Μίκης: Σίγουρα θα υπάρξουν και άλλοι μεγάλοι, όχι όμως με τη μορφή του εθνικού διανοουμένου, ηχείου μιας εθνικής – λαϊκής ψυχής.
Γράφει ο Γιάννης Βούλγαρης/ΤΑ ΝΕΑ
Σωστά το έγραψε ο Παύλος Τσίμας. «Ολοι κάποια στιγμή συναντηθήκαμε με τη μουσική του, με τον ίσκιο του, με τον μύθο του». Του Μίκη Θεοδωράκη. Για τη γενιά μου, η συνάντηση κράτησε πολύ περισσότερο από κάποια στιγμή. Για την ακρίβεια, κράτησε και θα κρατήσει όλη τη ζωή. Γιατί, όπως ποιητικά είπε ο ίδιος ο Μίκης, «οι λεπτομέρειες σβήνουν, μένουν τα Μεγάλα Μεγέθη». Και ο Μίκης είναι Μεγάλο Μέγεθος, για τη μουσική που έγραψε, για το πάθος που προσωποποίησε, για την άπλα που μας έδωσε. Ερήμην συνήθως των πολιτικών – κομματικών μεταστροφών του, που σήμερα σβήνουν σαν λεπτομέρειες. Εξάλλου ο καθένας μας έχει μια δική του λεπτομέρεια να σβήσει. Διαφορετική λεπτομέρεια οι δεξιοί, διαφορετική οι κεντρώοι και οι ανδρεϊκοί, διαφορετική οι αριστεροί.
Μεγάλα Μεγέθη προκύπτουν όταν και οι εποχές είναι μεγάλες, όταν διακυβεύονται πολλά, όταν ο φόβος και η ελπίδα φορτίζουν την πολιτική καθημερινότητα, όταν η μνήμη των θανάτων συνυπάρχει με τη λήθη που χρειάζεται για να συνεχίσει η ζωή, όταν οι συνηθισμένοι άνθρωποι ρισκάρουν με θάρρος αδιανόητο σε ομαλότερες περιόδους, όταν η Ιστορία αναμοχλεύει βαθιά τον εθνικό βίο της χώρας. Τέτοιες ήταν η μετεμφυλιακή εποχή, η δικτατορία, τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Αυτές οι δεκαετίες, 1960-1980, ήταν η εποχή του Μίκη Θεοδωράκη.
Η πολιτική του δράση συσκοτίζει ως έναν βαθμό τη βαθιά πολιτισμική – ιδεολογική επίδραση που άσκησε. Η μυσταγωγία των μεγάλων λαϊκών συναυλιών του συμπυκνώνει καλύτερα τον ρόλο του στην ιστορία της περιόδου. Οποιος έχει συμμετάσχει, θα έχει κρατήσει ασφαλώς το συναίσθημα της ατομικής ανάτασης και της συλλογικής μέθεξης που υποκινούσε η μουσική του. Η προσωπική μου ανάμνηση ανάγεται πίσω, προδικτατορικά, 1966 θα ήταν, στη μεγάλη συναυλία στο Θέατρο Λυκαβηττού. Εφηβος τότε, γόνος αριστερής οικογένειας, ήδη «μυημένος» και συναισθηματικά προδιατεθειμένος δηλαδή, μαζί με εκατοντάδες κόσμου μέσα και έξω από το θέατρο ως πάνω στα νταμάρια, με τα φτωχικά «καλά» τους, όπως συνήθιζαν τότε να ντύνονται, κυρίως οι γυναίκες, σε τέτοιες περιστάσεις. Η στιγμή της μαγείας ήταν η αρχική, η γνωστή: ο πανύψηλος Μίκης άνοιγε τα χέρια – φτερούγες, όπως μνημόνευσε η Μαρία Φαραντούρη, που έκανε τότε τα πρώτα βήματά της, και το πλήθος σώπασε σε μια σιωπή ομόθυμη, γεμάτη προσμονή. Τότε συγκράτησα μόνο την ψυχική ευφορία και την προσδοκία στα πρόσωπα που έβλεπα γύρω μου, σήμερα ξέρουμε ότι ήταν κάτι πολύ περισσότερο.
Ηταν εκείνες οι βαθύτερες και αόρατες διαδικασίες που συμβαίνουν όταν αναδύεται ένα νέο συλλογικό υποκείμενο ή όταν αναμορφώνεται μια μεγάλη παράταξη με ιστορικό βάρος και βάθος. Αυτό που έβλεπα γύρω μου ήταν ο Λαός της Αριστεράς που αναζητούσε το νέο του στίγμα μετά την ήττα του Εμφυλίου, μετά τα πρώτα δραματικά χρόνια των μετεμφυλιακών διώξεων, στις νέες συνθήκες μιας κοινωνίας που είχε αρχίσει να αναπτύσσεται και να ελπίζει σε μια ομαλότερη δημοκρατική ζωή. Εκείνη η διαδικασία «γέννησε» τον «Μίκη» και σε εκείνη τη διαδικασία πρωτοστάτησε ο Θεοδωράκης. Και δεν εννοώ ως πολιτικός ή ως πρόεδρος των Λαμπράκηδων, αλλά ως μουσικός και διανοούμενος. Γι’ αυτό είπα ότι εκείνες οι συναυλίες συμπυκνώνουν εκ των υστέρων τον ιστορικό του ρόλο.
Στην πραγματικότητα, ήταν μια εξέλιξη που ζούσαν τότε όλα τα σημαντικά δυτικοευρωπαϊκά κομμουνιστικά κινήματα, όπως της Ιταλίας και της Γαλλίας. Ηταν μια διαδικασία εθνικοποίησής τους που είχε αρχίσει δειλά από τη δεκαετία του 1930, αλλά παγιώθηκε με τη συμμετοχή στην εθνική αντίσταση της κάθε χώρας. Χωρίς να εγκαταλείψουν τον τριτοδιεθνιστικό μαρξισμό – λενινισμό, έπαψαν να είναι κόμματα στελεχών, έγιναν κόμματα μαζών, βουτώντας βαθιά στην εθνική κουλτούρα, την εθνική ιστορία και τον λαϊκό ψυχισμό. Η ιδιαιτερότητα της ελληνικής Αριστεράς ήταν ότι το εγχείρημα έλαβε χώρα σε συνθήκες πολεμικής ήττας και αμφισβήτησης της εθνικής της αξιοπιστίας από την κυρίαρχη τότε ιδεολογία της εθνικοφροσύνης. Οπως έχει περιγράψει η ιστορικός Κατερίνα Λαμπρινού, η ΕΔΑ προς τα τέλη της δεκαετίας του 1950 και ιδίως στη «σύντομη άνοιξη της δεκαετίας του 1960», ως τη δικτατορία δηλαδή, αναζήτησε με τα πολιτικά – αξιακά συστατικά της ελληνικότητας, της αντίστασης, της αγωνιστικότητας, της λαϊκότητας να αναμορφώσει τη δική της ταυτότητα και να προβάλει μια δυνάμει ευρύτερη εθνική δημοκρατική προοδευτική παράταξη πέραν των ορίων της Αριστεράς. Σε αυτό το πλαίσιο ο Θεοδωράκης έγινε «η μελωδική ηθική μιας λαϊκότητας» (Νικόλας Σεβαστάκης), έφτιαξε και προσέφερε το δικό του μουσικό σύμπαν, το οποίο πράγματι άσκησε μια μακρόχρονη πολιτισμική, αισθητική και εμμέσως ιδεολογική ηγεμονία. Με την ουσιαστική έννοια του όρου: δεν κατέβασε την ποίηση στον λαό, αλλά ανέβασε τον λαό στην ποίηση. Με τη δικτατορία, τη βαθμιαία εξάπλωση της αντιδικτατορικής διάθεσης των πολιτών σε όλο το πολιτικό φάσμα και τα κύματα της διεθνούς συμπαράστασης, η μουσική του αγκάλιασε τον εθνικό κορμό. Οι γιγάντιες συναυλίες τους πρώτους μήνες της Μεταπολίτευσης συμβόλιζαν τη νίκη του Λαού – Εθνους, ασχέτως πόσο αντιστασιακό κόπο είχαν καταβάλει οι πολίτες που συνιστούσαν αυτόν τον λαό. Τώρα, η χώρα ολόκληρη τραγουδούσε ποίηση. Ηταν μια όψη αυτού που στον δημόσιο λόγο ονομάστηκε χωρίς ιδιαίτερη ακρίβεια «ηγεμονία των ηττημένων του Εμφυλίου», ένα μείγμα συγκροτημένης αριστερής ιδεολογίας, από τη μια, με μεγάλες δόσεις λαϊκισμού, από την άλλη, που στη συνέχεια πήρε συχνά το πάνω χέρι. Μέσα στο κλίμα των ημερών, σκέφτομαι ότι αυτό μπορεί να ήταν το κόστος μιας συνάντησης που δεν έγινε: του Μίκη με τον Αντρέα. Δεν εννοώ τα πρόσωπα, εννοώ τις ιστορικές – πολιτικές διαδικασίες που συμβόλισαν, οι οποίες σε τελική ανάλυση αφορούσαν το ίδιο πράγμα: ποια χαρακτηριστικά θα έπαιρνε η αποκληθείσα τότε «δημοκρατική – προοδευτική παράταξη», ο χώρος της Αριστεράς και του Κέντρου. Ο Μίκης συμβόλισε το εγχείρημα από τη μεριά της προδικτατορικής Αριστεράς, με καταλυτικό πολιτισμικό – ιδεολογικό αποτέλεσμα, που επιβεβαίωνε την ισχυρή επιρροή της αριστερής διανόησης εκείνης της εποχής σε εθνικό επίπεδο. Ο Αντρέας προσωποποίησε την ίδια επιδίωξη από τον χώρο του Κέντρου, με κατάληξη τη μεταπολιτευτική κυριαρχία του ΠΑΣΟΚ. Ομως, αυτή η κυριαρχία δεν απέκτησε ποτέ ανάλογο πολιτισμικό – ιδεολογικό βάθος, ούτε κινητοποίησε τον ευρύτερο πνευματικό καλλιτεχνικό χώρο, αντιθέτως σε κρίσιμες περιόδους παραδόθηκε στους πιο ποταπούς μηχανισμούς του λαϊκισμού. Αλλά αυτό είναι άλλη συζήτηση, για άλλη ώρα.
Ηταν ο τελευταίος των μεγάλων; Σίγουρα θα υπάρξουν και άλλοι μεγάλοι, όχι όμως με τη μορφή του εθνικού διανοουμένου, ηχείου μιας εθνικής – λαϊκής ψυχής. Η ανάδυση ενός πνευματικού «εθνικού ταγού» προϋπέθετε μια εθνική κοινωνία και μια εθνοκεντρική κουλτούρα, σε επικοινωνία βεβαίως με τα διεθνή ρεύματα. Στις σημερινές συνθήκες παγκοσμιοποίησης η συνθήκη αυτή αίρεται. Ο Θεοδωράκης όπως και ο Χατζιδάκις διεθνοποίησαν το εθνικό. Οι μετέπειτα εθνικοποιούν το διεθνές.
Αποχαιρετούμε λοιπόν έναν μεγάλο και μια εποχή που όταν έσβησαν οι λεπτομέρειες έμειναν τα Μεγάλα Μεγέθη. Και ανάμεσά τους ο Θεοδωράκης και η μουσική του που, με τα λόγια της Κατερίνας Σακελλαροπούλου, «σηματοδότησε την αντίσταση, την ελπίδα, τη συντροφικότητα, τη συλλογική διεκδίκηση – σαν ένα μήνυμα ελευθερίας».
Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι ομότιμος καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου