Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης – (1851-1911)
Νεκρολογίες αφιερώματα που δημοσιεύθηκαν στον Τύπο της εποχής για τον θάνατό του.
Επιμέλεια: Χριστίνα Ν. Φίλιππα
Σήμερα, 113 χρόνια από το θάνατό του, το έργο του πλέον έχει εκδοθεί και για την ζωή του πολλά έχουν γραφτεί.
Το άρθρο αυτό δεν φιλοδοξεί να κάνει μία ανάλυση του έργου του, ούτε να καταθέσει ένα ακόμα βιογραφικό σημείωμα.
Θα τιμήσουμε την ιερή μνήμη του με αφιερώματα- νεκρολογίες που γράφτηκαν από δημοσιογράφους-λογίους στις εφημερίδες της εποχής όταν ανακοινώθηκε ο θάνατος του «παράξενου Αναχωρητή της Σκιάθου» όπως τον αποκάλεσε ο φίλος του Παύλος Νιρβάνας και του «Αγνώστου γίγαντα της τέχνης» όπως έγραψε στην εφημ. Καιροί, ο Χαρ. Δ. Παπαντωνίου, δημοσιογράφος και αδελφός μεγαλύτερος του Ζαχ. Παπαντωνίου.
Παύλος Νιρβάνας, εφημ Αθήναι, «Πρόσωπα και Πράγματα», τίτλος: «Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης» 6.1.1911, σ.1
Ο Παύλος Νιρβάνας συνδεόταν με μεγάλη φιλία με τον Παπαδιαμάντη και είναι εκείνος που έχει τραβήξει την θρυλική φωτογραφία του Παπαδιαμάντη στο καφενεδάκι της Δεξαμενής, για την οποία πάσχισε να τον πείσει να φωτογραφηθεί.
Στο Αποχαιρετιστήριο επικήδειο λόγο, αποσπάσματα του οποίου παραθέτουμε, διαβάζουμε την τελευταία συνομιλία τους πριν ο Παπαδιαμάντης αναχωρήσει για το «μεγάλο ταξίδι» στο νησί του.
«Ο μέγας συγγραφεύς της Ελληνικής γης-και κανείς άλλος δεν δικαιούται περισσότερο του τίτλου αυτό- έκλεισε λοιπόν τα μάτια εκεί όπου ονειρεύτηκε να αποθάνει.
Τα πλήθη δεν εθορύθησαν γύρω από το θάνατό του και μόνον κάποια ερημική γλυκόλαλη καμπάνα εθρήνησε, εις τον μοσχοβολισμένο αέρα του νησιού δια τον χαμό του. Τελευταία φορά που είδα τον Παπαδιαμάντη ήταν εις το μακρυνόν καφενεδάκι της Δεξαμενής όπου επήγαμε να τον πείσουμε να υποβληθεί εις κάποια συστηματική θεραπεία. Τον συμβουλέψαμε να εισαχθεί εις ειδική κλινική στην Αθήνα όπου θα είχε τακτική επίβλεψη και θεραπεία δια μίαν «νευρικήν διατάραξιν» η οποία τον εβασάνιζε τελευταίως. Εκείνος ήταν ανένδοτος. Η θερμή του στοργή προς μία οικογένεια βασανισμένη, όσον και αυτός, τον έσπρωχνε προς το πατρικό του σπίτι. Ητο νοσταλγός αυτή τη στιγμή διπλασίως άρρωστος από την νοσταλγία του, και το περίτρομον βλέμμα του, βλέμμα ανθρώπου κααδιωκόμενου ή κινδυνεύοντος, εξέφραζε μία ικεσία. «Να πάω στην πατρίδα, εκεί θα γίνω καλά». Το «καλά» αυτό ελέχθη με την μελαγχολική και σβησμένη φωνή με την οποία μιλούσε για τον θάνατο. Είχε το ύφος φοβισμένου και κυνηγημένου ανθρώπου. Επέμενε ότι μόνο κοντά στους δικούς του ανθρώπους θα γιάνει. Υποχρεώθηκα να τον πείσω εγώ ότι ειδικώς για την περίπτωσιν αυτή δεν θα τον οφελούσε τίποτα το ταξίδι αυτό. Ισως μάλιστα θα του απέβαινε ολέθριον. Εμάντευε το νόημα των λόγων μου και εχαμογέλασε ειρωνικά.
-Εννοια σου! Θα πάω να κοιτάξω την υγεία μου. Μη φοβάσαι!
Είχα τη σκληρότητα να επιμείνω. Του υπενθύμισα ότι το Σκιαθίτικο κρασί ήταν μεγάλος πειρασμός. Του ομιλούσα με το θάρρος μισοπατριώτου, γνωρίζοντας τους πειρασμούς του νησιού.
-Θα τον νικήσω! Μου είπε με πεποίθηση.
-Αφησε να γιατρευτείς πρώτα και έπειτα… του ξαναείπα.
Αρχισε να μου διηγείται την οικογενειακή του ιστορία, μίαν θλιβερά, σπαρακτική ιστορία. Ενας αδελφός που πέθανε τρελός και αφήκε παιδιά απροστάτευτα, δύο αδελφές βασανισμένες που επερίμεναν απ αυτόν, μοναχόν τους προστάτη εις τον κόσμο. Ένα σπίτι πλακωμένο από τον Χάρο και τη δυστυχία. Επροσπαθούσε να με συγκινήσει, όπως θα προσπαθούσε ένας κατάδικος να κάμψη την καρδιά του δήμιου του. Διότι μεγαλύτερη καταδίκη δεν θα ήτο γιαυτόν παρά να κλεισθεί εις ένα νοσοκομείο, μακριά από τους αγνούς του έρωτες και να σβήσει ίσως-το εφοβείτο και αυτό- μακριά από τα γαλανά περιγιάλια που τα εδόξασε με την μεγάλη του αγάπη η οποία έγινε η μεγάλη του τέχνη.
Έσφιγγα την ψυχήν μου δια να αντισταθώ ακόμα. Είχα την σκληρότητα να επιμείνω. Επιτέλους πήρε εκείνος το θάρρος τελειωτικής αποφάσεως και μου είπε, γράφει ο Νιρβάνας.
-«Όχι σε κλινική, Όχι! Οι γιατροί είναι ψυχροί άνθρωποι και οι νοσοκόμοι…είρωνες. Δεν θέλω να πάω»! (Ηταν αμετάπειστος και φοβισμένος μαζί).
Δια ποίαν ειρωνία ομιλούσε τάχα;; Και ένας γίγας αυτός εφοβείτο την ειρωνεία των μικρών ταπεινών ανθρώπων;(…)
Το έργο του μεγάλου συγγραφέως της ελληνικής γης, επισημαίνει ο Νιρβάνας, ένα έργο μνημειώδες, σκορπισμένον εις τους τέσσερις ανέμους περιμένει τα ευλαβή χέρια που θα το συλλέξουν, πλούσιον καρπόν εις καιρό σιτοδείας, και θα το παραδώσουν εις τους μεταγενέστερους, τίτλο και τιμή μιάς εποχής και μιάς γενιάς. Το έργο αυτό δεν έδωκε τίποτα στο δημιουργό του. Δεν του έδωκε ούτε τον αρτον του. Αυτόν τον εκέρδισε προσφέρων όχι ό,τι είχε τιμιότερον και σπανιότερον μέσα μου, αλλ΄ ό,τι είχε κοινό προς χίλιους ίσως άλλους χειρωνάκτας του είδους. Ο φέρων χρυσόν και πολυτίμους λίθους εις ένα λαό αγρίων, κινδυνεύει να πεθάνει από την πείνα. Ο Παπαδιαμάντης δεν είχε την πρόνοια αυτή. Ο χρυσός του δεν είχε καμία πέραση εις τον τόπον όπου τον έριψε η μοίρα».
Και καταλήγει ο Νιρβάνας:
«Τώρα επάνω από τον τάφο του εξύπνησε με αιφνίδιον τίναγμα ο ενθουσιασμός και το ενδιαφέρον. Ημπορούσαν να λείψουν κι αυτά προ πάντων ημπορούσε να λείψη η κριτική. Από το έργο των μεγάλων η κριτική έχει μόνον να διδαχθή, όχι να μετρήσει τι έλειψε και τι επερίσευσεν. Οι μεγάλοι καλλιτέχναι μας κατακτούν όπως αι γυναίκες. Η είμεθα ερωτευμένοι με αυτούς ή δεν είμεθα. Και όταν είναι κανείς ερωτευμένος βλέπει μόνον ωραιότητας και μόνον αρετάς και δεν επιιθυμεί άλλο τι από το αντικείμενο του έρωτός του, παρ ότι είναι και τίποτε περισσότερον, τίποτα λιγότερον. Ολίγαι γυναίκες και ολίγοι συγγραφείς έχουν το προνόμιον να εμπνέουν τους μεγάλους έρωτας. Μεταξύ των τελευταίων ήταν αναμφιβόλως ο παράδοξος αναχωρητής της Σκιάθου του οποίου τον θάνατον κλαίει σήμερον με τον προσφιλέστερον εις την ψυχήν του θρήνον, μία ερημική καμπάνα του ωραίου αλίβρεκτου νησιού. Από τους λόγγους του και τους αιγιαλούς του ανέστησεν ο τεχνίτης ένα κόσμο αρμονικόν και μεγάλον. Ανάμεσά του κοιμάται στεφανωμένος τον αιώνιον ύπνον» .
Παύλος Νιρβάνας.
Ζαχαρίας Παπαντωνίου, εφημ. Εμπρός «Από Ημέρας εις Ημέραν», τίτλος «Α. Παπαδιαμάντης» 5.1.1911, σ.1-2
«Η ανυπαρξία του βιβλίου εις την Ελλάδα ποτέ δεν υπήρξε αλγεινοτέρα όσον την στιγμήν αυτήν όπου εκοιμήθη ο Παπαδιαμάντης. Φαντασθείτε ότι μας έλειψεν ένας μεγάλος συγγραφέας και δεν ξεύρομεν τι έγραψε! Πού να το μάθουμε; Βιβλίον του δεν υπάρχει. Πρέπει να κυνηγήσωμεν εις το μνημονικόν μας τα διηγήματά του, καθώς περνούσαν αραιότατα, κατά καιρούς, το ένα δια να σβήσει το άλλο. Αλλά η μνήμη είναι αρχείον φαγωμένον από την σκόνην και την πολυκαιρίαν. Εχρειάζετο ένα βιβλίο. Η Ελλάς, η οποία το αρνήθηκε, ευρίσκεται σήμερα εις την κωμική θέση να μην ηξεύρει ποιος ήτο ο αντιπρόσωπος της που την ετιμώρησε δια τόσον αθορύβου θανάτου εις μίαν ακτήν σπεύσας να ταφεί πριν μάθουν τον θάνατό του, να αποθάνει πρι του στείλουν το παράσημο και να αποσυρθεί της ζωής, πριν αποθάνει.
Βιβλιοθήκη Μαρασλή-μία μάταιη αναμονή έκδοσης των έργων του.*
«Το γεγονός είναι μοναδικόν εις τα χρονικά του κόσμου. Δεν εξετάζω κατά πόσον είναι αίσχος δια την βιβλιοθήκη Μαρασλή, την λείαν αυτών των βουλιμιών των λύκων, επειδή άλλοτε που έκαμα υπαινιγμόν περί της τύφλας εκείνης, ο Παπαδιαμάντης με μάλωσε. Ούτε ομιλώ δια την κοινωνία, ούτε δια την Πολιτεία. Λέγω μόνον ότι μας αρμόζει ένα μειδίαμα και δύο λέξεις Doux pays.(…)
Κάποτε μου είπε περι του εαυτού του ένα χαρακτηρισμόν τον οποίο παραθέτω εδώ: «Είμαι χριστιανός ορθόδοξος επικούρειος». Αληθώς έπρεπε να είναι επικούρειος, σημειώνει ο Ζ. Παπαντωνίου, για να αγαπήσει αγαθώς και να παρουσιάσει γελαστότατα και με ελαφρότητα ακουαρέλλας τους θαυμάσιους εκείνους τύπους της Ελλάδας οι οποίοι παραβαίνουν μεν τις δέκα εντολές του Μωϋσή, τα σεβαστάς εις τον Παπαδιαμάντη, αλλά παρουσιάζουν τόσον περίεργον ιδική των ηθικήν ώστε ένα συγγραφέας παραβλέπων αυτούς θα έκλειε τους οφθαλμούς του εις το θέατρο του κόσμου.
Υπήρξε η έκφραση του ελληνικού ζην.
Ο δε Παπαδιαμάντης, μας λέγει ο Ζ. Παπαντωνίου, δεν ήταν φυλακισμένος, έβλεπε όλο τον κόσμο. (…) Εζησε κατά τρόπον ώστε να ξεύρει την Ελληνική ζωήν με τελειότητα που προκαλεί ρίγος.(…). Υπήρξεν η έκφραση του ελληνικού ζην. Δεν λέγω της Ελληνικής ψυχής, διότι τούτο είναι αόριστος όρος. Εγνώρισε το βαθύτερο υλικό της πατρίδος του και με ένα βλέμμα εις τα πλέον κοιμώμενα καφενεία πενταλέπτων ποτών, έκαμε πράγματα αιώνια, χωρίς να ιδρώσει, με μία μαγική αταξία και ελευθερία κινήσεων, όπως χωρίς περιγραφικήν προσπάθειαν μας έδωσε και αμώμους εικόνας της πλάσεως, αληθώς υπερλάμπρους και πρωτοπλάστους ωσάν την πρωτονυχτιά του Σολωμού.
Υπήρξε αγνότατος ποιητής όπως και ψημένος εις την ζωήν σοφός. Η δε συντηριτικότης του, η αντιδραστικότης του, η θρησκοπάθειά του, συνέπεσαν με τον γενικό μας τρόπον του ζην και έδωσαν αφορμή να γράψει την πλέον αληθινή ιστορία της λυπομανούς παραδόσεως εις την οποία ακόμη ζούμε, ελλιπώς ίσως δια την ζωή, αλλά ωραίοι δια την τέχνη.
Τέλος, υπήρξε τόσο μεγάλος, ώστε το ήξευρε και ο ίδιος. Επρόκειτο μίαν ημέρα δια κάποιον από τους μεγαλύτερους συγγραφείς του κόσμου όταν μας είπε:
-Αυτόν τον ομολογώ ανώτερόν μου.
Ζ. Παπαντωνίου
*Σημ: για το θέμα της αδιαφορίας εκδόσεως των έργων του Παπαδιαμάντη από την βιβλιοθήκη Μαρασλή στηλιτεύει στην εφημερίδα Αρμονία, στις 17-3 1908 και ο Ιω. Κονδυλάκης με αφορμή βράβευση του Παπαδιαμάντη στον «Παρνασσό». (βλ. Φωτο)
Χαρ. Δημ. Παπαντωνίου, εφημ. Καιροί «Από τους αγνώστους γίγαντας της τέχνης. Το Διηγηματογραφικόν έργον του Παπαδιαμάντη».
5 Ιανουαρίου 1911, σ. 1-2
«Αυτό το επίγραμμα πρέπει να καλύψει την πλάκα του τάφου του Παπαδιαμάντη.(…)
Ο Παπαδιαμάντης εν τούτοις δεν δύναται να κριθεί από τους συγχρόνους του. Είναι τόσο πολύ υπεράνω και πέραν αυτών, ώστε μόνον μία αναίσθητος γενεά ως η παρούσα ήδύνατο να παρέλθη τυφλή προ της μεγάλης και μοναδικής εμφανίσεώς του. Μόνο γενεά ευτελής και μικρά ηδύνατο να μη αναγνωρίσει και να μην το διακηρύξει εγκαυχωμένη ότι περιέκλεισεν εις τους κόλπους της ένα από τους μεγαλύτερους διηγηματογράφους του κόσμου. Διότι ο Παπαδιαμάντης είναι γίγας εις το ύφος, θείος εις την έμπνευση, γόης εις το συναίσθημα, ευγενεστάτη αντίληψη, υψηλή διατύπωση κλασσικής γραφικότητος και διαύγειας εις τις περιγραφές, μάγος εις την χρήση της γλώσσας, τη αβιάστου, της απλής, της μεθυστικής…
Μετά τον Ομηρο και τα δημοτικά άσματα, ο μόνος αναπαραστήσας με τεχνική τελειότητα τύπους και χαρακτήρες του Ελληνικού κόσμου, της ελληνικής φύσης.
Ο Παπαδιαμάντης είναι ο κατ εξοχήν ψυχογράφος, ο κατ εξοχήν συναισθηματογράφος, αισθητικός της καρδιάς, ο αισθητικός του πόνου και των υψηλών περιπετειών της ανθρώπινης τραγωδίας. Τα διηγήματά του Παπαδιαμάντη δεν είναι μόνον αριστουργήματα ύφους, περιγραφής, ηθογραφίας, γλωσσικής διατυπώσεως και γραφικών χρωματισμών (…)
Και ο Χαρ. Δημ. Παπαντωνίου θα γράψει «Τούτο μόνο λέγομεν. Ότι ο Παπαδιαμάντης είναι τόσον Ελλην εις την νόησιν και την γνώσιν όσον και εις την αίσθησιν του θαυμασίου αυτού εξωτερικού φαινομένου, το οποίον καλούμεν κόσμον, και όστις δια πάσαν ισόρροπον και ατίαν του εντός ημών πολυκυμάντου αινίγματος. Και τοιούτους Ελληνας ή Ελληνικούς συγγραφείς δεν αναγνωρίζομεν άλλους από τον Σολωμό και τον Παπαδιαμάντην ως πρότυπα και υποδείγματα έστω αλλά αληθινά και γνήσια τοιαύτα»**
Χαρ(ίλαος) Δημ. Παπαντωνίου (1867-1932) μεγαλύτερος κατά δέκα χρόνια αδελφός του Ζαχαρία Παπαντωνίου. Ηταν δημοσιογράφος, πνευματικός άνθρωπος, καφενόβιος, τεχνοκρίτης.
**Σημ: Εκείνο που αρκετά χρόνια αργότερα λίγο διαφορετικά ειπώθηκε από τον Οδ. Ελύτη: «Οπου και να σας βρίσκει το κακό, αδερφοί, όπου και να θολώνει ο νους σας, μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη».
Ο Παπαδιαμάντης πέθανε από πνευμονία στις 3 Ιανουαρίου 1911 στη Σκιάθο και η κηδεία του έγινε την ίδια μέρα.
Το 1925 στήθηκε ἡ προτομή του στη Σκιάθο έργο του Θ. Θωμόπουλου, από το πρόπλασμα προτομής που έκανε ο Θωμόπουλος εκ του φυσικού το 1908. Στη βάση της σκάλισαν τους στίχους από το «Μοιρολόγι της Φώκιας»:«(…) Σα νάχαν ποτέ τελειωμό/ τα πάθη κι οι καϋμοί του κόσμου. Η ανάγλυφη προτομή του που είναι εντοιχισμένη στη πλατεία Δεξαμενής το 1965 είναι απ το ίδιο πρότυπο πρόπλασμα”.