Η ποίηση της Παυλίνας Παμπούδη δεν βρίσκεται τόσο κοντά στα κεντρικά ρεύματα της γενιάς της, που δεν είναι άλλη από την πολυσυζητημένη γενιά του 1970. Όπως και σε παλαιότερες συλλογές της, το Άμμος και βότσαλα, εκδόσεις Ροές, έχει ελάχιστες κοινωνικοπολιτικές αναφορές, πλην αγγίζει κατά τόπους την Ιστορία ως τόπο διαδοχικών εκμαυλισμών και κατά συρροήν διαψεύσεων.
Παρόλα αυτά το βλέμμα της Παμπούδη παραμένει πρωτίστως αλλού – από τη μια πλευρά τα ποιήματά της μιλούν για τη μνήμη και για την παιδική ηλικία και από την άλλη διακατέχονται από το άγχος της ατομικής ύπαρξης: τη μόνιμη αν και σιωπηλή αναστάτωση απέναντι στο φάσμα του θανάτου, τον πανικό του διαρκούς στροβιλισμού μέσα σε χώρους (εσωτερικούς και εξωτερικούς) στερημένους από την οποιαδήποτε σημασία και την αίσθηση μιας αέναης επιστροφής σε κύκλους που έχουν ήδη επί ματαίω επαναληφθεί.
Πάλη με το άφατο:
Και πάλι, όμως, εκείνο που όντως διαφοροποιεί την Παμπούδη από τις βασικές συντεταγμένες της γενιάς της είναι η πάλη της γλώσσας με όσα δεν μπορούν να ειπωθούν και να διατυπωθούν (μιλώντας σχολαστικότερα θα έλεγα η πάλη με το άφατο) και η αδιάκοπη ανασκαφή του κόσμου ως αινιγματικού συνόλου: ως μιας επικράτειας κρυφών ή αδιάγνωστων νοημάτων, καθώς και εκκρεμών χειρονομιών και προβολών του παρόντος είτε στο άπειρο παρελθόν είτε στο επερχόμενο (πιο κοντινό ή πιο μακρινό) μέλλον, σε έναν άξονα ο οποίος στρέφεται δαιμονικά γύρω από το κενό:
Στέκομαι λίγο κι ως συνήθως, άκρη. |
Ω, από δω ψηλά |
Η άβυσσος του ουρανού |
Φαίνεται να ευρύνεται, τι θέα – μα |
Το βάθος της εικόνας πάντα αμαυρώνει |
Εκείνο το αμνοερίφιο |
Τοτέμ ή ζώο Ευαγγελικό |
Ασάλευτο απ’ του σφαγείου τον τρόμο |
Που το ‘χει μαρμαρώσει, το ‘χει μνημειώσει |
Πριν να γεννηθεί |
–Δομή: Χωρισμένα σε τρεις διακριτές ενότητες, τα ποιήματα της συλλογής επινοούν, από ενότητα σε ενότητα και από στίχο σε στίχο, τρόπους για να αποκωδικοποιήσουν τα μυστικά του κόσμου. Με τη διαφορά πως κάτι τέτοιο δεν καθίσταται ποτέ δυνατόν. Ακόμα κι αν τα ρήματα ανακαλύψουν εκ νέου τη χαμένη τους ενέργεια, ακόμα κι αν ο λυρικά κρυπτικός λόγος της Παμπούδη φωτίσει σκοτεινά τοπία, ακόμα κι αν το παράλογο και το παράδοξο αποκτήσουν λεκτικό σώμα, ακόμα κι αν το ιερό καταλήξει να εκκοσμικευτεί, ακόμα κι αν οι μύθοι πλησιάσουν τον αρχαϊκό χρόνο της γέννησής τους, η σφαίρα που περιβάλλει τον άνθρωπο από καταβολής του θα εξακολουθήσει να κινείται όχι τόσο χωρίς σκοπό (εξ ου και μυστηριακή) όσο χωρίς ταυτότητα και καθοδηγητικό νήμα.Ιστορία και σαγήνη: Δεν πρόκειται για τυφλό σημείο ή για αδιέξοδο, αλλά για τις μεθόδους εξόρυξης τις οποίες εφαρμόζει η Παμπούδη. Την ώρα που ανεβάζει στην επιφάνεια τα καυτά υλικά της Ιστορίας, για να μας υποβάλει εκ παραλλήλου στη σαγήνη της άγνωστης παγωνιάς του κόσμου, οι λέξεις, οι φράσεις και εντέλει τα ίδια τα ποιήματά της ως ζωντανός οργανισμός, ως απόθεμα ανυποχώρητης επαγρύπνησης, επιτρέπουν να συμμεριστούμε τα ανθρώπινα πάθη σαν καθημερινή συνθήκη, απαλλαγμένα από την αισθηματολογικό τους αναμάσημα, όπως και να γευτούμε τη φύση εκ του συστάδην, προικισμένη από την αρχή με όλες τις σβησμένες ή τις διαγραμμένες δυνατότητές της.
Ποίηση με οξύ (πλην όχι άνωθεν επιβεβλημένο) συγκινησιακό αποτέλεσμα, ποίηση νεωτερική και μετανεωτερική, και ποίηση προχωρημένη και ώριμη δίχως την παραμικρή φθορά ή ρυτίδα.
Ίσως είναι χρήσιμα, για τη μεγάλη εικόνα, λίγα λόγια για τη γενιά του 1970:
Ποίηση και πολιτική: Οι ποιητές που έκαναν το ντεμπούτο τους στις αρχές της δεκαετίας του 1970 είχαν προ οφθαλμών μια κατάσταση η οποία ήταν ακόμη εξ ολοκλήρου βυθισμένη στην πολιτική. Πολιτική, άλλωστε, θα μπορούσαμε να ονομάσουμε και τη δική τους αφετηρία – με μια άμεση, ωστόσο, και δια γυμνού οφθαλμού ορατή διαφοροποίηση. Γεννημένοι μεταξύ 1943 και 1955, ενήλικοι ή και στην πρώτη τους ωριμότητα στη φάση της δικτατορίας, οπότε και εκλήθησαν να αφυπνιστούν πολιτικά, οι νεότεροι ποιητές απομακρύνθηκαν ως εξ ορισμού από τα μεταπολεμικά βιώματα των ανιόντων τους και το μόνο κοινό χαρακτηριστικό το οποίο παρουσίασαν στο εναρκτήριο λάκτισμά τους ήταν ένα: η απορριπτική, κατεδαφιστική διάθεση έναντι των πάντων, συνδυασμένη με την οργή και την επιθετικότητα.Στόχος, η εξουσία στην οιαδήποτε μορφή της – από τις ελίτ του κρατικού μηχανισμού και της τέχνης ως τα καθιερωμένα πρότυπα στον καθημερινό τρόπο ζωής.
Το άλμα: Κρατώντας με την πάροδο του χρόνου το αίτημα για ανανεωμένη έκφραση, οι νεότεροι ποιητές εγκατέλειψαν βαθμιαία τις σχηματικές και εύκολες λύσεις, για να αξιοποιήσουν σε τεθλασμένη και κατά κανόνα απρόσμενη γραμμή τόσο τις ξένες (από Ρεμπώ, Ουίτμαν, Πάουντ, Κέρουακ, Κόρσο και Γκίνσμπεργκ μέχρι Πρεβέρ, Έλιοτ και Πλαθ) όσο και τις εγχώριες (από Καβάφη, Καρυωτάκη, Λαπαθιώτη, Εμμανουήλ, Κάλας, Ελύτη, Εμπειρίκο και Εγγονόπουλο μέχρι Σαχτούρη, Παπαδίτσα και Σινόπουλο) επιρροές τους.Επιρροές οι οποίες σχετίστηκαν στις περισσότερες περιπτώσεις με μια έμφαση στη γλωσσική σκηνοθεσία. Σκηνοθεσία στην οποία πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιξε η συστηματική αμέλεια για την προσωδία και τη στίξη, υποστηριγμένη κατά τόπους από τον αιφνιδιαστικό συσχετισμό αγοραίων φράσεων και περιθωριακών ιδιωμάτων με όρους της επιστήμης ή της τεχνικής, στο πλαίσιο μιας αδιάκοπης χρήσης του νεολογισμού.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ – kreport.gr