2 Ιουνίου 1983
Η πτήση 797 της Air Canada από το Ντάλας στο Μόντρεαλ, μέσω Τορόντο, πετούσε στα 33.000 πόδια πάνω από το Κεντάκι όταν ο πιλότος έλαβε ανησυχητικά νέα από το πλήρωμα καμπίνας. «Συγνώμη κύριε, υπάρχει φωτιά στην τουαλέτα».
Παρά τα δραματικά γεγονότα που θα εκτυλίσσονταν τα επόμενα 17 λεπτά, το αεροπλάνο κατάφερε να κάνει μια ασφαλή αναγκαστική προσγείωση. Και όμως, ενώ όλοι οι επιβάτες θα έπρεπε να απομακρυνθούν με ασφάλεια από το αεροπλάνο, 23 από αυτούς σκοτώθηκαν στον διάδρομο του αεροδρομίου. Τα μαθήματα αυτής της τραγωδίας οδήγησαν σε μέτρα ασφαλείας που έχουν αλλάξει μέχρι και σήμερα τον τρόπο με τον οποίο ταξιδεύουμε με τα αεροπλάνα.
Για τους γνώστες της αεροπλοΐας, το συγκεκριμένο αεροπλάνο DC-9 ήταν ένα από εκείνα τα «καταραμένα» αεροσκάφη, που μόλις βγουν από τη γραμμή συναρμολόγησης, εμφανίζουν το ένα πρόβλημα μετά το άλλο. Το ιστορικό του έδειχνε άπειρες τεχνικές εργασίες, αλλά ακόμα και ατυχήματα. Τα προβλήματά του κλιμακώθηκαν δραματικά το 1979, όταν μια έκρηξη στο σημείο όπου ενώνεται η καμπίνα των επιβατών με την ουρά, είχε ως αποτέλεσμα το αεροπλάνο να χάνει τον κώνο της ουράς του. Οι πιλότοι κατάφεραν να το προσγειώσουν με ασφάλεια και χωρίς σοβαρούς τραυματισμούς.
Όμως όταν αυτό επισκευάστηκε και μπήκε ξανά σε υπηρεσία, δεν ήταν πια ίδιο. Οι εργασίες που είχαν γίνει στις καλωδιώσεις του φαίνεται ότι ήταν κάπως πρόχειρες, με αποτέλεσμα να εμφανίζει ασυνήθιστα συχνά ηλεκτρολογικά προβλήματα.
Έτσι, όταν στις 2 Ιουνίου του 1983, κατά τη διάρκεια μιας πτήσης προς το Μόντρεαλ, τρεις διακόπτες κυκλώματος πετάχτηκαν έξω, στο πιλοτήριο δεν ανησύχησαν ιδιαίτερα. Διαπίστωσαν ότι αντιστοιχούσαν στην τουαλέτα, τους άφησαν να κρυώσουν και προσπάθησαν να τους βάλουν στη θέση τους.
Για τα επόμενα δέκα λεπτά, δεν θεώρησαν ότι κάτι σοβαρό συνέβαινε, ώσπου ένας επιβάτης από τα πίσω καθίσματα ειδοποίησε μία αεροσυνοδό για την ύπαρξη μυρωδιάς καμένου.
Μικρές εστίες φωτιάς δεν ήταν ασυνήθιστες την εποχή εκείνη στις τουαλέτες των αεροπλάνων, καθώς το κάπνισμα ακόμα επιτρεπόταν στις πτήσεις, με αποτέλεσμα πολλές φορές, μισοσβησμένα τσιγάρα να καταλήγουν στο καλάθι των αχρήστων.