Ένας ακόμα θάνατος
Γράφει η Εύα Στάμου
Το τελευταίο διάστημα «ο θάνατος το στρώνει». Η φρικτή επίθεση στο Ισραήλ στις αρχές Οκτωβρίου με τους εκατοντάδες νεκρούς που άφησαν πίσω τους οι τρομοκράτες της Χαμάς, οι επακόλουθοι βομβαρδισμοί των Ισραηλινών στη λωρίδα της Γάζας με αμέτρητα θύματα, η σύρραξη στην Ουκρανία που συνεχίζεται, το αποτρόπαιο περιστατικό της ένοπλης επίθεσης στο Μέιν των ΗΠΑ, αλλά και τα διάφορα θύματα δολοφονιών που οι χαμογελαστές φωτογραφίες τους φιγουράρουν στις σελίδες των εφημερίδων, συνθέτουν το παζλ μιας ζοφερής, πένθιμης πραγματικότητας.
Σε όλα αυτά προστέθηκε και ο θάνατος του αγαπημένου ηθοποιού Μάθιου Πέρι, ενός ανθρώπου που τα είχε όλα –ταλέντο, διασημότητα, λεφτά– και τα σκόρπισε ο ίδιος, δέσμιος των εθισμών που τον βασάνισαν για το μεγαλύτερο διάστημα της ζωής του.
Και όμως, ανάμεσα σε όλους αυτούς τους άδικους θανάτους, υπήρξε ένας ακόμα που με συγκλόνισε: αυτός της 42χρονης γυναίκας από τη Θεσσαλονίκη που έφυγε από τα χέρια του ίδιου του πατέρα της με την αιτιολογία ότι δεν άντεχε άλλο να την βλέπει να υποφέρει από σκλήρυνση κατά πλάκας.
Πρόκειται για μια γυναίκα για την οποία δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα, έναν άνθρωπο για τον οποίο ο 69χρονος δράστης ισχυρίστηκε πως ήταν καλύτερα να σταματήσει να υπάρχει από το να εξακολουθήσει να βασανίζεται καθημερινά από την ασθένειά του. Αυτό που υπονοούν τελικά τα λόγια του είναι πως εκείνος, συμπονώντας την, ανέλαβε να της χαρίσει τη λύτρωση.
Πολλά μπορεί να πει κανείς για τον δεσμό πατέρα και κόρης σε μία χώρα που για αρκετούς γονείς τα παιδιά σε οποιαδήποτε ηλικία δεν αποτελούν παρά δική τους προέκταση και συνεπώς έχουν πάνω τους δικαίωμα ζωής και θανάτου. Πρόκειται για ανθρώπους που δεν αμφιβάλλουν ούτε λεπτό ότι οι ζωές τους είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με αυτές των παιδιών τους έως το τέλος. Επιπλέον, δεν αντιλαμβάνονται πού τελειώνουν τα όριά τους και που ξεκινούν αυτά των οικείων τους, θεωρώντας πως οι επιλογές των απογόνων τους είναι φυσικό να ταυτίζονται απόλυτα με τις δικές τους, να εξυπηρετούν τις ανάγκες τους και να διασφαλίζουν την ομαλή συνέχεια του δικού τους τρόπου ζωής.
Μην ξεχνάμε επίσης ότι, σύμφωνα με αυτή τη νοοτροπία, ο ρόλος των παιδιών είναι να κάνουν τους γονείς υπερήφανους με τα επιτεύγματά τους αλλά και να τους φροντίζουν στα γεράματά τους, ανταποδίδοντας όσα εκείνοι έχουν προσφέρει στο παρελθόν.
Σε μια χώρα, ωστόσο, όπου το να ασθενεί κανείς από κάποια μορφή αναπηρίας ή εξελικτικής ασθένειας σημαίνει ακόμα πως το οικογενειακό περιβάλλον έχει επωμιστεί το βάρος της φροντίδας του πάσχοντα προσπαθώντας να του εξασφαλίσει μια σχετική έστω ποιότητα ζωής, ένας γονιός με τον τρόπο σκέψης που περιγράφω βλέπει την φαντασίωσή του να εξανεμίζεται βίαια, την ματαίωση των προσδοκιών του και την ανασφάλεια για το μέλλον να απειλούν την ψυχική του ισορροπία.
Ασφαλώς η προσωπικότητα ενός ανθρώπου που φτάνει στο σημείο να δολοφονήσει το παιδί του, μην αντέχοντας την οδύνη, την ‘αποτυχία’ και την παρέκκλιση από το πρότυπο ευτυχίας που διατηρεί στο μυαλό του, ξεπερνά κατά πολύ την απογοήτευση ενός ανεπαρκή πατέρα που βλέπει τα όνειρά του να ακυρώνονται. Οι ειδικοί –νομικοί και ψυχίατροι– που θα ασχοληθούν με την υπόθεση οφείλουν να διερευνήσουν τα κίνητρα του δράστη εις βάθος και να αποφανθούν για το τι πραγματικά έχει συμβεί.
Ας αναρωτηθούν επίσης για άλλη μία φορά πώς είναι η καθημερινότητα κάθε Έλληνα πολίτη με αναπηρία που δεν έχει δίπλα του ανθρώπους που τον υποστηρίζουν από ανιδιοτελή αγάπη και ειλικρινές ενδιαφέρον, σε μια χώρα που ακόμα και η μετακίνηση σε δρόμους και πεζοδρόμια καθώς και η πρόσβαση στα περισσότερα δημόσια κτήρια των μεγάλων πόλεων είναι τόσο δύσκολη, σε μια κοινωνία που η ενημέρωση παραμένει ελλιπής, σε έναν κόσμο που η αμηχανία, η φοβία, τα στερεότυπα, και ο ρατσισμός για τα άτομα με αναπηρία καλά κρατεί.