Πέτρος Θεοδωρίδης – Η νεωτερικότητα, συνοδεύεται από την βαθμιαία ή γοργή καταστροφή των παλαιών παραδοσιακών ομαδοποιήσεων που βασιζόταν σε ”φυσικά” χαρακτηριστικά: την γέννηση, ή την καταγωγή. Σημαδεύεται και από τον θρυμματισμό του κοινωνικού δεσμού, την εξατομίκευση, την εξαφάνιση των ενδιάμεσων κοινωνικών ομαδοποιήσεων πού μεσολαβούσαν ανάμεσα στο άτομο και την κοινωνία.
“Οι συνθήκες εργασίας της βιομηχανικής κοινωνίας είναι έτσι οργανωμένες ώστε να ξεριζώνουν τις δομές πού στήριζαν τις πολιτισμικές διαφοροποιήσεις. Οι πολιτισμικές διάφορες ισοπεδώνονται από την βιομηχανική παραγωγή”.
Με την έλευση της νεωτερικότητας η κοινωνία δεν υπόκειται ενός ελέω θεού μονάρχη, μιας θρησκευτικής ματιάς του κόσμου, μιας απαρασάλευτης ηθικής και πολιτικής τάξης με αλλοκοσμικές πηγές. Αντίθετα αναδεικνύεται-όλο και πιο βαθιά, σε πεδίο αναφοράς της πολιτικής, καθημερινής πολιτικής νομιμοποίησης. Από τον 19ο αιώνα η “κοινωνία” έγινε ο τόπος της ιδέας της προόδου, της φυγής προς τα εμπρός.
Αυτή η κοινωνία πού ατέρμονα διεκδικεί από το κράτος παραχωρήσεις, χώρο για την ανάπτυξη της, πού φαντάζεται τον εαυτό της σφριγηλά νεανικό, θεωρείται πάνω από όλα μια “κοινωνία παραγωγών”, πού βάσιζε το ήθος της στις επιτυχίες της βιομηχανικής επανάστασης. Το σύμβολο της τελευταίας, το τραίνο, με την ασταμάτητη δύναμη του έγινε και ο νέος μύθος της κοινωνίας του 19ου αιώνα, πού αντικατέστησε τις παλαιότερες φυσικές μεταφορές της “θύελλας και ορμής” ή “λάβας” των επαναστατικών κινημάτων του 18ου αιώνα.
Όπως έγραφε ο Χάινε “Ο αιώνας μας τρέχει πάνω σε σιδερένιες ράγιες προς έναν ακτινοβόλο, υπέροχο σκοπό..”.
Η Νοσταλγία της Κοινότητας
Όμως σ΄ αυτήν ακριβώς την νεωτερική επίπεδη πολιτισμική γεωμετρία, παλιές εικόνες και προσλήψεις του κόσμου, επέπλεαν ακόμα ισχυρές. Εικόνες πού επιλέγονται, οργανώνονται, και επανερμηνεύουν την Νεωτερική πραγματικότητα, μέσω ενός κεντρικού βιώματος: Της συναίσθησης της απουσίας της ‘’κοινότητας’’
Αυτή η ενσυναίσθηση της απουσίας, η νοσταλγία της “κοινότητας”, τέμνει εγκάρσια και εξαρχής την νεωτερικότητα: Ως επιθυμία της παραδοσιακής κοινότητας πού δεν υφίσταται πια αλλά και ως αντινεωτερική φαντασιακή ανάπλαση της. Η αντί -νεωτερική νοσταλγία (και όχι απλώς προ-νεωτερικό κατάλοιπο) γεννιέται μαζί και αποτελεί αξεχώριστο κομμάτι της νεωτερικότητας. Η νεώτερη “βιομηχανική” κοινωνία συνιστά έτσι “μια αντιφατική ιστορική συμβίωση μεταξύ της νεωτερικότητας και αντινεωτερικότητας”.
Η ίδια η νεωτερικότητα “χαρακτηρίζεται από μια διαρκή διαδικασία εσωτερικών διαρρήξεων και ρωγμών”.
Στο ίδιο το κέντρο της βιομηχανικής κοινωνίας ξετυλίγεται η διαλεκτική της νεωτερικότητας και της αντινεωτερικότητας.
Ο Μαξ Βέμπερ ανέλυσε ορθά τη νεωτερικότητα ως διαδικασία ‘’αποσαγήνευσης’’, απο-ιεροποίησης της κοινωνίας. Όμως ταυτοχρόνως όπως γράφει ο Ulrich Beck “συντελείται και μια διαδικασία ιεροποίησης, φυσικοποίησης και αναγωγής των κοινωνικών σχέσεων σε ταμπού. Η απομυθοποίηση και η επαναμυθοποίηση πηγαίνουν χέρι με χέρι”.
Από το βιβλίο: Οι Μεταμορφώσεις της ταυτότητας, Έθνος Νεωτερικότητα και εθνικιστικός λόγος.