Πώς είναι πραγματικά να ψάχνεις για σπίτι στην Αθήνα τώρα;
Αρχές Αυγούστου κι έχω κλείσει ραντεβού να δω ένα σπίτι στα Εξάρχεια. Δεν θέλω όντως να μείνω εκεί. Απλώς με τρώει η περιέργεια. Στη Μαυρομιχάλη είναι τόσο βρώμικα όσο κάθε φορά. Μαύρα ρυάκια λερώνουν το πεζοδρόμιο καθώς ο μεσίτης μού μιλάει για την περιοχή με τη γνωστή κασέτα- όλα κοντά, ωραία μπαρ, ζωή.
Από τη διαμονή εκεί έχω τραύματα, κυρίως λόγω της συμπεριφοράς των ιδιοκτητών. Δεν ξέρω αν τις τρώγλες τους τις βλέπουν όντως παλάτια ή εάν απλώς είναι καλοί στην αξιοποίηση των ακινήτων τους, πάντως έχοντας περάσει τα εικοσικάτι μου σε τέτοιες τρώγλες, προτιμώ να συναναστρέφομαι μεσίτες. Ο άνθρωπος κάνει τη δουλειά του όταν μού λέει ότι το μπάνιο δεν είναι πλήρως λειτουργικό, αλλά εάν θέλω να φτιαχτεί η τιμή θα ανέβει. Κι άλλα περίεργα ακούω καθώς προχωρώ στην Αλεξάνδρας, τη Συγγρού, το Σύνταγμα συζητώντας με μια φίλη.
Το ζήτημα του σπιτιού συνδέεται με την ποιότητα των μεταφορών στην Αττική καταλήγουμε. Υπάρχουν καλά και φθηνά σπίτια άμα συμβιβαστεί κανείς με το γεγονός του εκτοπισμού του από το κέντρο ή άμα θέλει όντως να ζήσει μακριά. Αν τα τρένα και τα λεωφορεία δεν ήταν αυτά που είναι, νομίζω αρκετοί άνθρωποι θα ένιωθαν πιο καλά με την ιδέα ενός σπιτιού στα Δυτικά, τα Βόρεια, το βαθύ Γκύζη. Εάν, για παράδειγμα, ο προαστιακός ήταν λιγότερο βρωμερός, τα λεωφορεία στοιχειωδώς αξιοπρεπή, τα ηλεκτρικά πατίνια ασφαλή.
Ένα άλλο πρόβλημα είναι η κουλτούρα συγκατοίκησης. Οι Έλληνες που δεν έχουν ξενιτευτεί στα χρόνια της κρίσης δεν φαίνονται πραγματικά προετοιμασμένοι να συγκατοικήσουν με κάποιον που δεν είναι η μαμά τους ή η σχέση τους. Το ότι είμαστε παιδιά της ελληνικής οικογένειας δημιουργεί θέματα και εδώ. Πώς μπορεί ένας/μία συγκάτοικος να ανταγωνιστεί στην καθαριότητα τις υπηρεσίες ξενοδοχείου που παρέχει η μανούλα; Πώς ξεκινάει κανείς να βάλει τη ζωή του στη σειρά όταν όλη η κουλτούρα δεν προκρίνει ούτε ρομαντικοποιεί το να μένεις σε λίγα τετραγωνικά, να δουλεύεις σκληρά και να ελπίζεις πως θα τα καταφέρεις;
Υπάρχουν ήδη εφαρμογές αναζήτησης συγκατοίκου και σελίδες στα κοινωνικά δίκτυα όπως για το καθετί. Έχουν και μια σχετική διάδοση. Η εμπειρία μου από τη χρήση τέτοιων σελίδων στο εξωτερικό ήταν πάντα θετική. Εκεί γνώρισα έναν από τους καλύτερους φίλους μου στην Ολλανδία. Εκεί συνάντησα έναν γεροπαράξενο Γερμανό και έμεινα στη σοφίτα του. Τις παραξενιές του τις νοσταλγώ όποτε καθαρίζω την καφετιέρα σαν άλλο ιατρικό σκεύος και τις θεωρώ μία σπουδή στη γερμανική νοοτροπία. Όπως όλοι, έτσι και οι Έλληνες στις εφαρμογές αναζήτησης συγκατοίκου αντικατοπτρίζουν στις αναρτήσεις τους τον ψυχισμό τους, τη λογική τους, τα θέματά μας τώρα.
Έτσι, περιδιαβαίνοντας στις σχετικές σελίδες νιώθω ευάλωτη ως νέα γυναίκα. Υποθέτω ανάλογη ευαλωτότητα νιώθουν και όσοι δεν χειρίζονται καλά τη γλώσσα ή δεν διαθέτουν αρκετά χρήματα. Πολλές αναρτήσεις αναζήτησης συγκατοίκου μοιάζουν με αγγελίες για εύρεση συντρόφου: Ψάχνω νέα κοπέλα, στα 30, να θέλει να μείνει μαζί μου στον Πειραιά. Ναι, οκ.
Άλλοι, δεν έχουν ιδέα πώς είναι να συγκατοικείς πραγματικά, οπότε οι αναρτήσεις τους είναι κάτι μεταξύ πρόσκλησης σε πενθήμερη και θλιβερής παραδοχής της δύσκολης οικονομικής τους κατάστασης (τύπου: παραχωρώ δωματιάκι 200 ευρώ, σε σπίτι 45 τετραγωνικά κλπ.). Στις εφαρμογές αναζήτησης σκέτης στέγης ο χρόνος περνά αστραπιαία. Τα καλά κομμάτια ανεβοκατεβαίνουν γρήγορα. Η ίδια η εφαρμογή δημιουργεί ένα άγχος, ενώ ταυτόχρονα βολεύει άπειρα. Ένα από τα πρώτα πράγματα που κάνουν όσοι βρίσκουν σπίτι ή εκμισθώνουν το ακίνητό τους είναι η διαγραφή της εφαρμογής. Κάποιοι αλλάζουν αριθμό.
Κάθομαι σε ένα καφέ με μία κοπέλα που νοικιάζει (με μακροχρόνια μίσθωση) το σπίτι της στην Καλλιθέα, για να χρηματοδοτεί, εν μέρει, το ενοίκιο της στο Άμστερνταμ. Το ενοίκιο εκεί το μοιράζεται με μία συγκάτοικο. Υπάρχει πραγματικά άνθρωπος που δεν μισεί τους συγκατοίκους του, αναρωτιέμαι; Το θέμα γυρίζει και πάλι στη νοοτροπία και στο εάν έχεις πραγματικά εκπαιδευτεί στο να μένεις με άλλους ανθρώπους, να μη θορυβείς, να μην απλώνεις τα προσωπικά σου αντικείμενα παντού, να μην έχεις προσδοκίες ως προς το πώς θα περνάνε την ώρα τους. Ένα σπίτι όπου συγκατοικούν τρία-τέσσερα ανεξάρτητα άτομα (δηλαδή χωρίς υπηρέτες) συνήθως δεν μοιάζει με τα σπίτια στα οποία έχουμε συνηθίσει όσοι/όσες μεγαλώσαμε με την ελληνίδα μάνα στον κλασικό ρόλο του αμισθί προσωπικού χωρίς δικαίωμα εξόδου από τη σχέση εκμετάλλευσης.
Πόσοι είναι πραγματικά διατεθειμένοι ν’ αφήσουν τις υπηρεσίες που παρέχει απλόχερα σ’ αγόρια και κορίτσια η πατριαρχία και το παρακλάδι της, η ελληνική οικογένεια, ώστε να δεχθούν πως ενηλικιώθηκαν; Και πόσοι θέλουν πραγματικά να δουλέψουν και να ανεξαρτητοποιηθούν όταν οι μισθοί είναι χαμηλοί και η ελληνική οικογένεια χαρτζιλικώνει το «παιδί» φτιάχνοντας ένα δίχτυ εξάρτησης; Πάλι, η στεγαστική κρίση δεν είναι μόνη της. Είναι κομμάτι ενός πλέγματος με χαμηλούς μισθούς, δυσλειτουργικά μέσα μεταφοράς, μουδιασμένη εργασιακή ηθική, πτωχευμένο κοινωνικό κράτος και κακό δημόσιο χώρο.
Από τις ρομαντικές αναπαραστάσεις των φοιτητικών μας χρόνων, πολλοί έχουν περάσει στον σκέτο κυνισμό. Δεν έχει κάτι ρομαντικό το πατζούρι με το παλιό κούφωμα, λένε. Ούτε το μωσαϊκό το θέλουν πια.
Η κουλτούρα μας ιεραρχεί την εξάρτηση και τον έλεγχο υψηλότερα από την ελευθερία και την ενηλικίωση. Αντιμετωπιζόμαστε κάπως σαν διαβολικοί αποστάτες όσοι δεν τρώμε όντως τις Κυριακές με τους γονείς μας. Όλοι ξέρουμε κάποιον 30+ που μένει με γονείς κι αυτό αντικατοπτρίζεται στα ρούχα του, στον ειδικό, μαμαδίστικο τρόπο με τον οποίο είναι πάντα πλυμένα και σιδερωμένα. Όλοι ξέρουμε κόσμο που τρώει φαγητό που «θα έφτιαχνε η μαμά έτσι κι αλλιώς».
Σε συζητήσεις με φίλους μου διασκεδάζουμε δυσφορώντας με την έκταση της στεγαστικής κρίσης. Από τις ρομαντικές αναπαραστάσεις των φοιτητικών μας χρόνων, όπου το να μένεις σ’ ένα χάλια σπιτάκι ήταν κάποιου είδους αρχή, πολλοί έχουν περάσει στον σκέτο κυνισμό. Δεν έχει κάτι ρομαντικό το πατζούρι με το παλιό κούφωμα, λένε. Ούτε το μωσαϊκό το θέλουν πια. Ούτε το μπαλκονάκι με τα γλαστράκια, καλύτερα άδειες επιφάνειες, να καθαρίζονται στα γρήγορα. Κι άντε από ‘κει με τα γιαγιαδέ παρκέ. Δεν νομίζω πως συμφωνώ μ’ αυτήν την σκληρότητα απέναντι στα θεμέλια συστατικά της Αθηναϊκής πολυκατοικίας, αλλά καταλαβαίνω την κούραση, τον μόχθο, τις διαρκείς εκκρεμότητες που κάνουν τους νέους ανθρώπους να τα σιχαίνονται όλα. Αφού διαρκώς όλα κάτι απαιτούν, καθάρισμα, πληρωμές, δουλειά και διαχείριση, κι αφού οι εργασιακές συνθήκες είναι σκληρές, η ενηλικίωση φαντάζει δύσκολη πίστα. ‘Ετσι, κάποιοι μένουν ακόμη με γονείς. Άλλοι εκεί που έμεναν παλιά. Στο ίδιο μέρος με το νοίκι διπλό.
«Εξωτερικό γίναμε», ακούω συνέχεια, αλλά δεν συμμερίζομαι τη θέση. Όχι, δεν φτάσαμε άλλες Ευρωπαϊκές πόλεις όπου πρέπει να σε διαλέξουν, για να σού δώσουν το σπίτι μέσα από μία αγχωτική και ακριβή διαδικασία αναζήτησης και παράθεσης επαγγελματικών, οικονομικών και προσωπικών στοιχείων. Η διαδικασία που θα εκδιώξει ακόμη πιο πολλούς καλλιτέχνες απ’ τις στέγες τους (αφού θα χρειάζεται να δείξεις εκκαθαριστικό και όλοι ξέρουμε πώς είναι τα εκκαθαριστικά της πλειονότητας των καλλιτεχνών) δεν έχει γίνει ακόμη τόσο βίαιη στην Αθήνα. Όμως, η δήλωση «εξωτερικό γίναμε» που εκστομίζουν με αυξανόμενη συχνότητα όσοι ψάχνουν το δυάρι τους δεν είναι για πέταμα. Έχει αλήθεια μέσα.
Έγινε δύσκολο να κατέχεις ένα σαλονάκι, ένα ωραίο κρεβάτι, ψυγείο και πλυντήριο. Ακούγεται πεζό, αλλά ίσως αυτό να θέλουν να πουν όσοι λένε πως η κατάστασή τους μοιάζει με το να ψάχνεις σπίτι στο εξωτερικό. Νιώθουν απόσταση. Παρόλο που χώρος εδώ ακόμη υπάρχει, παρόλο που το να ψάχνεις σπίτι στη γλώσσα σου δεν συγκρίνεται με το να μιλάς σαν ηλίθιος σ’ ένα ξένο μέρος, προφανώς πολλοί νιώθουν ανοίκεια μέσα στην ίδια τη διαδικασία αναζήτησης στέγης. Τους φαίνεται βουνό, άφταστο μέρος, ένας ξένος τόπος μέσα στο οικείο αστικό τοπίο. Νιώθουν αποξένωση στην πόλη. Δεν αγοράζουν πια αυτά που τους πουλάει.
Η ελληνική οικογένεια ως αφετηρία-σημείο αναφοράς-τόπος δωρεάν υπηρεσιών φροντίδας και οι δουλειές, που για πολλούς δεν βγάζουν σε κανένα ξέφωτο, οδηγούν νέους ανθρώπους στο παιδικό τους δωμάτιο.
Παράλληλα, πολλοί το βιώνουν ως προσωπική ήττα. Πάλι οι πιέσεις από την ελληνική οικογένεια παίζουν το ρόλο τους μέσα από πλέγματα εξάρτησης και ελέγχου. Η ελληνική κοινωνία δεν θεωρεί το ξένο σπίτι ακριβώς σπίτι της. Σπίτι είναι η ιδιοκτησία, όπως κι αν είναι, με δάνεια και υποθήκες, με όλο το σόι στους γύρω ορόφους, με κακοποιητικούς συντρόφους και ασφυκτικούς κλοιούς. Καλύτερο αυτό απ’ το να μένει κανείς στο ξένο, ειδικά μετά από κάποια ηλικία (συνήθως αυτήν του γάμου). Αυτές οι ιδέες ακούγονται από αστήριχτες έως γελοίες, είναι, όμως, το γάλα μας και μερικές φορές μάς φέρνει ετεροχρονισμένη αναγούλα.
Η ελληνική οικογένεια ως αφετηρία-σημείο αναφοράς-τόπος δωρεάν υπηρεσιών φροντίδας και οι δουλειές, που για πολλούς δεν βγάζουν σε κανένα ξέφωτο, οδηγούν νέους ανθρώπους στο παιδικό τους δωμάτιο. Η παγίδευση εκεί δεν είναι ακριβώς επιλογή. Παράλληλα, το πλέγμα εξάρτησης και ελέγχου πυκνώνει. Αφού ρουφήξει ο γονιός το «παιδί», μετά το «παιδί», ετών τριαντακάτι πια, τρώει τον γονιό που υπηρετεί ως ισόβιος πάροχος φροντίδας το βλαστάρι του. Προφανώς, ο θηλυκός γονιός, η μαμά, θα αναλάβει συνήθως να σηκώσει ένα τέτοιο φορτίο στα, υποτίθεται, ξεκούραστα χρόνια του βίου της.
Πώς θα είναι μία γενιά ανθρώπων που σπουδάζει και εργάζεται μεν, αλλά δεν μένει μακριά από το πατρικό/μητρικό, επειδή κάνει τηλεκπαίδευση, τηλεργασία, οικονομία ή ακριβά σπορ, τύπου ψυχοθεραπεία; Εάν οι τιμές των τροφίμων, του ηλεκτρισμού και της στέγης κάνουν τα κοινά δείπνα, το πλυντήριο στης μαμάς και, ίσως, σταδιακά τη μετακόμιση κοντά, κάτω ή δίπλα απ’ τους γονείς θελκτικές συνθήκες, χιλιάδες νέοι άνθρωποι θα χάνουν καθημερινά τις προσλαμβάνουσες, τις εμπειρίες, τα λάθη και τις λαχτάρες που δοκιμάζεις όταν αφήνεις την ασφαλή φωλιά για κάτι άλλο.
Όσοι στερούνται τα βάσανα της υλικής ζωής είναι σαν να περιμένουν. Κουβαλούν αίθουσες αναμονής στο κεφάλι τους. Απαλλαγμένοι απ’ τις χαρές και τις λύπες του να πρέπει να δουλεύουν, να κρατάνε ένα σπίτι κι ενδεχομένως να συντηρούν και κάποιες προσωπικές σχέσεις αναμένουν να ξεκινήσει η ζωή τους. Αυτά, νομίζω, είναι τα πιο σιχαμερά απόνερα του συνδυασμού στεγαστικής κρίσης, ανεργίας, φθηνοαπασχόλησης και-κυριολεκτικά- πατροπαράδοτης ελληνικής οικογένειας. Νέοι άνθρωποι εθίζονται στην ιδέα πως αυτό εδώ δεν είναι πραγματικά η ζωή τους, αλλά ένας προθάλαμος για κάτι άλλο που θα ‘ρθει.