Μετά από 37 χρόνια, μεταφράζει πάλι, εκ νέου, το μυθιστόρημα του Τζ. Ντ. Σάλιντζερ «Στη σίκαλη, στα στάχια, ο πιάστης», παλιότερα γνωστό ως «Ο φύλακας στη σίκαλη», τίτλος της ιδίας, επίσης, τον οποίο, στη νέα του εκδοχή, ανασκεύασε. Σήμερα, η καταξιωμένη και άοκνη μεταφράστρια, δουλειές της οποίας είχαμε την τύχη να απολαύσουμε στις παραστάσεις του φίλου της Λευτέρη Βογιατζή, αυτοσυστήνεται μέσα από ένα παιχνίδι αυθόρμητων συνειρμών.
Αλητείες: «Πού τέτοια τύχη! Βουτυρόπαιδο ήμουνα από μικρή. Κάτι ανάλογο, όπως κι αν το λένε, έμεινα μέχρι και σ’ αυτή την ηλικία. (Όμως, το πιο Άλφα απ’ όλα τα Άλφα μου, είναι η εγγονή μου: η Αλίνα.)».
Βραχνάς: «Τρομερός (σαν τον πίνακα του Fuseli). Με όλα του τα ονόματα. Λέω για τον Δαίμονα του Ύπνου, που κάθεται στο στήθος του κοιμισμένου και τον πνίγει. Μ’ ένα άλλο όνομά του, λίγο πιο επίσημο, τον είχα βάλει κάποτε και σ’ ένα ποίημα, που τελείωνε: «Αθώα κοιμωμένη και μονακριβή, δράκος του ύπνου, ο Πνιγαλίων προλαβαίνει, πριν πικρανθεί το χείλι από φιλί– Και πια σιωπή— Στα στυγερά της όνειρα τον ονειρεύει». Το αγαπάω ακόμα αυτό το εκδικητικό ποίημα: η κοιμωμένη, σύμφωνοι, νεκρή –αλλά ο δράκος φυλακισμένος στο όνειρό της».
Γεννήθηκα: «Ιωάννου Μεταξά 14, στου Ζωγράφου. Στάση Τσιτούρα. Δίπλα στην “Αίγλη”. Γεννήθηκα εκεί ακριβώς, στο σπίτι, τον Φεβρουάριο του 49. Η μαμά μου έφυγε από την Κλινική του Γερουλάνου, ετοιμόγεννη, και με το παιδί –εμένα— γυρισμένο ανάποδα, και πήγε να γεννήσει σπίτι, ήταν Εμφύλιος, ήθελε να ’ναι μαζί με τους δικούς της, και είχε και τον αδερφό μου οχτώ χρονών. Την ξεγέννησε μια σοφή μαμή, που την έλεγαν Σταματούλα. Την είχα γνωρίσει μια φορά, στα δέκα μου. Μικρή-μικρή και ζαρωμένη ήταν, πολύ γριά, και τη φοβήθηκα. Στη γέννα, κόντεψα να σκοτώσω τη μαμά μου, που πήγαινε για παιδί-Υδροχόο, κι από τις μέρες και τις νύχτες που παλεύαμε, στο τέλος έβγαλε Ψαράκι (με όλους τους κρίσιμους πλανήτες του στον Υδροχόο). Βγήκα με τα πόδια, μισοπνιγμένη, ήμουνα τεράστια και μαύρη-μαύρη απ’ το μελάνιασμα, ενώ ο αδερφός μου (που είχε γεννηθεί κι αυτός στο ίδιο σπίτι, γιατί τη μέρα εκείνη του 41 έμπαιναν στην Αθήνα οι Γερμανοί) ήταν άσπρος και ξανθός και τριανταφυλλένιος. Την άκουγα χρόνια και χρόνια αυτή την ιστορία. Τι μαύρη που ήμουνα. Πώς έσκουζα. Πώς μ’ είχανε σχεδόν ξεχάσει, από την αγωνία τους για τη μαμά μου. Κι αργότερα, όταν με πειράζανε ότι «με πήρανε απ’ τους γύφτους», πότε γινόμουνα έξαλλη και πότε έκλαιγα. Ψέματα. Μάλλον έκλαιγα κατά κανόνα».
Δάνεια: «Είναι μια μεγαλειώδης εφεύρεση, που κρατάει το σύμπαν στη θέση του. Και απλή όμως: πώς και πού θα βρούμε καινούργια δανεικά για να ξεπληρώσουμε άλλα, παλιότερα δανεικά, και πάλι να χρωστάμε τα καινούργια δανεικά, που όλο και παλιώνουνε, και γι’ αυτό πρέπει να ξαναδανειστούμε καινούργια. Μετά από τόση πλύση εγκεφάλου τα τελευταία τέσσερα χρόνια, δεν μπορώ να σκεφτώ τη λέξη μεταφορικά».
Ελλάδα: «Δεν θα ’θελα να είμαι πουθενά αλλού –παρ’ όλα αυτά που μας συμβαίνουν. Δεν μπορώ ούτε να με φανταστώ πουθενά αλλού. Ωστόσο: με εξοργίζει αυτός ο εφιαλτικός Χρυσός Αιώνας που έχει ξημερώσει, και που σημαίνει μια απίστευτη λεηλασία της ζωής μας. Από τη μια οι “Αγορές Χρυσού”, τα ενεχυροδανειστήρια που ξεφυτρώνουνε πάνω στα ναυάγια των μαγαζιών. Κι από την άλλη η Χρυσή Αυγή. Όσο νομοτελειακό κι αν είναι αυτό που μας συμβαίνει, όσα λάθη και να κάναμε, δεν την αξίζαμε τέτοια τύχη. (Βλ. και λ. Ιστορία.)».
Ζορίζομαι: «Συχνά, με το παραμικρό. Αλλά προσπαθώ να μην το δείχνω. (Η ψωροπερηφάνια μου είναι κληρονομική.)».
Ζαριά: «Έχω μια (επίσης κληρονομική) απέχθεια για τα τυχερά παιχνίδια».
Ήρωες: «Είναι πολλοί, και είναι ανώνυμοι».
Θάνατος: «Δυο χρόνια πριν, θα έλεγα, “Ε, και;”. Τώρα πια λέω, “Αχ, να προφτάσω να δω την Αλίνα να μεγαλώνει λίγο ακόμα!”».
Θαύμα: «Πιστεύω στα θαύματα».
Ιστορία: «Μια ξένη ιστοριούλα, που με κυνηγάει πάντα. Από το “Wizard of Id”, το κόμικ του λατρεμένου Johnny Hart. Ο κοντούλης τύραννος βασιλιάς είναι στο συνηθισμένο του ψηλό ψηλό μπαλκόνι για να βγάλει λόγο. Από κάτω ο λαός, κουρελής. “Μη λησμονείτε τον Χρυσό Κανόνα!” λέει από το μπαλκόνι ο βασιλιάς. Ένας από το πλήθος αναρωτιέται φωναχτά: “Τι θα πει αυτό;” Κι ένας άλλος απαντάει: “Θα πει πως, όποιος έχει το χρυσάφι, φτιάχνει και τους κανόνες”. Αυτό το διάβασα στα είκοσί μου, το εμπέδωσα, και το ξαναθυμάμαι κάθε που βλέπω στην τηλεόραση την κυρία Μέρκελ. Δεν φόρεσα ποτέ χρυσαφικά».
Καθρέφτης: «“… ένας κυρτός καθρέφτης. Μικρός, με μια ωραία θήκη. Σαν πουδριέρα. Κι όμως μπορούσε να χωρέσει ολόκληρα ποτάμια, δέντρα. Με κάτι τέτοιους μυστικούς καθρέφτες έφτιαχναν τα στοιχειωμένα τους τοπία οι αγαπημένοι μου ζωγράφοι. Άφηναν τον καθρέφτη τους ν’ αποφασίσει την προοπτική. […] Κι ο οψιδιανός του αγαπημένου μου αλχημιστή. Και πώς τον γέμιζε φτερά και λόγια αγγέλων. Ο κλαυδιανός, που ήταν για να σκοτεινιάζει τα τοπία. Μυστήρια φώτα που τους άναβε στο βάθος βάθος τους. Κι άλλοι. Χρωματιστοί καθρέφτες. Και ο μαγικός. Μέσα του έβλεπες ‘φοσάτα και άλογα, και άρματα και κάστρη’. Ήταν κατάμαυρος αυτός. Μια μαύρη τρύπα σ’ έναν τοίχο”.
(Είναι από κάτι που είχα γράψει πιο παλιά, γι’ αλλού, με άλλη αφορμή. Αυτό το copy-paste ήθελε να πει ότι δεν έχει τίποτα απλό ούτε αθώο ένας καθρέφτης.)».
Λευτέρης Βογιατζής: «Το φιλαράκι μου. Τόσα καλοκαίρια ήθελε να με πάρει στην Άνδρο, να λέμε χαζομάρες, να γελάμε, μακάρι και να γράψουμε μαζί –έλεγε—μια επιθεώρηση. Ακόμα του τα χρωστάω, όλα τα καλοκαίρια που ήθελε, και δεν κατάφερα να πάω. Επιθεώρηση όμως –και πολλά άλλα— δεν ξέρω να γράφω».
Μητρότητα: «Ό,τι πιο σπουδαίο μού δόθηκε στη ζωή μου».
Ντροπή: «Είναι περίεργο, αλλά τη νιώθω πάντα για λογαριασμό μου, σαν να φταίω εγώ, κάθε μα κάθε φορά που θα ’πρεπε να πω “σα δε ντρέπονται” ή “σα δε ντρέπεται”. Μάλλον πρέπει να το κοιτάξω αυτό».
Νισάφι: «Συνηθίζω πιο πολύ το συνώνυμο “Έλεος!” (Είναι πολύ πιο έντονα τα “ε” του, πιο ικετευτικό το λάμδα του.) Μια φορά το είπα σ’ έναν ντιλιβερά με μηχανάκι, που κόντεψε να με πατήσει πάνω σε πεζόδρομο, και παρεξηγήθηκε και μου είπε, “Ε, όχι και έλεος!” και με κοίταξε πολύ άγρια. Την άλλη φορά θα δοκιμάσω το “νισάφι”».
Ξεμένω: «Ζω πια σε μια γειτονιά γεμάτη περίπτερα. Κι ωστόσο όλο και φοβάμαι μην ξεμείνω από τσιγάρα».
Όνειρα: «Έχω καιρό να το δω αυτό. Πάντα, στα δύσκολα, τη γιαγιά μου, σ’ ένα φανταστικό σπίτι –καμία σχέση με το ένα και μοναδικό μας. Με λέει “κυρά μου” και διάφορα κεφαλλονίτικα, αγαπησιάρικα. Μου λέει να μπω και να τα πάρω όλα. Το σπίτι είναι δίπατο, τα “όλα” είναι στο απάνω πάτωμα. Πρέπει να πατάω προσεχτικά, τοίχο-τοίχο, γιατί το πάτωμα βουλιάζει και το σπίτι τρέμει. Τα πράγματα όμως στέκουνε μια χαρά. Έχει όμορφα πράγματα, ανώνυμα, και είναι σκιερό. Μυρίζει γαζία, όπως το σπίτι στου Ζωγράφου. Πατάω και δε φοβάμαι μην πέσω. Φοβάμαι μην πέσει το πάτωμα, μην πέσει το σπίτι. Μόνο το σπίτι προσέχω, με κάθε βήμα. “Πάρε” και “πάρε” λέει η γιαγιά μου, αλλά δεν παίρνω τίποτα, κι είναι σαν να τα παίρνω όλα. Ξυπνάω πάντα με μια γλύκα, κι είμαι τελείως παρηγορημένη απ’ τα δύσκολα που έλεγα: σαν μέσα σε αγκαλιά».
Παιδική ηλικία: «Γκρι και κόκκινη. Γκρι, γιατί ήταν η δεκαετία του ‘50. Τότε που όλα ήταν λίγα και άπιαστα. Κόκκινη, σαν ένα μπαλόνι, που τη φώτιζε ξαφνικά. Αν ήταν και μπαλόνι-πιγκουίνος, τόσο το καλύτερο. Όταν έσκαγε, γιατί πάντα έσκαγε πριν την ώρα του, είχες τα χαρτονένια παπουτσάκια του για να παίζεις».
Πολιτικοί: «Δεν τους καταλαβαίνω πάντα. Δε θα με καταλάβουνε ποτέ».
Ρίζες: «Το αίμα μου από τη μεριά της μάνας μου. Τα Δειλινάτα του παππού Βαγγέλη, τα Κουρκουμελάτα της γιαγιάς Ιφιγένειας, η Σκάλα και το Αργοστόλι της θείας Μαργιολένης».
Ρυτίδες: «Από φέτος πληρώνω μισό εισιτήριο στα λεωφορεία».
Σιωπώ: «Οταν βαριέμαι. Οταν είμαι κουρασμένη. Αλλά κυρίως όταν απελπίζομαι. Αυτό το τελευταίο είναι κουσούρι εκ γενετής».
Ταξίδι: «Από την Κυψέλη, στο κέντρο της γης: Αγίου Μάρκου, Αθηνάς, Ευριπίδου, Αιόλου. Όταν αφήνω τη δουλειά και πάω στο κέντρο για διάλειμμα, παίρνω κι ό,τι δουλεύω, μέσα σ’ ένα ντοσιέ. Δεν το ανοίγω ποτέ στο ταξίδι. Το θέλω όμως μαζί μου».
Τοίχος: «Τοίχος θα πει, για μένα, horror vacui. Τον έχω αυτό τον τρόμο. Του κενού (τοίχου). Σε όλους μου τους τοίχους ακουμπάνε έπιπλα και ράφια. Σε όλα τα κενά τους κρέμονται διάφορα. Εδώ και τέσσερα χρόνια, κατάφερα ν’ αφήσω άδεια την κρεβατοκάμαρά μου. Δεν έπαθα και τίποτα».
ΥΠ.ΠΟ.: «Δεν είχαμε σχέσεις ποτέ. Έτσι κι αλλιώς, δεν κάνουμε την ίδια δουλειά».
Φόβοι: «Έχω πολλούς. Δε θέλω να τους πω».
Χόλντεν Κώλφηλντ: «Πέρσι την άνοιξη, στο Πειραματικό Σχολείο των Αμπελοκήπων, μιλούσαμε με τα παιδιά για τον “Φύλακα στη σίκαλη” (όπως τον έλεγαν ακόμα τότε), και ρώτησα ένα κοριτσάκι: “Εσύ, γιατί τον αγαπάς τον Χόλντεν Κώλφηλντ;” Και το κοριτσάκι μού απάντησε: “Δεν τον αγαπάω. Θέλω να είμαι ο Χόλντεν Κώλφηλντ”».
Ψέματα: «Μεγάλωσα με ψέματα και μέσα σε ψέματα, αλλά δεν φταίγανε οι δικοί μου. Νομίζω πως τα ωραία ψέματα –για χάρη των παιδιών— ήτανε απαραίτητα εκείνα τα χρόνια. Αντί για “δεν”, όλο “θα”, κάποτε.
Εφηβη, άρχισα να λέω ψέματα κι εγώ, για ν’ αντέξω την αυστηρότητα του σπιτιού μου. Μεγάλη, το ’κοψα, γιατί είναι κουραστικό να κρατάς λογαριασμό, και βαρετό να επινοείς κοινοτοπίες. Στους άλλους, μ’ αρέσουν πολύ τα ευγενικά, τα κοινωνικά ψέματα –του τύπου: “Δεν θα μπορέσω, γιατί…”. Σιχαίνομαι όσο τίποτα τα ψέματα-υπερπαραγωγές, που υποτιμούν τη νοημοσύνη μου».
Ωρα να…: «… βάλουμε και λίγη μουσική. Όλα τα κομμάτια που διάλεξα, κομμάτια δικά μου περιγράφουν».
* «Στη σίκαλη, στα στάχια, ο πιάστης» του Τζ. Ντ. Σάλιντζερ, σε νέα μετάφραση της Τζένης Μαστοράκη (εκδ. Γράμματα, 2014).
Διαβάστε τη συνέντευξη, ακούγοντας πέντε αγαπημένα τραγούδια/ μουσικά κομμάτια της Τζένης Μαστοράκη:
– «Wild Thing», The Troggs
http://www.youtube.com/watch?v=Hce74cEAAaE
– «Bridge Over Troubled Water», Simon and Garfunkel
http://www.youtube.com/watch?v=GYKJuDxYr3I
– «La Gatta Cenerentola (R. De Simone)», Villanella di Cenerentola
http://www.youtube.com/watch?v=DD3jEU7O5as
– «Drifting Away», Faithless
http://www.youtube.com/watch?v=1dzCavIANkU
– «Wild Is The Wind», David Bowie