπως έγραψε ο «Economist» και όχι μόνο. Στις εκλογές που για πρώτη φορά σε 20 χρόνια όλοι παραδέχονται ότι το αποτέλεσμα είναι δύσκολο να προβλεφθεί, καθώς υπάρχουν αστάθμητοι παράγοντες. Και ο Ερντογάν κανείς δεν μπορεί να θεωρήσει ότι θα επιτρέψει μία ήττα αμαχητί. Αθήνα και Λευκωσία παρακολουθούν τις εξελίξεις, ίσως στενότερα από όλους. Αφού από το αποτέλεσμα μπορεί να εξαρτηθούν πολλά για την επόμενη μέρα στη γειτονιά της Ανατολικής Μεσογείου. Στην Αθήνα τη δική του σημασία αποκτά το γεγονός ότι ο πρώτος γύρος των ελληνικών εκλογών θα είναι ανάμεσα στις δύο κάλπες πρώτου και δεύτερου γύρου, εφόσον κανείς δεν ξεπεράσει το 50% αυτή την Κυριακή. Με τις πρώτες τοποθετήσεις της νέας κυβέρνησης στην Αγκυρα να αναμένονται πιθανότατα πριν σχηματιστεί κυβέρνηση στην Αθήνα, έχοντας έτσι το δικό τους αντίκτυπο στις ελληνικές κάλπες. Με τα ελληνοτουρκικά να έχουν ανέβει ξανά στα προεκλογικά μπαλκόνια τόσο της Τουρκίας όσο και της Ελλάδας το τελευταίο διάστημα και να χρησιμοποιούνται στην ατζέντα των κομμάτων.
Στην προεκλογική ρητορική των δύο μονομάχων, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, οι τόνοι όσον αφορά τα ελληνοτουρκικά – και το Κυπριακό – έχουν πέσει. Οι απειλές «θα έρθουμε ένα βράδυ», καθώς και οι προκλήσεις «γιατί το λες και δεν το κάνεις» έχουν σταματήσει. Η μεταστροφή αποδίδεται στο κλίμα που επέβαλε η άμεση αλληλεγγύη της Αθήνας στην Αγκυρα στο πλαίσιο και της «διπλωματίας των σεισμών». Αλλωστε όπως παρατηρεί το Al Jazeera ο Ερντογάν κατανοεί ξεκάθαρα ότι οι εκλογές κερδίζονται και χάνονται κυρίως για εσωτερικές και όχι εξωτερικές υποθέσεις.
Αλλαγή ρητορικής και από τον Κιλιτσντάρογλου, που επενδύει στο χαμηλό προφίλ και τη σύνεση. Η πλειονότητα των αναλυτών ωστόσο αναφέρεται στις υποσχέσεις Κιλιτσντάρογλου στη Δύση για αλλαγή εξωτερικής πολιτικής να προσθέσει ότι αυτό μπορεί να αποδειχθεί «ευσεβής πόθος». Με τα ερωτηματικά που θέτουν να αφορούν και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αλλά και την ουσία του Κυπριακού. Οπως παρατηρούν τα διεθνή ΜΜΕ, «ακόμη και μετά από μία αλλαγή εξουσίας στην Αγκυρα, δεν διαφαίνεται πως θα υπάρξουν σημάδια ταχείας προσέγγισης με την Ελλάδα». Υπενθυμίζοντας πέραν από τις θέσεις Ερντογάν και τις προκλήσεις Κιλιτσντάρογλου.
Ο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου θέλει να εμφανίζεται ως ο «αντι-Ερντογάν». Δηλώνει ότι θα αποκαταστήσει τις σχέσεις της Τουρκίας με τη Δύση και θα επιδιώξει μία αλλαγή ρητορικής και πολιτικής, παίρνοντας αποστάσεις από την επιθετικότητα του Ερντογάν. Και έχει κερδίσει μέχρι στιγμής τα δυτικά ΜΜΕ.
Δεν έχει καταφέρει ωστόσο να κερδίσει την πεποίθηση ότι θα καταφέρει να σχηματίσει μία σταθερή κυβέρνηση, ικανή να λαμβάνει αποφάσεις, αλλά και να προχωρά σε τομές απέναντι στα κακώς κείμενα που δημιούργησε η 20ετής διακυβέρνηση Ερντογάν. Ενας τόσο ετερόκλητος συνασπισμός κομμάτων που ξεκινά από την Αριστερά και φτάνει μέχρι την άκρα Δεξιά της Μεράλ Ακσενέρ, δεν είναι βέβαιο ότι θα καταφέρει να επιβιώσει, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις όσων παρακολουθούν τις εξελίξεις και σημειώνουν ότι στα σενάρια είναι ο Ερντογάν να μην αντιδράσει αμέσως, αλλά να υπονομεύσει την κυβέρνηση του αντιπάλου του και να περιμένει την κατάρρευσή της. Ενα σενάριο αστάθειας στην Τουρκία δεν είναι κάτι που θα ήθελε η Αθήνα, αφού τα εσωτερικά προβλήματα κατά την πάγια τακτική της Αγκυρας εξάγονται σε επιθετικότητα.
Αφού και η επιθετικότητα του Ερντογάν έχει θεωρηθεί ως μία προσπάθεια αποπροσανατολισμού από τα μεγάλα οικονομικά προβλήματα της χώρας, αλλά και ως μηνύματα προς την Ουάσιγκτον, μέσω Αθηνών.
Πολύτιμος αλλά δύσκολος
Ο Ερντογάν έχει καταφέρει να φέρει την Τουρκία σταθερά στη θέση του πολύτιμου, αλλά «δύσκολου» και αρκετές φορές «δυσάρεστου» συμμάχου για τη Δύση. Για την Αθήνα ο Ερντογάν είναι ο πρόεδρος που ξεκίνησε με τις «καλύτερες συστάσεις», αφού τα πρώτα χρόνια και τουλάχιστον μέχρι το 2016 οι σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας πέρασαν τις καλύτερες μέρες τους. Με τις εντάσεις να κρατούνται χαμηλά και τις δύο πλευρές να φτάνουν όπως παραδέχονται διπλωμάτες και στις δύο πλευρές που συμμετείχαν στις διαπραγματεύσεις, πολύ κοντά σε μία λύση το 2004 και όταν η Τουρκία διεκδικούσε με έμφαση την είσοδό της στην ΕΕ. Η ραγδαία επιδείνωση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, με τον Ερντογάν να αναβαθμίζει σημαντικά τις διεκδικήσεις της Αγκυρας και να εκδηλώνει την αναθεωρητική του ατζέντα απέναντι στην Αθήνα ήρθε το 2019 με την υπογραφή του τουρκολιβυκού μνημονίου, που ήρθε σε μία προσπάθεια να δημιουργήσει τετελεσμένα στο πλαίσιο του αφηγήματος της «Γαλάζιας Πατρίδας». Την ίδια στιγμή εξέλιξη υπήρξε και στις αιτιάσεις της Τουρκίας περί αποστρατιωτικοποίησης που επιχειρείται να συνδεθεί με την αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας των νησιών του Αιγαίου. Θέσεις από τις οποίες δεν αναμένεται να πάρει αποστάσεις ο Κιλιτσντάρογλου, έστω και αν δεν απειλεί «να έρθει ένα βράδυ».
Ξένοι διπλωμάτες σημειώνουν δε ότι ο Κιλιτσντάρογλου είναι ένας σκληρός εθνικιστής, που δεν θα κάνει βήματα πίσω. Και για την Αθήνα άλλωστε δεν υπάρχει χώρος για ψευδαισθήσεις, όσον αφορά την ενδεχόμενη αλλαγή ηγεσίας στην Τουρκία, καθώς αυτή δεν σημαίνει αυτόματα και αλλαγή των πάγιων θέσεων. Υπάρχουν δεδομένα ετών τα οποία μπορούν να λυθούν μόνο εάν υπάρξει βούληση, ή η πίεση στην τουρκική πλευρά προκειμένου να αποκτήσει τη βούληση, να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με πρόθεση να βρει λύσεις. Σε διαφορετική περίπτωση όλοι θα περιμένουν την επόμενη κρίση. Αυτό που αναγνωρίζεται είναι η ύπαρξη μίας ευκαιρίας διαλόγου, την οποία η Ελλάδα δεν μπορεί να αγνοήσει.
Τι θέλουν οι ΗΠΑ
Την ηρεμία στην Ανατολική Μεσόγειο και λύσεις που θα εξυπηρετήσουν τον επανασχεδιασμό των ενεργειακών δρόμων που επιβάλλει η απόφαση απεξάρτησης από τη Μόσχα, μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία που έχει φέρει Ρωσία και Δύση στα πρόθυρα ενός νέου «Ψυχρού Πολέμου», αλλά και την αδιαμφισβήτητη ενότητα του ΝΑΤΟ, επιθυμούν και οι ΗΠΑ. Πριν φτάσουμε σε διευθέτηση του ζητήματος της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ, ή σε συμφωνίες για την όδευση των αγωγών, Ελλάδα και Τουρκία θα μπορούσαν να συνεννοηθούν επί ενεργειακών θεμάτων, στο πλαίσιο της θετικής ατζέντας, που περιλαμβάνει κεφάλαιο «ενέργεια», χωρίς να ακουμπά «δύσκολα κεφάλαια» στις σχέσεις των δύο χωρών.
Ολες οι ενδείξεις συγκλίνουν ότι η Ουάσιγκτον μετά τις τουρκικές εκλογές, θα επιδιώξει να οδηγήσει Αθήνα και Αγκυρα σε πρωτοβουλίες προκειμένου να στρωθεί ένα πρώτο τραπέζι διαλόγου, με στόχο την εξομάλυνση των σχέσεων των δύο πλευρών. Και κρίσιμο ρόλο θεωρείται ότι θα παίξει στις εξελίξεις το διπλωματικό παζάρι που θα επιχειρήσει η Αγκυρα. Ακόμα και σε επικράτηση Ερντογάν η οικονομική κατάσταση της Τουρκίας που καθιστά αναγκαία την αμερικανική βοήθεια ενδεχομένως να τον πιέσει σε μία αλλαγή στάσης και στροφής σε αναζήτηση λύσεων.
Οι Ελληνες και οι Κύπριοι πολιτικοί είναι βέβαιο ότι το βράδυ της Κυριακής θα δουν τουρκικές εκλογές. Ακόμα και αν δεν εκφράζουν δημοσίως τις προτιμήσεις τους για το αποτέλεσμα, το βέβαιο είναι ότι έχουν μετρήσει τους δύο μονομάχους. Με τη συνταγή αποστάσεις και ισορροπίες να έχει αποδειχθεί επί του παρόντος η σοφότερη όλων.