Γενιά Ζ: Δουλεύουν λιγότερο για να μπορούν να περνούν καλύτερα
Οι νέοι αντιστέκονται στη δίνη της εργασιομανίας, που «έκαψε» τους γονείς τους στο όνομα της αδιάκοπης οικονομικής ανάπτυξης και αυξανόμενης ευημερίας. Υπερβολικά ατομικιστές ή ευαίσθητοι νεορομαντικοί; Σε κάθε περίπτωση ένας αέρας ανατρεπτικής χαλάρωσης άρχισε να διώχνει τον εθισμό της υπερκόπωσης.
Αννα Αθανασιάδου Protagon.gr
Η προσωπική ζωή θυσιαζόταν συχνά τις προηγούμενες γενιές. Η εργασία μετρούσε πάνω απ’ όλα, ιδίως αν αυτή εξασφάλιζε καλές αποδοχές και αναγνώριση. Τώρα όμως φαίνεται πως η γενιά Ζ βάζει την εργασία στην δεύτερη θέση, για να αναβαθμίσει την προσωπική ζωή. Αντίθετα από τους «παλιούς» που άφηναν υποχωρητικά την κλεψύδρα του ελεύθερου χρόνου τους ν’ αδειάζει, πολλοί νέοι εργαζόμενοι δεν παραγκωνίζουν την προσωπική ζωή τους στην βαριά σκιά της απασχόλησης, όσο επικερδής κι αν είναι αυτή. Με τις επαγγελματικές επιλογές και απαιτήσεις τους τους επιχειρούν να ανατρέψουν την ασύμμετρη ισορροπία μεταξύ εργασίας και ζωής, απορρίπτοντας το πρότυπο για εξαντλητική εργασία και έμφαση στην καριέρα με κάθε τίμημα.
Ένα πρώτο στοιχείο σχετίζεται με την συχνή αλλαγή εταιρείας. Τα ποσοτικά δεδομένα αποκαλύπτουν το μέγεθος αυτής της μετατόπισης. Σύμφωνα με έρευνα της Randstad που αναφέρεται στην «Καθημερινή» (09.06.2023) με επικέντρωση στην Ελλάδα, ένα ποσοστό 21% των εργαζόμενων ηλικίας 18 -34 ετών δήλωσαν πρόθεση να αλλάξουν τον εργοδότη τους. Το 53% από αυτούς εγκαταλείπει την θέση εργασίας λόγω χαμηλών αποδοχών. Αλλά και το 27% αυτής της ηλικιακής ομάδας έχει ήδη αλλάξει εργοδότη. Για την αλλαγή αυτή οι νέοι επικαλούνται, εκτός από την αμοιβή, και τον επαναπροσδιορισμό των προτεραιοτήτων τους δίνοντας έμφαση στις ανάγκες της προσωπικής ζωής.
Η διαφορετική αυτή στάση των νέων απέναντι στο επάγγελμά τους, με έμφαση σε ποιοτικότερα κριτήρια αποτυπώνεται πολύ πιο καθαρά στο περιοδικό Spiegel, που αναφέρεται στην ίδια έρευνα της Randstad Workmonitor – μια από τις μεγαλύτερες διεθνείς δημοσκοπήσεις των εργαζόμενων.
Σε αυτήν το 58% των ερωτηθέντων (από 34 χώρες) σε ηλικία από 18 – 24 ετών δήλωσαν πως θα εγκατέλειπαν ένα επάγγελμα που δεν τους επέτρεπε να απολαύσουν την προσωπική ζωή τους. Το 38% από αυτούς αποκαλύπτουν ότι παράτησαν τουλάχιστον μια φορά κάποια θέση εργασίας περιοριστική για την ζωή τους
Η γενιά Ζ και η άρνηση της κόπωσης Η γενιά Ζ (όσοι έχουν γεννηθεί μεταξύ 1995 και 2010) υποστηρίζουν πως το επάγγελμα πρέπει να προσαρμόζεται στη ζωή. Οι σημερινοί πτυχιούχοι όχι μόνο επιλέγουν τη δουλειά τους με απαιτητικά κριτήρια, αλλά και εγκαταλείπουν με άνεση τους εργοδότες τους. Σα να ζουν σε άλλο σύμπαν από την γενιά Χ, (τους γεννημένους γύρω στο 1970), που βίωσε το άγχος της ανεργίας, εκλιπαρώντας ακατάδεκτους εργοδότες για δυσπρόσιτες θέσεις εργασίας.
Το περιοδικό Der Spiegel επισημαίνει αυτήν την μεταμόρφωση στο ανάστατο εργασιακό τοπίο. Η γενιά Ζ μεγαλώνει τις ήδη υπάρχουσες ρωγμές (από το 1990 τουλάχιστον) στην επαγγελματική αρένα, όπου εισέρχεται με τους δικούς της όρους. Οι νέοι αντιστέκονται στη δίνη της εργασιομανίας, που «έκαψε» τους γονείς τους στο όνομα της αδιάκοπης οικονομικής ανάπτυξης και αυξανόμενης ευημερίας.
Η ταυτότητά τους δεν καθορίζεται από το επάγγελμα, αλλά από την αυθεντικότητα και μοναδικότητα της ιδιωτικής ζωής τους. Δίνουν έμφαση στην ατομική ευτυχία, χωρίς να τους απασχολεί το αν η κοινωνική ευημερία απειλείται από τις επαγγελματικές επιλογές τους. Ενώ οι εργοδότες τους παρακαλούν να μείνουν, αυτοί τους εγκαταλείπουν αδιάφορα.
Η τετραήμερη (ανά εβδομάδα) απασχόληση τους ικανοποιεί παρά τις μειωμένες αποδοχές. Η νομαδικότητα και η ευελιξία τους απελευθερώνουν. Όταν δεν δουλεύουν – για αρκετές ώρες ανά εβδομάδα – προτιμούν πολιτιστικές εκδηλώσεις, συναντήσεις και εξόδους με φίλους, ταξίδια σε άλλες χώρες, επαφή με την φύση. Κάποιοι πολιτικοποιούνται αντισυστημικά, υποστηρίζοντας ΜΚΟ υπέρ των δικαιωμάτων των μειονοτήτων και για περιβαλλοντικά προβλήματα. Καθώς δεν αποτελούν ομοιογενή ομάδα, διαφοροποιούνται μεταξύ τους μέσα από συνθέσεις προσωπικών επιλογών, που δίνουν στις ζωές τους μοναδικές αποχρώσεις, για όποιον μπορεί να τις αντιληφθεί.
Σύμφωνα με δηλώσεις κάποιων από αυτούς στο Der Spiegel, οι περισσότεροι απαιτούν ευέλικτα ωράρια, καθώς και μερική απασχόληση, ως προς τα αντικείμενα της εργασίας τους. Τους ενδιαφέρει να κάνουν καριέρα γρήγορα.
Όσοι έχουν περιβαλλοντικές ευαισθησίες δεν ενοχλούνται από το χαμηλότερο ετήσιο εισόδημα λόγω μειωμένων ωρών εργασίας, επιχειρηματολογώντας πως αυτό μειώνει αναγκαστικά την κατανάλωση, άρα και τις εκπομπές του CO2. Δεν λένε όχι στο γραφειόσπιτο, αλλά προτιμούν τα ταξίδια.
Ως ψηφιακοί νομάδες ξεριζώνονται άνετα, για να δουλεύουν οπουδήποτε και οποτεδήποτε. Μερικοί, λιγότερο ατομικιστές, συνειδητοποιούν τον κίνδυνο να χαθεί κάθε ομαδική συνεργασία με την εξ αποστάσεως εργασία και αναζητούν επικοινωνιακές λύσεις γι’ αυτό. Ανάμεσά τους, οι νέοι επιχειρηματίες επιδιώκουν την καλύτερη ισορροπία εργασίας – ζωής και επιδίδονται σε περισσότερη σωματική δραστηριότητα.
Στη διάρκεια της πανδημίας διαπιστώθηκε πως η ευελιξία και ο μειωμένος χρόνος εργασίας –που παρατάθηκε και μεταπανδημικά– αύξησαν την εργασιακή απόδοση, αφού έτσι μένει περισσότερος χρόνος για την προσωπική ζωή, που προσφέρει κάποια ψυχική ανάταση και κίνητρα για μεγαλύτερη αφοσίωση στη δουλειά.
Σε αναπτυγμένες χώρες, όπως η Γερμανία, οι «Ζ» γίνονται περιζήτητοι, επειδή συνταξιοδοτείται η γενιά των babyboomers. Επτά εκατομμύρια θέσεις εργασίας έχουν χαθεί στην χώρα, ενώ πολλοί νέοι δείχνουν απροθυμία να τις καλύψουν, καθώς δεν τις θεωρούν εναρμονισμένες με τα κριτήριά τους.
Τα κενά αυξάνουν την διαπραγματευτική δύναμή τους απέναντι στους εργοδότες, που αγωνιούν να τα καλύψουν με εξειδικευμένο αλλά και απρόθυμο προσωπικό. Για να προσελκύσουν τους επιθυμητούς εργαζόμενους οι γερμανικές εταιρείες ήδη βάζουν νερό στο στυφό κρασί της εντατικής απασχόλησης. Κατά τις αρχές του Απρίλη μεγάλες επιχειρήσεις άρχισαν να συμφωνούν για μια εναλλακτική ισορροπία μεταξύ εργασίας και ζωής, μειώνοντας το ωράριο.
Η IG Metall αποφάσισε να εφαρμόσει την τετραήμερη ανά εβδομάδα εργασία, με πλήρη μισθό, με σκοπό να προσελκύσει νέους, περιορίζοντας τη σημαντική απώλεια κέρδους που προκαλεί η πτώση της παραγωγής, επειδή λείπουν εργαζόμενοι. Από άλλους οργανισμούς, όπως τους γερμανικούς σιδηροδρόμους προτείνονται και εναλλακτικές επιλογές στους εργαζόμενους, δηλαδή διαφορετικά ωράρια και αποδοχές.
Οι υπέρμαχοι της εντατικής εργασίας επικρίνουν τους «Ζ» ως τεμπέληδες. Αυτοί προφητεύουν πως η οικονομική ανάπτυξη θα μηδενιστεί, το εργασιακό δυναμικό θα παρουσιάζει όλο και μεγαλύτερες ελλείψεις. Αναπόφευκτα η ευημερία θα συρρικνωθεί. Και ποιοι θα πληρώνουν τις συντάξεις των προηγούμενων γενιών; Και τι θα γίνει με την φροντίδα των πιο ευάλωτων, ιδιαίτερα σε νοσοκομεία και σε δομές για ηλικιωμένους; Και εκεί μειώνονται οι εργαζόμενοι, καθώς οι νέοι αποφεύγουν τις υπερωρίες και απαιτούν πολλές άδειες.
Οι υποστηρικτές της γενιάς Ζ βλέπουν ρομαντικά στοιχεία στις απαιτήσεις της για ποιοτικότερη προσωπική ζωή με λιγότερη εργασία. Αυτοί δικαιολογούν την ατομικιστική αντίδραση των νέων επικαλούμενοι τα πρόσφατα αποσταθεροποιητικά συμβάντα. Η πανδημία της Covid-19 μαζί με τον πόλεμο στην Ουκρανία και οι οικονομικοί κραδασμοί λόγω των δύο, η περιβαλλοντική κρίση και η αλματώδης εξέλιξη της Τεχνητής Νοημοσύνης, που μπορεί να εξαφανίσει εκατομμύρια θέσεις εργασίας, όλα αυτά καταστρέφουν κάθε μελλοντική βεβαιότητα.
Οι νέοι προσηλώνονται στα δύο που θεωρούν κάπως πιο σίγουρα: το σώμα και την προσωπική ζωή. Προτιμούν, λοιπόν, μειωμένες ώρες εργασίας αδιαφορώντας για τον κίνδυνο να βρεθούν άνεργοι, αλλά και γυρνάνε την πλάτη σε εξαντλητικές και χρονοβόρες δουλειές, ακόμα κι αν αυτές τους προσφέρονται με ελκυστικούς όρους. Υπερβολικά ατομικιστές ή ευαίσθητοι νεορομαντικοί;
Στην πραγματικότητα η γενιά Ζ αποτελεί ένα υβρίδιο, που συνδυάζει και τα δύο, ενώ σημαδεύεται από αντιφάσεις, που την κάνουν αρκετά ασταθή, αβέβαια αλλά και γοητευτική. Από την υπερκόπωση στην αμεριμνησία
Πριν 15 χρόνια η κοινωνιολόγος Γιούττα Aλμεντινγκερ (Juta Allmendiger), πρόεδρος του επιστημονικού κέντρου του Βερολίνου για την Κοινωνική έρευνα, υποστήριζε πως ήταν αναγκαίο να μειωθούν οι εργασιομανείς που υπέφεραν από το σύνδρομο υπερκόπωσης με δική τους επιλογή. Από τότε αυτή θεωρούσε ξεπερασμένο το μοντέλο της 40ωρης εβδομαδιαίας εργασία για ένα ζευγάρι – γονείς. Αν αυτοί ήθελαν να φροντίζουν για τους δικούς τους, συμπεριλαμβανομένων και των παιδιών τους, αλλά και να διατηρούν φιλικές σχέσεις και να παραμένουν κοινωνικοί, δεν θα μπορούσαν να εργάζονται εξαντλητικά.
Όποτε όμως η Aλμεντινγκερ διατύπωνε τέτοιες αμφιβολίες σε αρμόδιους, αντιμετώπιζε ειρωνικά γέλια ή – στην καλύτερη περίπτωση – φιλική αδιαφορία. Τελικά, οι εξελίξεις την δικαιώνουν, ώστε να δραστηριοποιείται και πάλι υπέρ αυτής της εργασιακής αλλαγής. Ακόμα και τώρα όμως, όπως παραδέχεται στο Der Spiegel, συναντά πολλές επίσημες αντιδράσεις, όταν υποστηρίζει την εβδομαδιαία τετραήμερη εργασία. Πολλοί επιχειρηματίες, οικονομικοί παράγοντες και κρατικοί αξιωματούχοι την ειρωνεύονται για να ξορκίσουν τους κραδασμούς στο μέχρι τώρα υπερδραστήριο πεδίο της απασχόλησης. Η Aλμεντινγκερ δεν ήταν είναι η μόνη που θεώρησε αδιέξοδη την εξαντλητική υπεραπασχόληση. Αρκετά πριν από την πανδημία, πολλοί αναλυτές –μεταξύ των οποίων και ο δημοφιλής γερμανός φιλόσοφος Μπιουνγκ-Τσουλ Χαν, στο η «Κοινωνία της Κόπωσης»– προσέγγισαν το φαινόμενο του «burn-out» , δηλαδή της ακραίας και αυτόβουλης κόπωσης των εργασιομανών απασχολούμενων.
Αυτή η κατάπτωση, μια βασανιστική μορφή αυτό-ανάλωσης κυριαρχεί στις (αποκαλούμενες από τον Χαν) σύγχρονες «κοινωνίες του ντόπινγκ». Επανερμηνεύοντας ελεύθερα τον μύθο του Προμηθέα – που ο Κάφκα ερμήνευσε τονίζοντας πρώτος το στοιχείο της κούρασης – ο φιλόσοφος επισημαίνει πως ο σύγχρονος υπερδραστήριος εργαζόμενος, δέσμιος της εργασιομανίας του, εκμεταλλεύεται στυγνά τον εαυτό του, όπως ο αετός κατασπαράζει το συκώτι του αλυσοδεμένου ήρωα διαπιστώνοντας πως «ο Προμηθέας, υποκείμενο που εκμεταλλεύεται τον εαυτό του, έχει καταληφθεί από μεγάλη κόπωση» .
Οι «επιδοσιακοί» εργαζόμενοι, κατά τον Χαν, διαμορφώνονται στις δραστήριες κοινωνίες του 21ου αιώνα, που ενθαρρύνουν την «νευρολογική ενίσχυση» ως εξέλιξη του ντόπινγκ, ενώ πάσχουν και οι ίδιες από «θεμελιώδη κόπωση». Αυτοί οι εργαζόμενοι διατηρώντας την ψευδαίσθηση της ελευθερίας εκμεταλλεύονται δικτατορικά τον εαυτό τους με τάσεις αυτοεπιθετικότητας, ώσπου να αναλωθούν εντελώς. Η βία ενάντια στον εαυτό τους, που συνδυάζεται με έλλειψη σχέσεων με τον «Άλλο», τους προκαλεί αθεράπευτη κατάθλιψη.
Η πανδημία της Covid-19 επιδείνωσε αυτήν την τάση. Πολλοί από τους ευέλικτα εργαζόμενους παραμέρισαν στα οικιακά παρασκήνια στενές σχέσεις, ενδόμυχα βιώματα και επιθυμίες, λεπτές αποχρώσεις της καθημερινότητάς τους, ακόμα και τον ύπνο και τα όνειρά τους. Το σπίτι έγινε ένα υβριδικό προσκήνιο, όπου έπρεπε να εμφανίζονται με ελαστικότητα και ετοιμότητα, πείθοντας ότι εργάζονται συγκεντρωμένα και εντατικά, παρά τα διασπαστικά ερεθίσματα και την μειωμένη κοινωνικότητα.
Οι νέοι εργαζόμενοι απολαμβάνοντας τους περισπασμούς των Κοινωνικών Μέσων, συνάμα αποσυνδέθηκαν από την άμεση επαφή με συνεργάτες, αλλά τους γενικότερους στόχους και γενικότερα το φυσικό περιβάλλον των εταιρειών. Έτσι έχασαν κάθε κίνητρό για ομαδική εργασία και άμεση επικοινωνία σε κοινό χώρο. Οι πρώτες παραιτήσεις, έδειξαν πως κάτι άρχισε να αλλάζει. Η κατάρρευση της προσωπικής ζωής μέσα στην μαύρη τρύπα της εργασίας έφερε και το εμβόλιο για την ανοσία.
Πολλοί από τους εργαζόμενους και κυρίως οι νεότεροι, μεταλλάχτηκαν αμυντικά, μετατρέποντας το ψυχοφάγο γραφειόσπιτο σε προπύργιο της απεξάρτησής τους από την υπεραπασχόληση. Σταδιακά ένας αέρας ανατρεπτικής χαλάρωσης άρχισε να διώχνει τον εθισμό της υπερκόπωσης. Αντί να καταπνίγονται στα παρασκήνια, τα προσωπικά γούστα και ιδιαιτερότητες, καθώς και οι ξεχωριστές επιλογές βγήκαν στο προσκήνιο μέσα από τις κάμερες των zoom, skype και γενικά κάθε διαδικτυακής πλατφόρμας, που τα ανάδειχνε ως αντίδοτα στην ρουτίνα.
Ο σοβαροφανής και μονότονος εργασιακός βίος χρωματίστηκε από αντιπαραγωγικές αλλά διασκεδαστικές ροές εικόνων, βίντεο, στιχομυθιών και σχολίων. Αν είσαι νέος, αντί για τον εαυτό σου προτιμάς να εκμεταλλεύεσαι και να απολαμβάνεις το ψηφιακό εργασιακό περιβάλλον σε συνδυασμό με τα Κοινωνικά Μέσα, ώστε να διαψεύδεις τις προσδοκίες όσων πιστεύουν αφελώς ότι σε ξέρουν. Απολαμβάνεις να αυτοσκηνοθετείσαι όχι σαν υποψήφιος πρωταγωνιστής εν αναμονή για κάποιο εταιρικό προτζεκτάκι, αλλά σαν ολέθριος κομπάρσος που περιπλανιέται στα παρασκήνια σπέρνοντας χάος στην μεγάλη παράσταση της ανάπτυξης και ευημερίας.
Οι αναλυτές του είδους σου προφητεύουν πως κι εσύ θα «καείς» όπως κι οι προηγούμενοι, αφού έτσι διαπαιδαγωγήθηκες. Δεν σκοπεύεις να τους επαληθεύσεις. Αντί να αρχίσεις το μεθοδικό σκαρφάλωμα στην ατέλειωτη σκάλα της εργασιακής ιεραρχίας, επινοείς τρόπους να εργάζεσαι χαλαρώνοντας.
Για να μην εθιστείς στη δουλειά, αποστασιοποιείσαι από αυτήν με διαλείμματα νεολωτοφαγίας. Οι λωτοί, όμως, που προτιμάς δεν είναι ζουμεροί καρποί για τεμπέληδες, αλλά άυλα πολιτιστικά φρούτα από το δέντρο των αντι-υλιστικών, εκλεπτυσμένων αναγκών σου. Oχι η ισοπεδωτική πειθαρχία, αλλά η δημιουργική απειθαρχία επιβραβεύεται στην περίπτωσή σου.
Όπως το διατυπώνει ο νεαρός βασιλιάς Ερρίκος ερωτοτροπώντας με την πριγκίπισσα της κατακτημένης Γαλλίας στο «Ερρίκος Ε’» του Σαίξπηρ: « Εμείς είμαστε οι δημιουργοί των τρόπων (συμπεριφοράς), Κέιτ. Κι η ελευθερία που συνοδεύει την θέση μας κλείνει τα στόματα όλων των επικριτών μας».
Πηγή: Protagon.gr