Tέσσερις γυναίκες μάς ξεναγούν στη Θεσσαλονίκη τους: Τέσσερις ιστορίες, μια πόλη

Tέσσερις γυναίκες μάς ξεναγούν στη Θεσσαλονίκη τους: Τέσσερις ιστορίες, μια πόλη

Η Θεσσαλονίκη μέσα από τα μάτια τους

Της Επιστήμης Μπινάζη 

Τέσσερις γυναίκες που ζουν και δημιουργούν στη Θεσσαλονίκη μάς συστήνουν τη δική τους πόλη — αυτή που κρύβεται πίσω από τις βιτρίνες και τους οδηγούς. Μας οδηγούν σε γωνιές με ιστορία, φως, μουσική και καθημερινές μαγείες. Στο βλέμμα τους, η πόλη ανασαίνει αλλιώς. Και κάπου εκεί, ξαναγνωριζόμαστε μαζί της.

Έλενα Αγγελίδου

Ραδιοφωνική παραγωγός , επαγγελματίας DJ, Voice Over Artist, παιδί του Business Administration και των Liberal Arts, ενίοτε ερασιτέχνης της καταγραφής εικόνων και της έκφρασης μέσω του τραγουδιού , εραστής της τέχνης σε όλες τις μορφές, μα πυρηνικά μια αθεράπευτα ρομαντική πολίτης του κόσμου. Μότο και στάση ζωής, μια πολυφορεμένη και χιλιοειπωμένη ατάκα, που όμως συνθέτει την στάση ζωής μου: Η ζωή είναι ωραία και είναι και μικρή.

Ο Καρυωτάκης, κάποια στιγμή, έγραψε πως η θάλασσα είναι η μόνη του αγάπη, διότι έχει την όψη του ιδανικού και τ’ όνομά της είναι ένα θαυμαστικό. Η Θεσσαλονίκη ξέρει πως να «αιχμαλωτίζει» την ψυχή μας, να μας κρατάει δέσμιους μπροστά στο μεγαλείο της παραλίας της και να μας «παραμυθιάζει» κάθε φορά πως όσο κι αν ταξιδέψουμε σε όλον τον κόσμο και αναζητήσουμε άλλους τόπους να φωλιάσει το κορμί , η ψυχή πάντα θα παραθέτει όλα της τα μυστικά και θα δίνεται ολοκληρωτικά σε κάθε στιγμή αυτής της μοναδικής ανταλλαγής που συμβαίνει στις ατελείωτες βόλτες μας ενώπιον του Θερμαϊκού.

Οι Άγγλοι έβαλαν το λιθαράκι τους σε Κυριακάτικες ατασθαλίες στην βρώση μετά από την πόση, και παρόλο που ως Θεσσαλονικείς έχουμε παράδοση, έπειτα από νυχτοπερπατήματα, οριακά να καταπίνουμε αμάσητα τα αρτοσκευάσματα και τις σούπες, έδωσαν μια νέα διάσταση στην ιεροτελεστία του πρωινού και ιδού τα brunch που ευφραίνουν καρδίαν. Μπορεί να αποτελεί μόδα, όμως σε κάποια μέρη σε συνδυασμό με την ιεροτελεστία του καφέ, (είτε με φραπέ, είτε με καπουτσίνο όπως αγαπά ο καθείς) να το απογειώνουν σε κάθε μορφή του.

Ο Τσέ Γκεβάρα είχε πει: Seamos realistas, exijamos lo imposible. Ο Λουίζος της καρδιάς μας, δίνει μια νέα διάσταση στην έναρξη του καλοκαιριού και φυσικά στο countdown της καταγραφής γεύσεων για την σεζόν. Ίσως, θα έπρεπε να ρωτήσουν πόσα από τα μαγικά χεράκια του έχουμε δοκιμάσει και σαφέστατα ένα κόσμημα /μικρό εργαστήρι, που μας ταξιδεύει με κάθε νέα γεύση . Gelato Italiano, έλεγαν με ενθουσιασμό οι παλαιότεροι και ουσιαστικά η αναφορά συνέβαινε γιατί οι Ιταλοί έπαιρναν δέκα με τόνο. Εμείς θαρρώ στην πόλη μας μπορούμε, ίσως και οριακά, να καταρρίψουμε τον μύθο.

Αν είσαι στην Παύλου Μελά 19, τότε «De facto» είσαι στο σωστό μέρος. Πάνω από σαράντα χρόνια, εκεί στην καρδιά της πόλης φωλιάζουν ψυχές με δίψα για μουσική, κινηματογράφο ,επικοινωνία, spirits και spiritual συζητήσεις. Μέρος αυτού του ιστορικού μπαρ , βάζω μουσικά το λιθαράκι μου με νότες που κάνουν πιρουέτες πάνω στο πεντάγραμμο και κάθε φορά είμαι μια διαφορετική εμπειρία διότι εκεί οι «επισκέπτες» ακούνε προσεκτικά , αφουγκράζονται και δημιουργούν την ατμόσφαιρα . Η μουσική είναι η παγκόσμια γλώσσα και εκεί μπορείς να «σταθείς» αμίλητος και όμως να τα έχεις πει όλα.

Βάσω Βλαχοπούλου

Είμαι η Βλαχοπούλου Βάσω, η φωνή της πολιτιστικής ατζέντας και του σταθμού 9.58 της ΕΡΤ3, όπου παρουσιάζω την εκπομπή «Μέχρι το Τέλος του Κόσμου». Από το 1995 στο ραδιόφωνο, με podcast στο Ertecho.gr και συνεντεύξεις με καλλιτέχνες, δημιουργούς, ανθρώπους που έχουν κάτι να πουν. Έχω υπάρξει PR στο Reworks Festival για χρόνια, Head of Communicationστα Δημήτρια του Δήμου Θεσσαλονίκης και πρόσφατα PR Coordinator στην ταινία του Χόλιγουντ The Enforcer με τον Αντόνιο Μπαντέρας που γυρίστηκε στη Θεσσαλονίκη.

Παράλληλα, είμαι Voiceover Artist για πελάτες από όλο τον κόσμο, και ολοκληρώνω το μεταπτυχιακό μου στην Επικοινωνία και Διαχείριση Πολιτισμού στο ΑΠΘ, γιατί πάντα θέλω να βουτάω πιο βαθιά σε ό,τι αγαπώ. Πιστεύω στην τεχνητή νοημοσύνη, στην εξέλιξη και στο να είσαι πάντα ένα βήμα μπροστά. Νιώθω συλλέκτρια εμπειριών, και έτοιμη — πάντα — για κάθε καινούργιο που έρχεται. Γιατί… Tutto Passa. Όμως κάποιες στιγμές μένουν — όπως ο ρυθμός που σε παρασέρνει σε μια νύχτα γεμάτη μουσική, ή το ταξίδι που ξεκινάει μέσα σου, ακόμα κι όταν μένεις ακίνητη. Αυτά είναι που αξίζει να κρατάς.

Κάτι αλλάζει στα Άνω Λαδάδικα. Η Ερνέστου Εμπράρ, η Συγγρού και η Βεροίας – εκεί γύρω από τα παλιά φορτηγάδικα και τις ξεχασμένες στοές – γίνονται σιγά-σιγά το νέο «απέναντι» της πόλης. Ένα τρίγωνο με χρώμα, καφέδες, κρασιά, αρώματα από Νάπολη και αύρα από Βερολίνο. Η γειτονιά αυτή δεν κοιτά πίσω. Έχει γεμίσει από νέα πρόσωπα, δημιουργικούς ανθρώπους, μουσικές, και μικρές γωνιές που μυρίζουν φρεσκάδα και περιπέτεια.

Στην Pizza Hood δεν πας απλώς για πίτσα — πας για κάτι πολύ παραπάνω. Το λέει και ο τοίχος: Tutto Passa. Όλα περνάνε… εκτός ίσως από τη γεύση της Cheesus (ένα cult combo με τέσσερα τυριά) ή την Tartufo με κρέμα μαύρης τρούφας. Οι πίτσες ψήνονται σε ξυλόφουρνο, σε ζύμη που ωριμάζει υπομονετικά. Η φιλοσοφία: ελευθερία με σεβασμό στην παράδοση. Το κοινό είναι νεανικό, σκεπτόμενο, ανήσυχο. Το κρασί φυσικό, από μικρούς Έλληνες παραγωγούς. Και πίσω από όλα αυτά, η δημιουργική ομάδα του Thessaloniki Street Food Festival. Εδώ η πόλη τρώει αλλιώς. Κι αυτό… μένει.

Ακριβώς δίπλα, το Slow Caffeine και Wine. Ένα all-day spot που σερβίρει specialty coffee όσο και ψαγμένα ποτήρια φυσικού κρασιού. Η αίσθηση είναι σαν να περπάτησες απότομα στην Oderberger Straße — με design που ακουμπά στην κομψή απλότητα και μια μπάρα που «μιλάει». Εδώ, ο χρόνος κυλάει αργά, και οι κουβέντες έχουν ουσία. Πίσω κι από αυτό το μαγαζί, η ίδια ομάδα. Ο κόσμος; Εντός κλίματος. Επιστρέφει.

Λώρα Αργυροπούλου

Η Λώρα Αργυροπούλου ασχολείται με την επικοινωνία και τη στρατηγική ανάπτυξη προορισμών. Προορισμοί όπως τόποι, κτήρια αλλά και κοινότητες. Μεταξύ Ελλάδας και εξωτερικού κάνει αυτό που της αρέσει περισσότερο: να συναντάει ανθρώπους ή να κάνει τους ανθρώπους να συναντιούνται.

Στη Θεσσαλονίκη έχει κυριαρχήσει το κέντρο. Εκεί είναι η «φάση». Εκεί βγαίνουν όλοι. Ας πούμε στην Αθήνα που εργάζομαι το τελευταίο διάστημα και πηγαινοέρχομαι, ο κόσμος βγαίνει στις γειτονιές, δημιουργεί μικρές κοινότητες. Στη Θεσσαλονίκη, την πόλη του τριημέρου, που αγαπά να αγαπιέται, αλλά δεν κάνει τίποτα για να κρατήσει όσους την αγαπούν, μικρές νέες εστίες κατοίκων και τουριστών δημιουργούν νέα στέκια.

Τα τελευταία χρόνια κάτι γίνεται στη γειτονιά των Αγίων Αποστόλων, στα δυτικά τείχη της πόλης. Η ανάπλαση, νέα εστιατόρια, νέα ξενοδοχεία, το μετρό και πολλά νέα καφέ-μπαρ δίνουν μια εναλλακτική πρόταση σε εμάς του κέντρου.

Η Πλατεία Μαβίλη γεμίζει με παιδιά και γονείς που απολαμβάνουν τον καφέ και το ποτό τους με Ιταλικά σάντουιτς στο Yaya. Ο δήμος Θεσσαλονίκης επέτρεψε τα τραπεζοκαθίσματα και όλη η περιοχή είναι ένα υπόδειγμα αστικής ανάπλασης μικρής κλίμακας που αποδίδεται στους δημότες της και τους επισκέπτες, με τους γείτονες και τους καταστηματάρχες να γίνονται παρέες κάθε βράδυ.

Το πρωί καφέ στο Yaya ή στο Little cup και το μεσημέρι, για φαγητό, ανηφορίζω πιο πανω. Αρχές της οδού Ολύμπου, στο «Φαντάζιο». Εστιατόριο με ευρωπαϊκό αέρα και φαγητό όπως πρέπει. Νόστιμο, comfort και οικονομικό. Με ωραίες μουσικές, μωσαϊκό στο πάτωμα και τον Αντώνη στην κουζίνα να σου λέει τι πρέπει να φας κάθε φορά, στο αγαπημένο μαγειρείο της γειτονιάς.

Αθηνά Ριζοπούλου

Η Αθηνά Ριζοπουλου μεγάλωσε στην Αθήνα και γι’ αυτό βρίσκει τις πόλεις συναρπαστικές. Σπούδασε αρχιτεκτονική στη Θεσσαλονίκη και σήμερα ασχολείται με τον σχεδιασμό και την επικοινωνία. Οι Αθηναίοι πιστεύουν ότι ζει στη Θεσσαλονίκη και οι Θεσσαλονικείς ότι ζει στην Αθήνα. Της αρέσει να σχεδιάζει εξώφυλλα βιβλίων και να κρατάει σημειώσεις σε λίστες.

Ζω στη Θεσσαλονίκη περίπου είκοσι χρόνια και τα μισά από αυτά πάνω από την Αγίου Δημητρίου, το νοητό όριο της Άνω Πόλης. Στα σκαλάκια του τμήματος Άνω Πόλης της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Θεσσαλονίκης όμως, βρέθηκα για πρώτη φορά τυχαία, κάποιο βράδυ, εν μέσω πανδημίας, την περίοδο που αναζητούσαμε καταφύγιο σε κάθε ορατή και αόρατη αναδίπλωση της πόλης. Και το σημείο αυτό, το Κουλέ Καφέ, που φιλοξενεί ανάμεσα σε πολλά άλλα την δημοτική βιβλιοθήκη Άνω Πόλης, είναι ακριβώς αυτό: καταφύγιο.

Στην μικρή της έκταση, η πλατεία χωράει εκπληκτικές εξαιρέσεις του αστικού ιστού της Θεσσαλονίκης: ψηλά πυκνά πλατάνια που κάνουν σκιά που θα ζήλευαν και οι πολυφωτογραφημένες πηλιορείτικες πλατείες, πλάκες που φιλοξενούν ματς τοπικού πρωταθλήματος ποδοσφαίρου νηπίων και μία εκπληκτική καινοτομία αστικής επίπλωσης (για τα δεδομένα της πόλης πάντα): παγκάκια τοποθετημένα αντικριστά, με μεγάλο τραπέζι στην μέση. Το πρωί τα τραπέζια αυτά καταλαμβάνονται από συνταξιούχους με καφέδες και τάβλι, το μεσημέρι εμφανίζονται μπύρες και μικροί μεζέδες και το απόγευμα, μαθητές που κερδίζουν χρόνο πριν γυρίσουν σπίτι.

Όλα αυτά τα σχεδόν κινηματογραφικά, συμβαίνουν μπροστά στο κτίριο της δημοτικής βιβλιοθήκης. Την πληθωρική ιστορία του κτιρίου, μπορεί κανείς να την διαβάσει με λίγη προσπάθεια στην ταλαιπωρημένη πινακίδα που είναι τοποθετημένη από τον δήμο στην πλατεία. Είναι ένα από αυτά τα κτίρια που αν τους δώσεις λίγο χρόνο παρατηρώντας τα, ανταποδίδουν με ιστορίες και ένα απροσδιόριστο αίσθημα αισιοδοξίας ότι ακόμη και όταν όλα μοιάζουν παράλογα ο κόσμος συνεχίζει. Ακόμη κι αν δεν είσαι επίμονος αναγνώστης ή φίλος των βιβλιοθηκών όμως, αξίζει να περάσεις την πόρτα της, να χαζέψεις τα παραφορτωμένα ράφια της και να αφήσεις την χαμογελαστή υπάλληλο να σου προτείνει κάτι. Συμπληρωματικά με την πλατεία, το εσωτερικό της βιβλιοθήκης, λειτουργεί σαν κάψουλα που σε μεταφέρει, όχι τόσο σε άλλο χρόνο όσο σε έναν άλλο τρόπο ζωής, όπου οι άνθρωποι ξυπνούν και κοιμούνται κάπως λιγότερο ανήσυχοι.

Πηγή Athens Voice 

Previous Story

Οι τέσσερις κανόνες της ευδαιμονίας

Next Story

Η ιατρική και η Τεχνητή Νοημοσύνη