Χωρίς αντίπαλο
Γράφει η Αγγελική Σπανού
Στην ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία, που μπορεί να πάει σε μεγάλο βάθος, μια από τις οδυνηρότερες στιγμές είναι όταν συνειδητοποιείς ότι δεν φταίει κανείς άλλος για τα αδιέξοδά σου. Αναγκάζεσαι να απαλλάξεις τους γονείς σου από τη βασική ευθύνη, ξαναδιαβάζεις τη βιογραφία σου και καταλήγεις να αναγνωρίσεις δικά σου λάθη, αδυναμίες, ρωγμές, ακόμη και τυφλά σημεία, όψεις σου που δεν ήθελες να ξέρεις ότι υπάρχουν. Αυτά στην περίπτωση που είναι σοβαρός ο θεραπευτής και εσύ έχεις ειλικρινή επιθυμία να αλλάξεις. Διαφορετικά, όπως συχνά συμβαίνει, η διαδικασία γίνεται προσχηματική για να αντιμετωπιστούν κάποια ενοχλητικά συμπτώματα και να συνεχίσεις την ίδια διαδρομή, έχοντας μάλιστα το άλλοθι ότι προσπάθησες να δεις την αλήθεια.
Στην πολιτική, ο αναστοχασμός έχει νόημα όταν οδηγεί σε αναθεωρήσεις. ‘Οταν γίνεται με σκοπό την επικοινωνιακή εξιλέωση, για να κερδηθεί χρόνος, για να βελτιωθεί η εικόνα του ηγέτη/του κόμματος ή για να κατευναστεί ένα αγριεμένο πλήθος, τότε το αποτέλεσμα είναι προσωρινό και εύθραυστο.
Η αυτοκριτική, ως όρος αυτογνωσίας, για να οδηγήσει σε μια πραγματική βελτίωση είναι επίπονη. Δεν εξαντλείται σε δηλώσεις συγγνώμης και ασκήσεις τηλεοπτικής μετάνοιας ούτε σε διακηρύξεις που έχουν ξαναγίνει και αθετηθεί. Δεν είναι καν ορατή την ώρα που συντελείται, προκύπτει στην πράξη και διαπιστώνεται κάποια στιγμή εκ των υστέρων.
Αν η μοναδική πολιτική δύναμη διακυβέρνησης απογοητεύσει τους περισσότερους, τότε η στροφή προς τα άκρα, προς οποιαδήποτε μορφή αντισυστημισμού, θα είναι βίαιη.
Η κυβέρνηση της Ν.Δ. στη δεύτερη θητεία της δεν έχει αντίπαλο. Δεν υπάρχει κόμμα και πειστική εναλλακτική πρόταση εξουσίας που να δίνει ελπίδα.
Αυτή η παντοδυναμία είναι τρομακτική γιατί μπορεί να φέρει ασυδοσία και ατιμωρησία. Είναι επίσης επικίνδυνη γιατί, σε περίπτωση αποτυχίας της κυβέρνησης, μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι ο σύγχρονος κοινοβουλευτισμός παράγει αδιέξοδα και πρέπει να αμφισβητηθεί για το καλό της κοινωνικής πλειοψηφίας. Με άλλα λόγια, αν η μοναδική πολιτική δύναμη διακυβέρνησης απογοητεύσει τους περισσότερους, τότε η στροφή προς τα άκρα, προς οποιαδήποτε μορφή αντισυστημισμού, θα είναι βίαιη.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν έχει πια τη δυνατότητα να δείχνει το σκιάχτρο του ΣΥΡΙΖΑ για να συγκρίνεται και να μην κρίνεται. Ούτε αρκεί η επιρροή της στους μηχανισμούς διαμόρφωσης της κοινής γνώμης για να κρυφτεί η μεταρρυθμιστική αδράνεια.
Δεν τους φταίει κανείς άλλος, όχι πια, για τα χάλια της ΕΛ.ΑΣ. και την ανικανότητα στη διαχείριση φυσικών καταστροφών. Ούτε για τη φυγή των γιατρών από το ΕΣΥ και την ανομία στα νησιά. Χωρίς να το επιλέξουν, βρίσκονται στο σημείο όπου ο θεραπευόμενος κοιτάζεται στον καθρέφτη και αυτό που βλέπει δεν του αρέσει. Ή αποφασίζει να πονέσει για να αλλάξει ή αγοράζει καινούργιο καθρέφτη. Στη δεύτερη περίπτωση απλώς θα καθυστερήσει η κατάρρευση. Θα είναι όμως θέμα χρόνου.