O Μανουέλ ντε Φάλια υ Ματέου 23 Νοεμβρίου 1876 – 14 Νοεμβρίου 1946 ήταν Ισπανός συνθέτης και πιανίστας. Θεωρείται εκ των σπουδαιότερων Ισπανών συνθετών, παρότι το πλήθος των συνθέσεών του δεν ήταν μεγάλο.
Στο συνθετικό του έργο ο ντε Φάλια ενσωμάτωσε στοιχεία από την ισπανική εκκλησιαστική μουσική του 16ου αιώνα, την παραδοσιακή μουσική της Ισπανίας, και τη θαρθουέλα.

Το 1905, ο συνθέτης βραβεύτηκε για την ερμηνεία του στο πιάνο, λαμβάνοντας ένα, ακόμα, βραβείο για την όπερά του «Η σύντομη ζωή» (La vida breve), που ανέβηκε για πρώτη φορά στη Νίκαια της Γαλλίας το 1913. Δύο έτη αργότερα, το 1907, μετέβη στο Παρίσι όπου γνώρισε τους συναδέλφους του Κλωντ Ντεμπυσί, τον Πωλ Ντυκά και τον Μωρίς Ραβέλ· οι προτάσεις του Ραβέλ αναφορικά με την ενορχήστρωση επηρέασαν το συνθετικό έργο του ντε Φάγια. Εκείνη την περίοδο, ο συνθέτης εξέδωσε τα πρώτα τραγούδια για πιάνο και φωνή.

Επέστρεψε στη Μαδρίτη το 1914 και συνέθεσε το μπαλέτο «Ο Μάγος Έρωτας» (El amor brujo) έναν χρόνο αργότερα, ενσωματώνοντας σε αυτό στοιχεία της παραδοσιακής μουσικής της Ανδαλουσίας. Στο ίδιο συνθετικό κλίμα, το 1916 δημιούργησε τη σουίτα για πιάνο και ορχήστρα «Νύχτες στους κήπους της Ισπανίας» (Noches en los jardines de España). Τo 1916-1917 συνέθεσε το μουσικό θεατρικό «Ο Κυβερνήτης και η Μυλωνού» (El corregidor y la molinera),το οποίο μετέτρεψε σε μπαλέτο υπό τον τίτλο «Το Τρίκωχο Καπέλο» (El sombrero de tres picos) το 1919. Με τα έργα αυτά, ο ντε Φάγια εντάχθηκε στους κορυφαίους συνθέτες της Ισπανίας.

Στη συνέχεια, ο συνθέτης εγκαταστάθηκε στη Γρανάδα, όπου το 1922 διοργάνωσε ένα φεστιβάλ ανδαλουσιανού τσιγγάνικου τραγουδιού (cante jondo). Ένα έτος αργότερα, το 1923, ολοκλήρωσε τη σύνθεση της όπερας κουκλοθεάτρου «Το κουκλοθέατρο του Μαστρο-Πέδρο» (El retablo de Maese Pedro). Σε αυτό το έργο, αλλά και στο μεταγενέστερο «Κοντσέρτο για Τσέμπαλο» (1926), στο συνθετικό ύφος του ντε Φάγια απηχείται εκείνο του Ίγκορ Στραβίνσκι.

Από το 1926 κι έπειτα η συνθετική του παραγωγή ήταν περιορισμένη. Κατά τα έτη που ακολούθησαν, πέρασε μεγάλα διαστήματα στο νησί της Μαγιόρκας και το 1939 μετανάστευσε στην Αργεντινή. Πέθανε εκεί το 1946, από έμφραγμα του μυοκαρδίου που υπέστη κατά τη διάρκεια του ύπνου.