Δημοτικό Θέατρο Πειραιά: Ένα παλάτι Τέχνης που για 130 χρόνια αφηγείται ιστορίες

15/10/2025

Δημοτικό Θέατρο Πειραιά: Ένα παλάτι Τέχνης που για 130 χρόνια αφηγείται ιστορίες

Δημοτικό Θέατρο Πειραιά: 130 χρόνια ιστορίας, Τέχνης και αναγέννησης

ΕΛΕΝΑ ΝΤΑΚΟΥΛΑ

 

 

 

 

 

AthensVoice.gr

Στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν ο Πειραιάς αναδεικνυόταν σε πρώτο λιμάνι της ανατολικής Μεσογείου και βιομηχανικό κέντρο γεμάτο ζωή, οι άνθρωποί του αποφάσισαν να χτίσουν κάτι που θα ξεπερνούσε τα όρια της καθημερινότητας. Το να έχουν πλούτο και εργοστάσια δεν τους ήταν αρκετό• ήθελαν ένα μνημείο πολιτισμού, που θα έδειχνε την ακμή τους απέναντι στην Ερμούπολη, την Πάτρα, ακόμη και την ίδια την Αθήνα. Έτσι, το 1882, επί δημαρχίας Τρύφωνα Μουτζόπουλου, πήρε σάρκα και οστά η ιδέα του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά.

Ο Ιωάννης Λαζαρίμος, ο Πειραιώτης αρχιτέκτονας που ανέλαβε τη μελέτη, οραματίστηκε ένα κτίριο επιβλητικό και λειτουργικό, εμπνευσμένο από τη γαλλική και τη γερμανική αρχιτεκτονική παράδοση. Στην ευρύχωρη, σχεδόν γυμνή τότε πλατεία Κοραή, υψώθηκε ένα αρχιτεκτόνημα που έμελλε να κυριαρχήσει στο τοπίο: με άψογη ακουστική, συστήματα θέρμανσης και ασφαλούς διαφυγής, πρωτοποριακά για την εποχή, και με σκηνή που έκρυβε υπόγειους και υπέργειους μηχανισμούς, ικανούς να μεταμορφώνουν τον χώρο με γοργές και εντυπωσιακές αλλαγές σκηνικών.

Η θεμελίωση έγινε το 1884, επί δημαρχίας Αριστείδη Σκυλίτση-Ομηρίδη, αλλά τα έργα κράτησαν για χρόνια και κόστισαν ακριβά – οι 900.000 δραχμές που δαπανήθηκαν ξεπέρασαν κάθε αρχικό προϋπολογισμό. Για να καλυφθεί δε μέρος των δαπανών λειτουργίας και συντήρησής του, εφαρμόστηκε η λύση του «μαγαζοθεάτρου» – εμπορικά καταστήματα γύρω του, που του εξασφάλιζαν τα απαιτούμενα έσοδα.

Κατά την ανέγερση, οι ανασκαφές του Ιακώβου Δραγάτση αποκάλυψαν τμήματα του αρχαίου Πειραιά, ανάμεσά τους και τη λέσχη των Διονυσιαστών. Σαν να ήθελε η ίδια η πόλη να θυμίσει πως το θέατρο δεν ήταν μια καινούργια πολυτέλεια, αλλά συνέχεια μιας παράδοσης που κρατούσε από την κλασική αρχαιότητα.
Το Δημοτικό Θέατρο εγκαινιάστηκε μετά «περισσής λαμπρότητος» στις 9 Απριλίου 1895, (την Κυριακή του Θωμά), στις 10.30 το πρωί, κι ο Πειραιάς απέκτησε το δικό του «παλάτι της τέχνης».

 

Στο σχέδιο του αρχιτέκτονα Ιωάννη Λαζαρίμου, οι κολώνες της πρόσοψης προβλέπονταν ραβδωτές, ωστόσο κατά την κατασκευή παρέμειναν λείες, καθώς εκφράστηκε η άποψη ότι οι ραβδώσεις θα προσέδιδαν εντύπωση λεπτότητας και αδυναμίας © pireorama.blogspot.com/Ιστορικό Αρχείο Δήμου Πειραιά

Αρχικά παραχωρήθηκε στους δύο αξιολογότερους ελληνικούς θίασους της εποχής –τον «Πανελλήνιο» του Αλεξιάδη και τον «Μένανδρο» του Ταβουλάρη–, οι οποίοι συνεργάστηκαν μεταξύ τους, αλλά και με τον θιασάρχη-ηθοποιό Αρνιωτάκη. Το ρεπερτόριο του θιάσου αποτελούσαν γνωστά ελληνικά δράματα, κωμωδίες και κωμειδύλλια. Για να εξασφαλιστεί η άρτια λειτουργία του, ήδη από το 1898, ο Δήμος φρόντισε για τον εφοδιασμό του θεάτρου με κοστούμια από το εξωτερικό και για την κατασκευή εκατοντάδων τροχαλιών, που διευκόλυναν τις αλλαγές των σκηνικών.

Από τότε και για πολλές δεκαετίες, το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά αποτέλεσε σημείο αναφοράς της ελληνικής θεατρικής και μουσικής ζωής. Σπουδαίοι σκηνοθέτες, όπως ο Δημήτρης Ροντήρης, και κορυφαίοι ηθοποιοί, μεταξύ άλλων οι Αιμίλιος Βεάκης και Μάνος Κατράκης, άφησαν το αποτύπωμά τους στη σκηνή του, ενώ στο κομψό του φουαγιέ παρουσιάστηκαν έργα συνθετών, όπως του Μάνου Χατζιδάκη και Μίκη Θεοδωράκη, προσφέροντας στο κοινό εμπειρίες που συνδύαζαν την τέχνη με την κοινωνική ζωή της πόλης.

Το Δημοτικό Θέατρο έχει πλάτος 34.50 μ. και μήκος 47 μ. Η αίθουσά του μπορούσε να φιλοξενήσει έως 1.400 θεατές, κατανεμημένους σε πλατεία, τρεις σειρές θεωρείων και εξώστη. Τα 23 επιβλητικά θεωρεία, διακοσμημένα με τα ονόματα σπουδαίων δημιουργών – από τον Όμηρο έως τον Σαίξπηρ–, τα οποία αναγράφονται με την εξελληνισμένη ορθογραφία της εποχής (π.χ. Βετώβεν, Βάγνερ, Δάντης), λειτουργούσαν όχι μόνο ως χώροι θέασης, αλλά και ως σύμβολα μιας πόλης που ήθελε να σταθεί ισότιμα δίπλα στα μεγάλα ευρωπαϊκά κέντρα.

Πάνω απ’ όλα δεσπόζει ο θόλος με τον εντυπωσιακό πολυέλαιο από τη Μασσαλία, που φωτιζόταν αρχικά με γκάζι και, προκειμένου να καθαριστεί, κατέβαινε με ειδική τροχαλία. Σε ορισμένα σημεία της αίθουσας έχουν διατηρηθεί, ως «μάρτυρες», τμήματα με τα αρχικά χρώματα, ώστε ν’ αποκαλύπτουν πώς ήταν πριν από την ανακαίνιση: «το χρώμα των θεωρείων, έξω και έσω, ήταν βαθύ ερυθρό, με κοσμήματα από επιχρυσωμένο ορείχαλκο», στοιχείο που αναδεικνύει την αρχική χρωματική πολυτέλεια: βαθύ ερυθρό στις επιφάνειες των θεωρείων, στολισμένο με επιχρυσωμένα ορειχάλκινα κοσμήματα, και γύρω τους πλούσιες γύψινες λεπτομέρειες σε χρυσαφί αποχρώσεις.

Η σκηνή, μοναδικό σωζόμενο δείγμα μπαρόκ μηχανισμών στην Ελλάδα, διέθετε προσκήνιο, χώρο ορχήστρας και πολύπλοκο σύστημα τροχαλιών, επιτρέποντας θεαματικές αλλαγές σκηνικών.

Ιδιαίτερο στολίδι του θεάτρου αποτελεί η ζωγραφική αυλαία του Θεόδωρου Αρμενόπουλου (1880-1942), φιλοτεχνημένη το 1926, με θέμα «Αι Νύμφαι ακούουσαι τον Ορφέα». Σε διαστάσεις 12×7,40 μ., όσο το άνοιγμα της σκηνής, η αυλαία απλώνεται σαν τεράστιος καμβάς πάνω στον οποίο οι νύμφες, σε ξέφωτο δάσους, στέκονται μαγεμένες από τη λύρα του Ορφέα. Ζωγραφισμένη με υδατοδιαλυτά χρώματα πάνω σε λινό-βαμβακερό ύφασμα, φέρει στην πίσω της όψη, γραμμένα με μολύβι ή στιλό, τα ονόματα καλλιτεχνών και τεχνικών που πέρασαν από το θέατρο, μαζί με πρόχειρα σχέδια, από το 1937 έως το 1945.

Ξεχασμένη για δεκαετίες στο «σταγκόνι» της σκηνής, η αυλαία ανακαλύφθηκε τυχαία στα τέλη του ’80 και κατόπιν φυλάχτηκε σε αποθήκη. Η μεγάλη της συντήρηση ξεκίνησε το 2014, όταν ομάδα ειδικών του Υπουργείου Πολιτισμού ανέλαβε τον απαιτητικό καθαρισμό και την αποκατάστασή της. Η μεταφορά της πίσω στο θέατρο υπήρξε από μόνη της άθλος: με γερανούς, εξειδικευμένους χειρισμούς και τη σπάνια διορατικότητα ενός εργοταξιάρχη του μετρό, που συνέβαλε αποφασιστικά στην επιχείρηση. Σήμερα, η αυλαία του Αρμενόπουλου αποτελεί μοναδικό δείγμα της μεσοπολεμικής σκηνογραφίας στην Ελλάδα και αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητας του θεάτρου.

Το μεγαλοπρεπές καπνιστήριο (foyer) έγινε γρήγορα τόπος κοσμικής ζωής• εκεί η ανερχόμενη αστική τάξη του Πειραιά έδινε ραντεβού, επιδείκνυε ενδύματα, κάπνιζε τα ακριβά πούρα και συμμετείχε σε κοινωνικές εκδηλώσεις.

Από τα πιο εντυπωσιακά μυστικά του κτιρίου είναι ο χώρος πάνω από τον θόλο της αίθουσας (η περίμετρος του θόλου της οροφής), τόπος απρόσιτος πριν την ανακαίνιση. Εκεί αποκαλύπτεται η αληθινή τέχνη της παραδοσιακής ξυλουργικής: τα ξύλα που συγκρατούν τον θόλο, δουλεμένα από καραβομαραγκούς, σχηματίζουν με μαεστρία τις καμπύλες του, θυμίζοντας την τεχνική των παλιών καραβιών. Το υλικό της μόνωσης, το μπαγδαντί –μείγμα άχυρου και άμμου– επιβιώνει ακόμη, αυθεντικό ίχνος της αρχικής κατασκευής. Στο ίδιο σημείο διακρίνεται η τροχαλία που κατέβαζε τον πολυέλαιο προς την αίθουσα, ενώ μια στενή σκάλα οδηγεί στο εσωτερικό του θόλου, από όπου οι τεχνικοί ανέβαιναν για να πραγματοποιήσουν τις απαραίτητες εργασίες. Πρόκειται για ένα χώρο όπου η αθέατη μηχανική του θεάτρου συνυπάρχει με την ποιητική δύναμη της αρχιτεκτονικής του.

Όλα αυτά τα χρόνια, το κτίριο στάθηκε σιωπηλός μάρτυρας των περιπετειών της χώρας: φιλοξένησε πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής, συνελεύσεις και αντιπαραθέσεις το 1916, και υπέστη βομβαρδισμούς στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η λειτουργία του δεν περιορίστηκε μόνο σε θεατρικές παραστάσεις, αφού κατά καιρούς εκεί στεγάστηκαν πολλές υπηρεσίες της Διεύθυνσης Πολιτισμού του Δήμου Πειραιάς, όπως η Δημοτική Βιβλιοθήκη, από το 1927 έως το τέλος της δεκαετίας 1970, η οποία εξελίχθηκε σε πνευματικό φάρο για τους νέους της πόλης, προσφέροντας πρόσβαση στη γνώση, σε μια εποχή που τα βιβλία ήταν σπάνια και ακριβά. Επίσης, το Ιστορικό Αρχείο, από το 1986 έως το 2003, αλλά και η Δημοτική Πινακοθήκη, την ίδια περίπου περίοδο.

Στους χώρους του θεάτρου φιλοξενήθηκαν εκθέσεις σπουδαίων ζωγράφων και διαλέξεις προσωπικοτήτων όπως του Παπανούτσου και του Τσαρούχη, ενώ για πολλούς καλλιτέχνες που δεν έβρισκαν βήμα στην Αθήνα, το Δημοτικό Θέατρο υπήρξε πραγματικό καταφύγιο. Ιδιαίτερα ξεχωριστή υπήρξε η συμβολή του ποιητή Νικηφόρου Βρετάκου. Ζώντας επί μακρόν στον Πειραιά, στο σπίτι της οδού Καραΐσκου 106 –το οποίο αποχαιρέτησε συγκινητικά με το ποίημα «Αποχαιρετισμός στην οδό Καραΐσκου 106», όταν αυτό κατεδαφίστηκε–, ο Βρετάκος εκλέχθηκε μέλος του Δημοτικού Συμβουλίου στα μέσα της δεκαετίας του ’60. Στην κρίσιμη αυτή περίοδο, λίγο πριν από τη δικτατορία, συνέβαλε καθοριστικά στην πολιτιστική αναγέννηση της πόλης, στηρίζοντας την παραχώρηση του θεάτρου στον Δημήτρη Ροντήρη και την αναβίωση του αρχαίου δράματος στη σκηνή του.

Με τον χρόνο, το θέατρο τραυματίστηκε από σεισμούς και φθορές. Η μεγάλη ανακαίνιση του 2008-2013, με κόστος άνω των 17 εκατ. ευρώ, του χάρισε νέα ζωή. Αναδείχθηκε ξανά η διακόσμηση, ενισχύθηκε ο φέρων οργανισμός, ανανεώθηκε η σκηνή, με αποτέλεσμα το κοινό του 21ου αιώνα να βρει έναν χώρο αντάξιο της ιστορίας του.

Σήμερα, το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά δεσπόζει με τον ναόσχημο πρόπυλο και τον επιβλητικό του όγκο στο κέντρο της πόλης. Δεν είναι μόνο μνημείο του παρελθόντος, αλλά ένας ζωντανός πολιτιστικός φάρος. Ενώνει τον Πειραιά με την Αθήνα και τη Μεσόγειο με τον κόσμο, κουβαλώντας τις ιστορίες ανθρώπων που έζησαν, ονειρεύτηκαν και συγκινήθηκαν μέσα σε αυτό.

→ Θερμές ευχαριστίες στη Διευθύντρια Πολιτισμού του Δήμου Πειραιά, κα Ευαγγελία Μπαφούνη, για την όμορφη και ιδιαίτερα κατατοπιστική ξενάγηση στους χώρους του Δημοτικού Θεάτρου.

Βιβλιογραφία:

  1. Αξαρλής Νίκος, Μπρεντάνου Κατερίνα, «Η Ιστορία του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά, από τον 19ο στον 21ο αιώνα». Εκδόσεις Νέος Κύκλος, Πειραιάς, 2013.
  2. Φέσσα-Εμμανουήλ Ελένη, «Η Αρχιτεκτονική του Νοελληνικού Θεάτρου 1720-1940», Τόμος Α΄. ΧΟΡΗΓΟΙ: Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών & Ιδρυμα Ιωάννου Φ. Κωστόπουλου, Αθήνα, 1994.
Previous Story

“Σαν κόκκινη γλωστή…”/ Ρούλη Μπούα / ‘Ιδρυμα Παναγιώτη και ‘Εφης Μιχελή

Next Story

Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία εργαζόμενοι αλλάζουν το τοπίο της εργασίας στην Αμερική