Home Παυσιλυπα & Παυσιπονα με τον Θαναση Δριτσα «Ένα Ρέκβιεμ για την απώλεια της αθωότητας σε τρεις αποχρώσεις του μπλε».

«Ένα Ρέκβιεμ για την απώλεια της αθωότητας σε τρεις αποχρώσεις του μπλε».

by bot

«Ένα Ρέκβιεμ για την απώλεια της αθωότητας σε τρεις αποχρώσεις του μπλε».

Το Κουφονήσι σε πείσμα των εποχών παγκοσμιοποίησης παραμένει ένας παράδεισος του απέραντου γαλάζιου για όσους λαμβάνουν τη δωρεά να το επισκεφτούν

Γράφει ο Θανάσης Δρίτσας 


Κουφονήσι, Ιούλιος 2019. Μέσα από την κοιλιά του High Speed 4, αμέσως μόλις έπιασε προβλήτα στο Κουφονήσι, ξεβράστηκαν σε ολίγα λεπτά δεκάδες δεκάδων αυτοκίνητα και μια μεγάλη μάζα πεζών ταξιδιωτών με σακίδια, χρωματιστές βαλίτσες, τσάντες, σακούλες, smartphones και ποικίλα αξεσουάρ. Όσον αφορά τους γλωσσικούς κώδικες ακούγονταν ένας αχταρμάς που δεν έκανε τίποτε άλλο από το να υπενθυμίζει το αρχαιότατο ζήτημα του Πύργου της Βαβέλ το οποίο εκφράζεται απόλυτα στις μέρες μας, παγκοσμιοποιημένη γαρ με τη βούλα σύμπασα η ανθρωπότης. Στα ελληνικά μόλις μπορούσε, το ασκημένο στη γλώσσα μας αυτί, να διακρίνει κάποιες κραυγές και σύντομα επι-φωνήματα στην αργκό της εποχής μας.

Με το που πάτησε πόδι στο νησί (με την αγωνία και τον ενθουσιασμό του ήρωα Πρωτεσίλαου που πρώτος πάτησε την αμμουδιά της αρχαίας Τροίας) ο παγκοσμιοποιημένος τουρίστας αρχίζει τη λήψη βίντεο και φωτογραφιών selfie μέσω smartphone υψηλής ανάλυσης. Και στη συνέχεια αρχίζει η πυρετώδης κοινοποίηση του παγιδευμένου σε στιγμιότυπα χρόνου σε «φίλους» (ο θεός να τους κάνει φίλους) στα κοινωνικά μέσα. Και βέβαια καμία στιγμή δεν μπορεί να θεωρηθεί βιωμένη, αν δεν έχει κοινοποιηθεί στα κοινωνικά δίκτυα, τα κοινωνικά δίκτυα αποτελούν επισήμως τα ληξιαρχεία στιγμιοτύπων της ζωής μας που επικυρώνουν κάθε μικρό ή μεγάλο συμβάν. Και όλα αυτά συμβαίνουν το σωτήριον έτος 2019 στο Άνω Κουφονήσι, ένα μικρό νησάκι της ζώνης των Μικρών Κυκλάδων που στην εφηβική μου ηλικία άκουσα για πρώτη φορά να αναφέρεται από πολυταξιδεμένο καπετάνιο, φίλο της οικογένειάς μας. Θυμάμαι ότι το είχα αναζητήσει τότε στο χάρτη και δεν είχα καταφέρει να το βρώ. Πρόκειται για επίγειο γαλάζιο παράδεισο που όπως έμαθα αυτές τις ημέρες από ντόπιο Κουφονησιώτη (σπάνιο είδος οι ντόπιοι πλέον) απέκτησε ηλεκτρικό ρεύμα το 1983.

Κάποτε ο άνθρωπος (έλλην ή ξένος) δεν είχε τη δυνατότητα να ταξιδεύει εύκολα και μάθαινε για παραδείσιους τόπους του πλανήτη μέσα από την ταξιδιωτική λογοτεχνία. Τέτοιου είδους λογοτεχνία είχε αναπτυχθεί και στην Ελλάδα μέσα από την πένα χαρισματικών συγγραφέων, όπως π.χ. ο Καζαντζάκης, ο Ουράνης, ο Κόντογλου. Ο παγκοσμιοποιημένος τουρισμός και η ταξιδιωτική αγορά δεν είχε αναπτυχθεί ακόμη, έτσι ο αναγνώστης μπορούσε να φαντάζεται τόπους, πρόσωπα και μαγευτικά τοπία μέσα από τη βιωμένη προσωπική εμπειρία του συγγραφέα που είχε λάβει τη δωρεά να επισκεφτεί ευλογημένους αλλά δυσπρόσιτους τόπους. Η ανάπτυξη της τεχνολογίας –κυριότερα του διαδικτύου– έφερε στην οθόνη των κινητών μας ακόμη και την εικόνα τουαλέτας πολυτελών ξενοδοχείων έτσι ώστε προέκυψε και on-line σύστημα αξιολόγησης ξενώνων, δωματίων και ξενοδοχείων. Mε χαλάει εντελώς αυτή η απρόσωπη μάζα, ο τουριστικός όχλος, που κατευθύνεται μέσα από τη διαφήμιση και με κυριότερο κριτήριο το οικονομικό, ο ψευδο-πολιτισμός του «how cheap», όπως τον αποκαλώ.

Καθιστώ σαφές και ξεκάθαρο ότι ο δικός μου προσδιορισμός του τουριστικού όχλου περιλαμβάνει άτομα πάσης εθνότητας και οπωσδήποτε άτομα και του δικού μας συναφιού, δηλαδή ελληνικής καταγωγής και εντοπιότητας. Συχνότατα συναντά κανείς τουρίστες μη ελληνικής καταγωγής που έχουν έρθει σε ουσιώδη επαφή με την ιστορία και τον ελληνικό πολιτισμό πολύ πριν επισκεφτούν την Ελλάδα. Αυτοί συνιστούν βέβαια μια μικρή μειοψηφία ανάμεσα στη μεγάλη πλειοψηφία του «how cheap» ή «cheap drinks and accommodation». Θυμήθηκα πόσο προφήτης ήταν ο ποιητής μας Νίκος Γκάτσος, όταν έγραφε τον «Εφιάλτη της Περσεφόνης» που μελοποίησε ο Μάνος Χατζιδάκις πριν από πολλές δεκαετίες: «Εκεί που σμίγανε τα χέρια τους οι μύστες ευλαβικά πριν μπουν στο θυσιαστήριο τώρα πετάνε αποτσίγαρα οι τουρίστες και το καινούργιο πάν’ να δουν διυλιστήριο. Κοιμήσου, Περσεφόνη, στην αγκαλιά της γης στου κόσμου το μπαλκόνι ποτέ μην ξαναβγείς».

Όλες οι μαγευτικές παραλίες στο Κουφονήσι έχουν πλέον εντοπισθεί και παραδοθεί σε δυνατότητα μαζικής πρόσβασης έτσι ώστε κάθε έννοια μυστικού, απέριττου, μοναδικού, προσωπικού καθίσταται αδύνατη. Αυτή η μαζικότητα της πρόσβασης (τίποτα πλέον δεν μένει απρόσιτο στον ανθρώπινο παράγοντα) σαφώς πιστεύω συνδέεται με την οικολογική καταστροφή του πλανήτη μέσω της όποιας μη-ελεγχόμενης πλέον αρνητικής συμπεριφοράς προς το περιβάλλον. Μου ήρθε στο νου, ενώ έκανα αυτές τις σκέψεις, το υπέροχο βιβλίο του Ζήσιμου Λορεντζάτου (έκδοσεις Δόμος 1985) με τίτλο «Στου τιμονιού το αυλάκι». Το αριστούργημα αυτό γραμμένο σε μια μνημειώδη, ζωντανή, ελληνική γλώσσα αποτελεί κατάθεση ταξιδιωτικής λογοτεχνίας με θέμα καλοκαίρια σε ελληνικά νερά. Θα παραθέσω ένα απόσπασμα που αναφέρεται σε ταξίδι του Ζήσιμου Λορεντζάτου στις Μικρές Κυκλάδες το 1975 και περιγραφή μιας μαγευτικής και δυσπρόσιτης τότε παραλίας στο Κουφονήσι της εποχής εκείνης:

«Το μέρος είναι βραχότοπος. Το μικρό μονοπάτι χαλάει το χειμώνα με τις μεγάλες βροχές που κατεβάζουν λασπόχωμα ή πηλά και οι κάτοικοι του χωριού το ανοίγουν και πάλι κάθε καλοκαίρι σε ορισμένες μεριές για να μπορούν να περάσουν. Στο γιαλό κατεβαίνεις από τα δεξιά. Από τα αριστερά προχωράς ως ένα μικρό μποστάνι με ζαρζαβάτια, κολοκύθια, ντομάτες, φασολάκια, φυτεμένο σε δυο τρία πεζούλια του γκρεμού κλειστά από τη μεριά του πελάγου με καλαμιές, όπου αναβρυσάει λιγοστό νερό από τα πολυτρίχια του βράχου. Νωρίς την άνοιξη, αν τύχει να δοκιμάσεις το μονοπάτι για να πας στο γιαλό, όταν ακόμη δεν το έχει πατήσει ποδάρι ανθρώπου, θα σταματήσεις ξαφνικά μπροστά σε ένα καταπλακωμένο από χώματα γλιστερό πέρασμα, θαμμένο μέσα σε μυριάδες αγριοχόρταρα και αγριολούλουδα, όπου πρέπει να μετράς το κάθε βήμα σου ή το πάτημά σου με μεγάλη δυσκολία και κίνδυνο. Το τι γίνεται ώσπου να πιάσεις την κατηφόρα και να φτάσεις χαμηλά είναι άλλο πράγμα. Ο γκρεμός ολάκερος μοιάζει με ένα άδυτο που ο άνθρωπος το καταπατάει και το παραβιάζει με την παρουσία του και τα πάντα εκεί γύρω –από τα θαμνά και τα ψηλά χορτάρια ίσαμε τα μυριόχρωμα ζουζούνια και τα έντομα ή τα πουλιά που πηγαινοέρχονται ασταμάτητα– λες και τα διαπερνάει μια ανατριχίλα πως κάποιος τα είδε σε ώρα που δεν πρέπει, πως κάποιος τα αιφνιδίασε (σαν κοράσι απάρθενο) τη στιγμή την απόκρυφη πάνω στο ξεγύμνωμα τους. Εκεί ξαφνικά, δίχως να το περιμένεις, αθέατη από παντού, παράμερη και ανέλπιδη λίγα βήματα πρωτύτερα, κρύβεται στα δεξιά σου, μια μικρή αμμουδιά, μια αχιβάδα καλύτερα αμμουδερή, μια σταλιά. Τίποτα δεν μπορεί να περιγράψει την άμμο αυτή, το κάθε σπυρί της. Πρέπει να την έχεις πατήσει και να λουστείς στο γεράνιο νερό το αχάραχτο που την κατοικεί και που τη μουσκεύει νύχτα-μέρα για να καταλάβεις άκοπα το μέτρο μιας τέτοιας δωρεάς».

 

Είμαι βέβαιος ότι πολλές από τις υπέροχες ελληνικές λέξεις, όπως επίσης περιγραφές τοπωνυμίων, ειδών πανίδας-χλωρίδας που περιέχονται στο παραπάνω κείμενο του Ζήσιμου Λορεντζάτου θα είναι άγνωστες σε όσους γεννήθηκαν μετά τη δεκαετία του ’80. Η αναφορά μου βέβαια στον Ζήσιμο και στο αγαπημένο μου βιβλίο του «Στου τιμονιού το αυλάκι» με κατατάσσει αφενός στους γεννηθέντες πριν από την δεκαετία του ’80, αφετέρου σε όσους είχαν την τύχη να διδαχθούν ελληνικά από ελληνομαθείς σοφούς δασκάλους, δυστυχώς ένα είδος προς εξαφάνιση.

Τα πράγματα είναι πολύ ανησυχητικά, πριν από αρκετά χρόνια συνάντησα ελληνόπουλο που αποκάλυψε ότι δεν είχε δει ποτέ του αγελάδα εκ του φυσικού, είχε δει αγελάδα μόνον στην τηλεόραση. Χάνεται δυστυχώς η γλώσσα, η άμεση επαφή με τη φύση και κυριότερα χάνεται από τη ζωή όλων μας η έννοια του αθώου, του μοναδικού, του μυστικού, του ανεπιτήδευτου. Ίσως επειδή εγώ μεγαλώνω να βλέπω μπροστά μου μόνον απώλειες με πιο αντιπροσωπευτική των καιρών -θαρρώ- την απώλεια της αθωότητας. Μπορεί να κάνω λάθος και απλά ο κόσμος να αλλάζει χωρίς εγώ να προσαρμόζομαι απόλυτα στις αλλαγές. Μπορεί και να μην κάνω όμως λάθος. Το Κουφονήσι, ωστόσο, σε πείσμα των εποχών παγκοσμιοποίησης παραμένει ένας παράδεισος του απέραντου γαλάζιου για όσους λαμβάνουν τη δωρεά να το επισκεφτούν. Εγώ πάντως αποφάσισα, για εντελώς δικούς μου λόγους, να δώσω στο κείμενό μου τον τίτλο «Ένα Ρέκβιεμ για την απώλεια της αθωότητας σε τρεις αποχρώσεις του μπλε».

athensvoice.gr

You may also like

artpointview.gr @ 2024