‘Ενα βιβλίο, ένα μουσείο. Το Μουσείο της Αθωότητας του Ορχάν Παμούκ.

Το Μουσείο της Αθωότητας (Museum of Innocence) αποτελεί τόσο μυθιστόρημα του βραβευμένου με Νόμπελ Ορχάν Παμούκ, όσο και πραγματικό μουσείο, βασισμένο στο βιβλίο. Πρόκειται για μια πρωτότυπη ιδέα, αφού ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να θαυμάσει από κοντά όλα όσα διάβασε στο έργο.

Το βιβλίο επανακυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη 

Γράφει η Βένα Γεωργακοπούλου στη Lifo.gr

Από το 2008 μας υποσχόταν ο Ορχάν Παμούκ ότι θ’ ανοίξει στην Κωνσταντινούπολη το Μουσείο της Αθωότητας. Και στο μεταξύ το ομώνυμο αριστουργηματικό του μυθιστόρημα σκονιζόταν στις βιβλιοθήκες μας. Στις τελευταίες σελίδες του και το εισιτήριο ελεύθερης εισόδου. Επιτέλους, από τα τέλη Μαΐου το μουσείο άνοιξε σ’ ένα πανέμορφο, κόκκινο σπίτι του 19ου αιώνα κι έκανε ξαφνικά διάσημο ένα ταπεινό και ήσυχο δρομάκι στη γειτονιά Cukurcuma, σε μικρή απόσταση από την πολυσύχναστη και βουερή Ιστικλάλ και την πλατεία Ταξίμ. Του αξίζει να γίνει –και θα γίνει- τουριστική ατραξιόν σε μια πόλη που βουλιάζει από κατοίκους κι επισκέπτες. Ήδη, οι τέσσερις όροφοί του είναι γεμάτοι κόσμο από νωρίς το πρωί. Ο Παμούκ χαλάλισε σ’ αυτό δώδεκα χρόνια από τη ζωή του και πολύ περισσότερα από τα 1,5 εκατ. δολάρια που του πρόσφερε το Νόμπελ του 2006. Το δημιούργημά του, όμως, ξεπερνάει κάθε προσδοκία. Είναι ένα πραγματικό έργο τέχνης, κτίριο και εκθέματα μαζί, ακόμα κι αν δεν έχεις διαβάσει το βιβλίο. Σε σπρώχνει, όμως, αμέσως να το αγοράσεις.


Το Μουσείο της Αθωότητας, το πρώτο στον κόσμο που βασίζεται σ’ ένα μυθιστόρημα, δεν είναι, όπως άκουσα να λένε, μια εγωκεντρική και ιδιοτελής πράξη του Παμούκ που αποφάσισε να εκμεταλλευτεί την παγκόσμια επιτυχία του βιβλίου του.

Όχι, μουσείο και μυθιστόρημα γεννήθηκαν μαζί. Είναι αλληλένδετα. Όσο ο Παμούκ το έγραφε, τόσο αγόραζε και συγκέντρωνε τα αντικείμενα που θα στέγαζε σ’ αυτό. Ακολουθούσε το παράδειγμα του ήρωά του. Του πλούσιου μεγαλοαστού Κεμάλ που ερωτεύτηκε με πάθος την πανέμορφη φτωχή συγγενή του Φισούν και κατέστρεψε για χάρη της τη ζωή του. Χρόνια ολόκληρα μάζευε με μανία οτιδήποτε είχαν αγγίξει τα χεράκια της, ακόμα και κλέβοντάς τα από το οικογενειακό της σπίτι.

Μετά τον θάνατό της έκανε σκοπό της ζωής του να μετατρέψει το σπίτι της, που το

αγόρασε, σε ένα μουσείο-φόρο τιμής στην ίδια αλλά και στη δική του χαμένη ζωή. Ένα μουσείο που, όπως αφηγείται στο βιβλίο ο ίδιος ο Κεμάλ στον συγγραφέα Ορχάν Παμούκ, που διάλεξε για να καταγράψει την ιστορία του, θα είναι «για πάντα ανοιχτό στους εραστές που δεν θα βρίσκουν στην Κωνσταντινούπολη άλλο μέρος για να φιληθούν». Ένα μουσείο όπου «θα μπορούσα να εκθέσω τη ζωή μου, που όλοι θεωρούσαν ότι σπατάλησα, όπου θα μπορούσα να διηγηθώ την ιστορία μου μέσα από τα αντικείμενα που είχε αφήσει πίσω της η Φισούν, σαν ένα μάθημα για όλους μας».

Τι μάθημα; Σε μια από τις ωραιότερες παραγράφους του μυθιστορήματος, που συμπυκνώνει την ουσία και φιλοσοφία του μουσείου, ο Κεμάλ λέει: «Με το μουσείο μου θέλω να διδάξω όχι μόνο τους Τούρκους αλλά όλους τους λαούς του κόσμου ότι πρέπει να νιώθουν υπερήφανοι για τις ζωές τους. Ταξίδεψα παντού και είδα με τα μάτια μου ότι οι Δυτικοί περηφανεύονται γι’ αυτό που είναι, ενώ ο υπόλοιπος κόσμος ζει μέσα στην ντροπή. Αλλά, αν τα αντικείμενα που μας κάνουν να ντρεπόμαστε εκτεθούν σε ένα μουσείο, αυτόματα μετατρέπονται σε υπάρχοντα για τα οποία μπορούμε να υπερηφανευόμαστε».

Και είναι αλήθεια ότι τα αντικείμενα του μουσείου, τακτοποιημένα σε 83 βιτρίνες που ακολουθούν τη σειρά των κεφαλαίων του βιβλίου, καθεμιά κι ένα εικαστικό αριστούργημα (μην ξεχνάμε ότι ο Παμούκ ξεκίνησε ως ζωγράφος), είναι παλιά, ταπεινά, ασήμαντα απομεινάρια της ζωής στην Πόλη από τις δεκαετίες του ’70 και του ’80. Είναι ένας συνεχής διάλογος και αντιπαράθεση ανάμεσα στην ανερχόμενη, δυτικοποιημένη αστική τάξη του Κεμάλ με τα κλαμπ, τις δεξιώσεις, τις τουαλέτες, τα μέγαρα και τα καμπριολέ αμάξια και στις ταπεινές γειτονιές όπου η Φισούν κυνηγούσε το όνειρο για κοινωνική άνοδο (ακόμα και μέσα από τις λαϊκές μελό τούρκικες ταινίες που βλέπαμε με μανία κι εμείς εδώ), αλλά συγχρόνως υποτασσόταν στις κοινωνικές, συντηρητικές νόρμες της παρθενίας, της τιμής, του γάμου από συνοικέσιο.

Με λίγα λόγια, το μουσείο του Παμούκ είναι ένα μνημείο νοσταλγίας και αγάπης για μια πόλη που δεν υπάρχει πια. Και ομολογώ ότι όταν πέρασα το κατώφλι του, υπακούοντας στην αυστηρή προειδοποίηση των υπαλλήλων προς όλους τους επισκέπτες, «παρακαλείστε να μιλάτε χαμηλόφωνα», συνάντησα επιτέλους την Πόλη των ονείρων μου. Τη φαντασίωση που έψαξα και δεν βρήκα σ’ αυτό το πρώτο, απογοητευτικό ταξίδι μου στην Ισταμπούλ του Ερντογάν, της μαντίλας και των 20 εκατομμυρίων ανθρώπων που έχουν εξαφανίσει με το βάρος τους κάθε ίχνος γεωγραφίας και φύσης. Ευτυχώς που υπάρχει και ο Βόσπορος με τα καραβάκια του να σε ξεπλύνει λίγο από το χάος, τον θόρυβο και τη γύρω μουντζούρα.

Στην είσοδο του μουσείου σε υποδέχεται μια τεράστια βιτρίνα με 4.213 αποτσίγαρα που υποτίθεται έχει καπνίσει η Φισούν, καθένα και με την ημερομηνία του. Προσωπικά προτιμώ τη σύνθεση αυτή του Παμούκ από το θρυλικό παρόμοιο έργο του Ντάμιεν Χιρστ «Dead ends died out». Και μετά αρχίζει να ξεδιπλώνεται η ερωτική ιστορία. Η Sanzelize Butic, όπου ο Κεμάλ συνάντησε κι ερωτεύτηκε την καλλονή πωλήτρια. Η ακριβή τσάντα Jenny Colon που αγόρασε για την αριστοκράτισσα αρραβωνιαστικιά του. Φωτογραφίες από καλλιστεία στα οποία η Φισούν είχε δοκιμάσει την τύχη της, για να θεωρηθεί η ντροπή της οικογένειας. Κοσμικές στήλες από τον λαμπερό κόσμο του Κεμάλ. Και μετά, όταν το ζευγάρι συναντιέται, κάνει έρωτα (έγκλημα κανονικό για τα τούρκικα ήθη) και αρχίζει το μαρτύριο και η αγωνία του Κεμάλ για το ανέφικτο της ένωσής τους με γάμο, ξεκινάει η παρέλαση των κειμηλίων της Φισούν: χτένες, καρφίτσες, ωροσκόπια, ρολογάκια, καθρέφτες, ολόκληρο (!) το μπάνιο του φτωχικού της σπιτιού, εκεί όπου ο Κεμάλ πήγαινε κάθε βράδυ επί εννιά χρόνια, μόνο και μόνο για να έχει την ευκαιρία να τη βλέπει. Υπάρχει το παγωτό χωνάκι με το ίχνος από το κραγιόν της, ένα φλιτζάνι πηγμένος τούρκικος καφές που άγγιξαν τα χείλη της, το εμπριμέ φόρεμα, τα σκουλαρίκια και το κολιέ με τα οποία στολισμένη πήγε να περάσει τις εξετάσεις οδήγησης. ε βί ντεο-γο υόλ προβάλλονται σκηνές από κλασικές μελό τούρκικες ταινίες που το ζευγάρι έβλεπε μετά μανίας. Νομίζεις πως διηγούνται τη δική τους μετ’ εμποδίων ερωτική ιστορία. Ο πλούσιος και η φτωχή ατιμασμένη. Μια σελίδα από εφημερίδα είναι γεμάτη με φωτογραφίες γυναικών που έχασαν την παρθενιά τους εκτός γάμου, με μαυρισμένα-κρυμμένα τα μάτια τους, τόσο πολλές σαν μια πελώρια μασκαράτα. (Παρένθεση: μια μέρα πριν πάω στο μουσείο ο Ερντογάν είχε απειλήσει ότι θα καταργήσει τις νόμιμες στην Τουρκία εκτρώσεις, ξεσηκώνοντας την οργή των γυναικών).

Μια βιτρίνα κλείνει μέσα της τη χλιδή και την καλοπέραση του Κεμάλ στο οικογενειακό τους γιαλί (αρχοντικό) στον Βόσπορο, άλλες την προσπάθεια της πεισματάρας Φισούν να γίνει σταρ του σινεμά. Είναι αλήθεια ότι χρειάζεσαι πολλή ώρα για να παρατηρήσεις, να χωνέψεις, να θαυμάσεις όλα αυτά τα παράταιρα, μα τόσο εύγλωττα αντικείμενα. Εκεί, όμως, απ’ όπου δεν μπορείς να ξεκολλήσεις είναι οι βιτρίνες με τα χειρόγραφα του Παμούκ από το μυθιστόρημα και, ψηλά ψηλά, στον τελευταίο όροφο του μουσείου, το δωμάτιο του ίδιου του Κεμάλ.

Εκεί όπου έζησε, υποτίθεται, εφτά χρόνια (2000-2007), τριγυρισμένος από τις μνήμες και τα σημάδια της νεκρής πια αγαπημένης του, διηγούμενος καθημερινά στον Παμούκ τη ζωή του.