Σώτη Τριανταφύλλου: «Είμαι αυτό που κάνω, δεν είμαι ούτε κάτι περισσότερο, ούτε κάτι λιγότερο»

Συνέντευξη στη Γεωργία Χάρδα //*

 

 

 

Η Σώτη Τριανταφύλλου με αφορμή το νέο της μυθιστόρημα «Άκου το Λιοντάρι» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη μιλάει στο Fractal για τη συγγραφή, τους χαρακτήρες που δημιουργεί και που πάντα αγαπιούνται με το ίδιο πάθος από το αναγνωστικό κοινό αλλά και για την κατάσταση στη Γαλλία. Με χιούμορ αναφέρεται στον γάμο, εξηγεί γιατί δεν παίρνει τον εαυτό της καθόλου στα σοβαρά και αποκαλύπτει τους λόγους για τους οποίους θα γινόταν εντομολόγος.

 

 

-Κυρία Τριανταφύλλου είστε μια συγγραφέας που δεν παύει να μας εκπλήσσει και γι’ αυτό το αναγνωστικό κοινό σας έχει αδυναμία. Είστε διαφορετική σε κάθε βιβλίο με μια καλοδουλεμένη γραφή που εντυπωσιάζει. Πόσο δύσκολο είναι να το πετύχει αυτό ένας συγγραφέας;

Δεν ξέρω τι να σας απαντήσω! Πώς αλλιώς θα μπορούσε να είναι; Να γράφουμε το ίδιο βιβλίο ξανά και ξανά; Νομίζω ότι μια από τις βασικές ιδιότητες ενός συγγραφέα πρέπει να είναι η περιέργεια, το να ερευνά, να μαθαίνει και να αφηγείται διαφορετικά πράγματα. Η συγγραφή είναι παρεξηγημένη υπόθεση: πολλοί άνθρωποι νομίζουν ότι μπορούν να γράψουν —και πράγματι μπορούν εφόσον μαθαίνουμε να γράφουμε στο σχολείο— όμως, αυτό το «συν» μπροστά από τις λέξεις «γράφω» και «γραφή» μεταμορφώνει ολόκληρη τη συνθήκη. Όλοι μπορούν να γράψουν, λίγοι είναι συγγραφείς. Ο κάθε άνθρωπος έχει ένα ταλέντο· μερικοί έχουν δύο. Κάπου-κάπου συναντάμε και κάποιον που να έχει τρία. Όταν είμαστε συγγραφείς σημαίνει ότι πετυχαίνουμε με το γράψιμο κάτι που δεν πετυχαίνουν οι μη-συγγραφείς. Συχνά, το πρόβλημα που μπαίνει είναι η σύγχυση της ευχέρειας στο γράψιμο με τη συγγραφή. Η ευχέρεια μπορεί να δώσει λανθασμένο μήνυμα.

 

-Οι αναγνώστες σας έχουν μια οικειότητα μαζί σας. Πιστεύετε ότι είναι κάτι που καλλιεργήσατε μέσα από τη γραφή σας ή είναι και κάτι άλλο;

Εργάζομαι επί πάρα πολλά χρόνια και έχω γνωρίσει πάρα πολλούς ανθρώπους είτε μέσω των βιβλίων, είτε μέσω της γενικότερης δημοσιότητας. Είμαστε μικρή χώρα… είμαστε χωριό… Νομίζω ότι η οικειότητα οφείλεται εν μέρει και στο ότι, όπως έχω πει πολλές φορές, δεν «ανήκω» σε καμιά γενιά: είμαι άνθρωπος του 21ου αιώνα και προχωρώ μαζί με τον χρόνο —άρα απλώνομαι στις «γενιές».

 

-Είπα σε φίλους ότι θα κάνουμε μια συνέντευξη και αναφώνησαν με τη «Σώτη»; Πόσο όμορφο είναι να σας αποκαλούν με το μικρό σας όνομα.

Μερικοί με αποκαλούν Σώτη διότι με αισθάνονται οικείο πρόσωπο, άλλοι επειδή είναι ασεβείς και ανάγωγοι. Στην επικράτηση του μικρού ονόματος νομίζω πως έχει συμβάλει το ότι το επώνυμο είναι πολύ συνηθισμένο. Πάντως, στην Ελλάδα, έχουμε την τάση να αποκαλούμε δημόσια πρόσωπα με το μικρό τους όνομα και μάλιστα, όχι σπάνια, με υποκοριστικά: ο Ανδρέας, η Μελίνα, ο Γιωργάκης (Παπανδρέου), ο Κούλης, ο Κωστάκης (Καραμανλής) κτλ.

 

-Πώς γεννιούνται οι ιστορίες σας;

Κάθε μέρα, κάθε ώρα, γεννιέται μια ιστορία στο κεφάλι μου, αλλά οι περισσότερες γλιστράνε στη λήθη. Έτσι κι αλλιώς, θα ήταν αδύνατο να τις γράψω όλες. Μερικές από αυτές είναι πιο σταθερές και επανέρχονται, προσκολλώνται στο μυαλό μου. Αυτές φαντάζομαι πως εντέλει τις εκτελώ, αλλά δεν είμαι σίγουρη.

 

 

-Μου άρεσε πολύ το βιβλίο σας με τίτλο «Καρχαρίες και κοριοί». Περιλαμβάνει μια μεγάλη γκάμα άρθρων με βαθιά νοήματα. Πόσο σημαντικός είναι αυτός ο λόγος σας;

Η αρθρογραφία ήταν και παραμένει για μένα μια προέκταση των σπουδών και μια αφορμή για επεξεργασία απόψεων που ίσως μας βοηθούν όλους. Η συγγραφή, τα μυθιστορήματα, η μυθοπλασία γενικά, στηρίζονται σε υποκειμενικά κριτήρια: οι συγγραφείς δεν είμαστε απόφοιτοι κάποιας σχολής που να πιστοποιεί τη συγγραφική μας αξία. Αντιθέτως, όταν η αρθρογραφία προκύπτει από μελέτη και ειδίκευση, έχει αντικειμενικό βάρος και πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ως προειδοποίηση, ως ενημέρωση ή σαν ένα σφυρί που μας αφυπνίζει. Δεν παίρνω τον εαυτό μου καθόλου στα σοβαρά: παίρνω όμως πολύ στα σοβαρά την εργασία που κάνω. Αν βλέπετε αντίφαση σ’ αυτό μπορώ να σας εξηγήσω περισσότερο. Είμαι αυτό που κάνω, δεν είμαι κάτι άλλο, δεν είμαι ούτε κάτι περισσότερο, ούτε κάτι λιγότερο.

 

 

-Στο βιβλίο σας «Άκου το Λιοντάρι» επιστρέφετε στην Αθήνα με μια κωμωδία. 11η χιλιάδα, έχει αγαπηθεί πολύ. Μου άρεσε που στην αρχή του βιβλίου σας βάζετε την Έρση Μυλωνά στη δική σας θέση καθώς θα γράψει ένα μυθιστόρημα για την αθηναϊκή οικογένεια των Αρκουδέων με τίτλο «Άκου την αρκούδα». Πόσο σπουδαία είναι η ευρηματικότητα και το χιούμορ σε ένα βιβλίο;

Το χιούμορ είναι ζήτημα χαρακτήρα, ζήτημα θέασης του κόσμου. Δεν πρόκειται για συνειδητή απόφαση ύφους. Το «Άκου το λιοντάρι» είναι ένας κλαυσίγελος: our so-called life in Athens. Κάτι σαν «γελάω για να μην κλάψω».

 

-Φαντάζομαι ότι οι ήρωες και οι ηρωίδες σας στο βιβλίο σας «Άκου το λιοντάρι» είναι επινοημένοι αλλά θα ήθελα να σας ρωτήσω επειδή οι περιγραφές τους είναι απίστευτα καλές μπορεί κάποιοι να είναι γνωστοί σας, να τους συναντήσατε κάποια στιγμή στη ζωή σας;

Όλοι οι χαρακτήρες είναι συνθέσεις πολλών ανθρώπων που ξέρω ή που έχω συναντήσει. Αν κάποιος δει σε έναν από τους ήρωες τον εαυτό του, ίσως έχει δίκιο, ίσως δεν έχει. Πάντως, οι γυναίκες στο «Άκου το λιοντάρι» είναι συμπαθητικές και περίπλοκες, όπως συμβαίνει γενικότερα με τις γυναίκες. Το γυναικείο φύλο τρέχει με χίλια, οι άνδρες σκοντάφτουν κάπως.

 

-Εκτός από την εξαιρετική παρουσίαση της αθηναϊκής οικογένειας αναφέρεστε και στον θεσμό του γάμου με τις αδυναμίες και τα προβλήματα του. Βλέπουμε πολλά ζευγάρια να παραμένουν μαζί μόνο για οικονομικούς λόγους. Πόσο έχει αλλοιωθεί ο θεσμός του γάμου τα τελευταία χρόνια και τι σημαίνει αυτό;

Βρήκατε τον άνθρωπο να σας μιλήσει για τον γάμο! Τέλος πάντων, κάνω την καρδιά μου πέτρα και σας λέω τούτο: ανέκαθεν ο γάμος ήταν οικονομική υπόθεση· δεν είναι καινούργιο το φαινόμενο της συμβίωσης λόγω έλλειψης ή λόγω περίσσειας χρημάτων. Στη Νέα Υόρκη, τα ζευγάρια μένουν μαζί και μετά το διαζύγιο: μοιράζονται το εμβαδόν του σπιτιού, χωρίζουν την κουζίνα στα δύο («Πάτησες στο δικό μου μισό της κουζίνας και θα σε τιμωρήσω!»)

 

-Νοσταλγείτε κάτι από το παρελθόν; Υπάρχει κάτι που σας λείπει;

Πολλά από τα πράγματα που μου λείπουν έχουν αντικατασταθεί από άλλα. Η κάθε ηλικία έχει τις δικές της απολαύσεις και τα δικά της όρια. Εννοείται ότι η γεροντική ηλικία έχει λιγότερες απολαύσεις και περισσότερους περιορισμούς. Αν θέλετε, θα σας μιλήσω επί του θέματος σε λίγα χρόνια. Πάντως, εν συντομία, θα έλεγα ότι δεν είμαι άνθρωπος της νοσταλγίας κι ότι έχω την τάση να υπονομεύω τις αναμνήσεις από το παρελθόν.

 

-Ζείτε στο Παρίσι, πώς βλέπετε τη Γαλλία; Οι νέοι εξακολουθούν να επαναστατούν στην πόλη του Φωτός. Σε αυτό πάντα πρωτοπορούσε η Γαλλία, για ποιο λόγο;

Στη Γαλλία είμαστε γκρινιάρηδες και κακομαθημένοι. Επίσης, όπως παντού στον κόσμο, επικρατεί άγνοια των θεσμών της δημοκρατίας, μια μορφή πολιτικού αναλφαβητισμού. Πριν από λίγες μέρες βρεθήκαμε πάλι στα πρόθυρα της εξέγερσης επειδή ο Εμανουέλ Μακρόν δεν παρευρέθη σε διαδήλωση κατά του αντισημιτισμού. Οι Γάλλοι δεν έχουν συνειδητοποιήσει ότι ο πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν κατεβαίνει στα πεζοδρόμια· είναι θεσμικό πρόσωπο, δεν πιάνει την ντουντούκα να φωνάζει «Κάτω ο αντισημιτισμός».

 

-Διάβασα μια δήλωσή σας που έλεγε ότι κάθε φορά που γυρίζετε από την Νέα Υόρκη νιώθετε ότι είστε αριστερή. Τι είναι αυτό που σας κάνει να αισθάνεστε έτσι;

Σιχαίνομαι την καπιταλιστική απληστία. Οι Αμερικανοί είναι τόσο παραδόπιστοι ώστε μερικές φορές σκέφτομαι πως τους χρειάζεται ένας ωραίος σοσιαλισμός. Γενικά, με τους δεξιούς είμαι αριστερή και με τους αριστερούς είμαι δεξιά. Η ιδεολογία, τόσο των μεν όσο και των δε, θολώνει το περίγραμμα της πραγματικότητας.

 

 

 

 

-Πόσο έχουν επηρεάσει τη γραφή σας τα ταξίδια που έχετε κάνει;

Δεν είμαι και τόσο πολυταξιδεμένη. Απλώς έχω ζήσει σε διάφορα μέρη του κόσμου. Εγκαθίσταμαι εύκολα σε καινούργιους τόπους, εντάσσομαι αμέσως, νιώθω παντού σαν το σπίτι μου.

 

-Μέσα από τα βιβλία σας απορρέει η αγάπη σας για τους ανθρώπους. Είναι αυτός και ο λόγος που γράφετε;

Βρίσκω ότι οι άνθρωποι έχουν τρομερό ενδιαφέρον και είναι πολύ αστείοι. Θα μπορούσα να είμαι εντομολόγος.

 

-Θεωρείτε ότι οι σημερινοί έφηβοι και 20άρηδες είναι μια γενιά που θέλει να αλλάξει τα πράγματα ή απλώς θέλει να τα αποδομήσει όλα χωρίς να προτείνει κάτι νέο;

Δεν είναι όλοι οι έφηβοι και οι νέοι ίδιοι. Κι όσο περισσότερο διαφοροποιείται ο ένας από τον άλλον τόσο καλύτερα για όλους μας. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τη δημοκρατία και την πρόοδο είναι το ένστικτο της αγέλης, η ενιαία σκέψη, η μη-σκέψη γενικά· το να ακολουθείς το κοπάδι με τα φωνασκούντα πρόβατα. Δεν μου άρεσε ποτέ η νεότητα κι απορώ γιατί έχει τόσο καλό όνομα. Στην ενήλικη ζωή προσπαθούμε να διορθώσουμε τα λάθη που κάναμε όταν ήμασταν νέοι. Θέλω να πω ότι η νεότητα είναι πολύ δυσκολότερη εποχή από εκείνη των ενηλίκων — αντίθετα από ό,τι πιστεύουν μερικοί.

 

-Πώς βλέπετε τον Στέφανο Κασσελάκη και πώς σας φαίνεται το γεγονός ότι προβάλει τις ερωτικές του προτιμήσεις στον χώρο της πολιτικής; Σας εκπλήσσει;

Αδιαφορώ εντελώς για τον ΣΥΡΙΖΑ. Όταν κέρδιζε έδαφος και όταν έγινε κυβέρνηση ασχολήθηκα αρκετά μαζί του — ήταν αναπόφευκτο. Είναι οπορτουνιστές, ψεύτες, μοχθηροί, εθχροπαθείς και ανόητοι. Πιθανώς υπάρχουν εξαιρέσεις αλλά δεν ξέρω ποιες είναι.

 

-Παρατηρούμε έναν σοσιαλ φασισμό. Τι πιστεύετε ότι τον καλλιεργεί;

Ο φασισμός ως κίνημα και καθεστώς είχε ανέκαθεν πολύ στενότερη συγγένεια με την αριστερά παρά με τη δεξιά. Κι αποτελούσε πολιτικό και πολιτιστικό πειρασμό σε όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα. Ο φασισμός συνδυάζει όλες τις πτυχές της ανθρώπινης μετριότητας: λατρεία του ηγέτη, φιλοπόλεμο πνεύμα, ανάγκη για προστατευτικό Κράτος, αγκίστρωση στην παράδοση, μισογυνία, ανεντιμότητα, κολακεία του «μικρού ανθρώπου». Δεν υπάρχει ικανός λόγος για να υπερβούμε τον σοσιαλφασισμό: θα κρέμεται από πάνω μας ώσπου να μορφωθούμε και να συνετιστούμε.

 

-Βλέπουμε στην Ευρώπη την άνοδο των ακροδεξιών κομμάτων. Σας προβληματίζει;

Αν δεν πάρουμε από τα χέρια της ακροδεξιάς τα προβλήματα που κάνουν τους ανθρώπους να πρόσκεινται στην ακροδεξιά, θα βρεθούμε με κυβερνήσεις ακραίας φαυλότητας.

 

-Ζείτε ακόμα μεταξύ Γαλλίας και Αμερικής; Γιατί φύγατε από την Ελλάδα; Θα επιστρέφατε για να ζήσετε μόνιμα εδώ;

Δεν «φεύγει» κανείς στον 21ο αιώνα. Δεν είμαι Gastarbeiter. Απλώς, έχω μια γαλλική διεύθυνση στο Παρίσι και μια αμερικανική στο Μέμφις του Τεννεσσή. Για την Ελλάδα εργάζομαι. Από απόσταση, λόγω του είδους της δουλειάς. Δεν έχω σχέδια προς το παρόν για το πού θα περνάω το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου: εξαρτάται από την υγεία, την ενέργεια, το ποιοι με χρειάζονται και το πού βρίσκονται αυτοί που με χρειάζονται, το ποιους χρειάζομαι και πού βρίσκονται αυτοί που χρειάζομαι.

 

-Τελικά κυρία Τριανταφύλλου ο κόσμος αλλάζει αλλά …

…μερικά πράγματα καλυτερεύουν (τα περισσότερα) και μερικά χειροτερεύουν. Κατά καιρούς οπισθοδρομούμε για λίγο, ύστερα επιταχύνουμε την πορεία μας προς τα μπρος. Καλούτσικα τα πάμε οι καημένοι.

 

 

Η Σώτη Τριανταφύλλου γεννήθηκε στην Αθήνα (Φωκίωνος Νέγρη) το 1957. Είναι ιστορικός και συγγραφέας. Αποφοίτησε από τη Φαρμακευτική του ΕΚΠΑ το 1979 και στη συνέχεια σπούδασε Γαλλική Φιλολογία στο πανεπιστήμιο της Nice και της Αθήνας. Έκανε διδακτορικές σπουδές στην Αμερικανική Ιστορία (στο Παρίσι (ΕΗΕSS) και στην Ιστορία της Αμερικανικής Πόλης (στη Νέα Υόρκη (NYU), μεταδιδακτορικές στην ιστορία των μαθηματικών, στη ρωσική ιστορία και στις διεθνείς σχέσεις. Ειδικεύτηκε στην ιστορία του Ψυχρού Πολέμου. Το τελευταίο της δοκίμιο είναι «Μόνοι στον κόσμο: Ευρωπαίοι συγγραφείς, αντιαμερικανισμός και η αμερικανική μοναξιά». Το τελευταίο της μυθιστόρημα έχει τίτλο «Άκου το λιοντάρι».

FRACTALART.GR

 

 

 

*Η Γεωργία Χάρδα είναι βιβλιόφιλη δημοσιογράφος