Είναι τόσο άσχημος, ώστε κανένας δεν αντέχει να τον κοιτάξει καταπρόσωπο. Είναι τόσο άσχημος, ώστε τα παιδάκια στον δρόμο τρέχουν να κρυφτούν μόλις τον αντικρίσουν. Η ασχήμια του προκαλεί άγχος, αμηχανία, νευρικότητα, σοκ, απέχθεια – οι αντιδράσεις ποικίλλουν, ανάλογα με τους καλούς –ή κακούς– τρόπους των συνομιλητών του. Η γυναίκα του τον λατρεύει, αλλά κι εκείνη εστιάζει απαρέγκλιτα στο αριστερό του μάτι, κάθε φορά που της απευθύνει τον λόγο. Ο ίδιος δεν δίνει σημασία, δεν γνωρίζει καν ότι ο κόσμος τον θεωρεί άσχημο. Μεχρις ότου διαπράξει το θανάσιμο αμάρτημα, αυτό για το οποίο δεν δύναται να νοηθεί ουδεμία συγχώρεση: το πρόσωπό του θέτει σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα της εταιρείας στην οποία εργάζεται. Βραχυκυκλώνει την παραγωγή. Τρομάζει τους αγοραστές. Απειλεί τις πωλήσεις. Αυτό είναι ανεπίτρεπτο, αυτό είναι αληθινό έγκλημα και εξαιτίας του πρέπει να ληφθούν μέτρα: δεν γίνεται να κυκλοφορούν ελεύθεροι οι άνθρωποι με τα πρόσωπά τους ανεξέλεγκτα, διαταράσσοντας τη χαρωπή ατμόσφαιρα της αγοράς.

Εδώ έγκειται η διορατικότητα τουVon Mayenburg: ότι συλλαμβάνει, δηλαδή, την ασχήμια όχι ως τροχοπέδη στις διαπροσωπικές σχέσεις ή ως ναρκισσιστικό καταποντισμό αλλά ως πρόβλημα οικονομικής φύσεως. Ο άσχημος δεν είναι ο απόβλητος του ερωτικού παιχνιδιού αλλά του καπιταλιστικού συστήματος. Η γυναίκα του τον αγαπά, ο διευθυντής του είναι αυτός που τον απορρίπτει, τον βάζει σε «σίγαση», τον κάνει να αισθάνεται ελαττωματικός και αναλώσιμος.Η ασχήμια είναι το απρόβλεπτο, το ανεξέλεγκτο, ο αστάθμητος παράγων που τείνει να αποσταθεροποιήσει τις συστοιχίες. Είναι το ανοίκειο, το άγνωστο, το αταξινόμητο, αυτό που δεν έχει ούτε προηγούμενο ούτε επόμενο: «Το ωραίο έχει μόνο έναν τύπο, το άσχημο έχει χίλιους», πρώτος το κατάλαβε ο Ουγκό. Και ίσως παραπάνω από χίλιους, θα προσθέταμε: το άσχημο είναι το ανεξάντλητο, το πραγματικά πρωτότυπο, αυτό που δεν μιμείται καμία εικόνα, κανένα πρότυπο, φέρει τη μοναδικότητά του ως ασίγαστη υπενθύμιση της διαφοράς, διεκδικεί το δικαίωμα σε αυτήν τη διαφορά, είναι η διαφορά, χωρίς την οποία θα πνιγόμασταν στην κυριαρχία του ίδιου, του ομοίου και των αδελφών τους.

Γι’ αυτό η ασχήμια πρέπει να πεθάνει. Πρέπει να εξαλείψουμε κάθε καρούμπαλο ή λακκούβα, να ξεριζώσουμε κάθε πλεονάζον αυτί, να αποψιλώσουμε κάθε δασύτριχη περιοχή, να αποξηράνουμε τους υπερενεργούς σιελογόνους, να επαναφέρουμε την αρμονία των χαρακτηριστικών, τη γαλαζοσύνη των ματιών, τη ροδαλότητα των παρειών, το στραφτάλισμα των δοντιών, όλα όσα συνθέτουν το επιθυμητό αποτέλεσμα, το ιδανικό πρόσωπο, αυτό που όχι μόνο δεν ενοχλεί κανέναν αλλά αντιθέτως κερδίζει τις εντυπώσεις, κερδίζει τον θαυμασμό, τα κερδίζει όλα, δεν κάνει τίποτε άλλο από το να κερδίζει.

«Ο καπιταλισμός κατάφερε πραγματικά να δημιουργήσει νέο πλούτο, επειδή τον ανακάλυψε εκεί όπου προηγουμένως δεν υπήρχε. Έτσι, με αυτό το σκεπτικό, δημιούργησε την ομορφιά, την υγεία ή τη νεότητα ως ιδιότητες που σε κατέχουν», γράφουν οι Tiqqun στη Θεωρία του Νεαρού Κοριτσιού (κυκλοφορεί σύντομα από τις εκδόσεις Σμίλη). Την εποχή της βιοπολιτικής, η ομορφιά, η υγεία, η νεότητα, είναι οι νέες ανταλλακτικές αξίες, είτε παράγουν πλούτο είτε μετατρέπονται σε κεφάλαιο: «Δεν θα θυσιάζατε τα πάντα για να του μοιάσετε;» ρωτάει το κοινό στη διάρκεια της διάλεξής του ο γιατρός που πραγματοποίησε την πλαστική επέμβαση στον Άσχημο.

Τι είναι αυτό με το οποίο όλοι θέλουμε να μοιάσουμε; Πώς εξηγείται αυτή η τόσο ισχυρή σαγήνη που ασκεί επάνω μας, ώστε θα καταβάλλαμε οποιοδήποτε τίμημα, κυριολεκτικό και μεταφορικό, προκειμένου να το αποκτήσουμε;

Ο Von Mayenburg σχεδιάζει έναν κόσμο εφιαλτικό, όπου η εξάλειψη της ασχήμιας, η εξαφάνιση του «άλλου» (του «άλλου» που θεωρούμε ως «άσχημο» εαυτό μας) γεννά έναν κόσμο από κλώνους, παραδομένους στην άμεση ικανοποίηση των ορέξεών τους, ανθρώπους-μαριονέτες, σώματα-κουφάρια που κυνηγούν αντανακλάσεις και εικόνες ανούσιας τελειότητας, αποκομμένα από κάθε εσωτερικότητα, δυστυχή και αποξενωμένα.

Και είναι, συνεπώς, απολύτως ταιριαστό το ότι ο Άσχημος ενσαρκώνεται ως φάρσα, ως ένα θεατρικό είδος, δηλαδή, όπου το σώμα καλείται να λειτουργήσει σε επίπεδο σχεδόν «απάνθρωπο» και μηχανικό (με τη μπερξονική έννοια του «Γέλιου»)· στη φάρσα, τα σώματα των ηθοποιών καλούνται να εμπλακούν σε ατέρμονους στροβιλισμούς, σε εξωφρενικές στάσεις, συσπάσεις και καταστάσεις που φαντάζουν ανέφικτες για όλους εμάς, τους κοινούς θνητούς.

Γι’ αυτό και δεν μπορεί κανείς παρά να θαυμάσει τους ηθοποιούς της παράστασης (Ορφέας Αυγουστίδης, Γιάννης Κλίνης, Μαίρη Μηνά, Ηλίας Μουλάς) που σκηνοθέτησε ο Γιώργος Κουτλής, έτσι όπως εκσφενδονίζονται σαν λαστιχένιοι στον ίλιγγο των συμπτώσεων, ακροβατώντας χαρίεντες επάνω στην κόψη των δευτερολέπτων και των αναπνοών, με τόση άνεση λες και πρόκειται για κάτι απολύτως φυσικό και αυτονόητο. Χάρη στην προθυμία, την ευελιξία και την αφοσίωσή τους, μια παράλληλη, μαγική διάσταση εμφανίζεται ενώπιόν μας, μέσα στην οποία, έστω για λίγη ώρα, καθίσταται δυνατό να εξερευνήσουμε αυτή την άγνωστη πτυχή που λαθροβιοί εντός μας: τι θα μπορούσαμε να κάνουμε, εάν…

Αμείωτη ταχύτητα, φρενήρης και δαιμόνιος ρυθμός, αβίαστες μεταμορφώσεις και αλλαγές σκηνών (όπως υποδεικνύει η ίδια η φύση του κειμένου), άψογα εκτελεσμένες με τα πιο λιτά μέσα, ένα κυλιόμενο τραπέζι που μετατρέπεται εν ριπή οφθαλμού σε γραφείο, χειρουργική επιφάνεια ή κρεβάτι, λίγα ενδυματολογικά αξεσουάρ, μια περούκα, μια ρόμπα, ένα μπλέιζερ, μια μπανάνα, μια ιατρική στολή (εύστοχες και γλαφυρές οι επιλογές της Ιωάννας Τσάμη) και, φυσικά, η εμπνευσμένη κινησιολογική καθοδήγηση των ηθοποιών (Χαρά Κότσαλη) συνθέτουν ένα αξιοθαύμαστο ως προς την αρτιότητα της εκτέλεσής του θέαμα που παρασύρει απολαυστικά τους θεατές στο ανάλαφρο, καλπάζον σύμπαν του.

Άκρως γοητευτικό, επίσης, το «χειρουργικό» γαλαζοπράσινο σκηνικό του Κωνσταντίνου Σκουρλέτη, που συμπτύσσει τις έννοιες του χειρουργείου, του γραφείου και της κρεβατοκάμαρας, όλα τα μέρη όπου τεμαχίζονται το σώμα και η επιθυμία μας.

Κι όμως, κάτι λείπει από το σύνολο αυτό, το οποίο παραμένει, εν πολλοίς, εγκλωβισμένο στην «ομορφιά» του. Όσο κι αν την αναμένουμε, η τραγική διάσταση –η αίσθηση ότι πίσω από αυτήν τη διασκεδαστική επιφάνεια κρύβεται το ύψιστο διακύβευμα της βιοπολιτικής, το παρόν και το μέλλον των σωμάτων μας, που έχουν γίνει «κιμάς» στην αγωνιώδη προσπάθεια να συμμορφωθούν με τις κυρίαρχες αναπαραστάσεις και τις απαιτήσεις της «κοινωνίας του θεάματος»– δεν αποκαλύπτεται ποτέ.

Ο Ορφέας Αυγουστίδης αποδεικνύεται μια εξαιρετική επιλογή: αναδεικνύει όλη τη σχετικότητα και την πλασματικότητα του σημαίνοντος «άσχημος» (εφόσον πολύ δύσκολα μπορεί να τον χαρακτηρίσει κανείς έτσι), χωρίς ποτέ να συμπεριφέρεται ως τέτοιος, αλλά φέροντας διαρκώς τις προβολές και τις προσδοκίες των άλλων στο πρόσωπό του, σαν μια αδιόρατη, όσο και εύθραυστη, μάσκα.

Στον μονόλογο του τέλους, εκεί όπου ο ήρωας συνειδητοποιεί, απευθυνόμενος στον «διπλό», πλασματικό εαυτό του, ότι «στην πραγματικότητα δεν υπάρχετε καθόλου», ο ηθοποιός καταφέρνει στιγμιαία να ανοίξει μια μικρή χαραμάδα προς την άβυσσο της απελπισίας που χάσκει εντός του, τώρα που απώλεσε και την τελευταία υποψία οικειότητας με το είναι του, τώρα που η δυσαρμονία ψυχής και σώματος έφτασε στην αβάσταχτη, καταστροφική αποκορύφωσή της. Διαγράφεται, όμως, πολύ μικρή η χαραμάδα αυτή και, ως εκ τούτου, η βαρύτητα του νοήματος, η σφοδρότητα των συνεπειών, μένουν ανυλοποίητες, δεν εγγράφονται στον ψυχισμό του θεατή. Η παράσταση, τελικά, αδυνατεί να εκθέσει το πλέγμα των βαθύτερων δυνάμεων που κατεργάζονται την υποταγή μας: μετατρέπει την κούρσα επιβίωσης του σύγχρονου ανθρώπου σε σπινθηροβόλο, ενίοτε γκροτέσκο, θέαμα, το οποίο δεν ξεπερνάει ποτέ τα όρια της αντοχής μας – αντιθέτως, μας οδηγεί μέχρι εκεί όπου επιβεβαιώνουμε χαριτωμένα όσα ήδη γνωρίζουμε, με άλλα λόγια, μέχρι εκεί όπου αισθανόμαστε ασφαλείς και αντέχουμε.

Λουίζα Αρκουμανέα  LIFO.GR

Νέο Θέατρο “Κατερίνα Βασιλάκου” Πλαταιών & Προφήτη Δανιήλ 3, Κεραμεικός