Μαρία Θηρεσία Καρλότα/ Σόνια Ζαχαράτου

“Θα μιλήσω για το βιβλίο της Σόνιας Ζαχαράτου, παραλείποντας από τον τίτλο το όνομα της Μαρίας Θηρεσίας Καρλότας, της αυτοβιογραφούμενης πρωταγωνίστριας (της θυγατέρας του Λουδοβίκου 16ου και της Μαρίας Αντουανέτας, και εγγονής της Μαρίας Θηρεσίας τηνΑυστρίας), της μόνης από την βασιλική οικογένεια της Γαλλίας που επέζησε της λαίλαπας της Επανάστασης του 1789, της “Βασιλικής Κυρίας” και “Κόρης της Γαλλίας”, όπως ήταν οι τίτλοι ευγενείας, τα χρόνια που ανυποψίαστη βάδιζε η Ιστορία στην παλαιά Ευρώπη, της “Μουσελίν”, όπως την έλεγε η μαμά της όπως, όποιες κι αν είναι οι μαμάδες, δίνουν τα τρυφερά τους παρατσούκλια. Κι ο λόγος που κουτσουρεύω τον τίτλο είναι για να επισημάνω το πώς μου μίλησε το βιβλίο από την πρώτη του σελίδα: Ωσάν την αφήγηση ενός βαθύτατου τραύματος στη μνήμη μιας γυναίκας. Ενός τραύματος που δεν ξεπερνιέται .Και που όταν, σε προχωρημένη ηλικία, η αφηγήτρια – πρωταγωνίστρια προσπαθεί να το εντάξει στη ζωή της σαν βάση του παρελθόντος της, διαπιστώνει -και μαζί κι εμείς, οι αναγνώστες κι οι αναγνώστριες- ότι δεν είναι η βάση αλλά το βάθρο. Δεν είναι το παλαιωμένο τραύμα, αλλά η χαίνουσα εσαεί πληγή.

Μοιάζει σαν η Σόνια Ζαχαράτου να περίμενε να την βρει μια υποσημείωση της Ιστορίας για να βγάλει το ιστορικό πρόσωπο από τη ρόδινη στάχτη του και να του δώσει τη δική της φωνή, τη δική της γραφή -σ΄ένα μικρό παράρτημα του βιβλίου, η συγγραφέας αναφέρεται στις “συμπτώσεις” που την έσπρωξαν στη Μαρία Θηρεσία Καρλότα. Η αναγκαία ιστορική έρευνα έγινε όπως έπρεπε να γίνει, με πηγή και το εφηβικό ημερολόγιο στη διάρκεια των μαύρων ετών της έγκλειστης πριγκίπισσας. Όμως -κι αυτό το θεωρώ μεγάλη συγγραφική μαεστρία -το ημερολόγιο έχει μετατραπεί σε μια ταραγμένη ελεγεία ενός παιδιού που, με ποιητικά εκφρασμένη φρίκη, χάνει τον αγαπημένο πατέρα, την αγαπημένη μητέρα, τους αγαπημένους συγγενείς στη γκιλοτίνα. Αν και –υποτίθεται- η αφήγηση είναι αφήγηση της μνήμης (η Ζαχαράτου επιλέγει τον αόριστο και στην πραγματικότητα τετελεσμένο χρόνο), η φωνή που αφηγείται αναπλάθει την φωνή την τότε, την μάλιστα εσωτερική φωνή, αφού η απομόνωση της Μουσελίν είναι απόλυτη. Γι’ αυτό κι όταν η αφήγηση φτάνει να μιλήσει για τα χρόνια μετά την απελευθέρωση απ’ τον Πύργο του Ναού και για τον γάμο της στην Αυστρία, γίνεται “δημοσιογραφική” ( “έχεις έτοιμο ένα ρεπορτάζ”, είπε στη Σόνια ένας συνάδελφος).

Επίσης, παραθέτει εντυπώσεις γύρω από τα κομβικά πρόσωπα της Επανάστασης, όπως του Μαρά, του Σαιντ Ζυστ και άλλων, κρίσεις για την ίδια την Επανάσταση, παραθέτει τα ιστορικά γεγονότα και τις πολιτικές εξελίξεις. Καθώς η συγγραφέας διάλεξε –έφτιαξε- ηρωίδα της μια έξυπνη γυναίκα, η οποία, ασυνείδητα μεν αλλά ωστόσο αποτελεσματικά, προσπαθεί να χτίσει μια persona που θα ανακουφίσει την ισοπέδωση προσωπικότητας που έχει υποστεί στα πιο κρίσιμα χρόνια της ζωής, που θα υπογραμμίσει την μαλακή και παρεξηγημένη πατρική φιγούρα και την προοδευτική, προικισμένη, τρυφερή μητέρα που κατασυκοφαντήθηκε. Καθώς, η “Κόρη της Γαλλίας” υπήρξε παιδί του πατέρα και της μάνας. Έτσι, σκέτα, δίχως τίτλους και οφίτσια, χωρίς κρατικές ευθύνες να μπαίνουν πάνω απ’ την ευθύνη για τα τέκνα.

Αυτό το σχεδόν δεύτερο μέρος του αφηγήματος, όπου η γραφή -η φωνή- επιχειρεί την εκλογίκευση με τη ψυχρότητα της, διακόπτει την υπαινικτική ποιητική εκφορά που έχει κιόλας ζεματίσει την ψυχή του αναγνώστη και της αναγνώστριας. Προσωπικά δυσαρεστήθηκα. Νόμισα, προς στιγμή, ότι η Ζαχαράτου είχε κουραστεί. Ή ότι ήθελε να παραθέσει την ιστορική αλληλουχία κι έπεσε στην παγίδα της τεκμηρίωσης. Αλλά τα τελευταία κεφάλαια του βιβλίου, όπου η Μαρία Θηρεσία αφηγείται το ταξίδι επιστροφής της στο Παρίσι, με ξαναφέρανε στο θαυμασμό για τη συγγραφέα. Για όποιους λόγους και να έγινε αυτή που έγινε η ηρωίδα στην ωρίμανσή της, χαϊδεύοντας τα επιτάφια αγάλματα των γονέων της , το ίδιο τραύμα αιμορραγεί” .

Πόλυ Μηλιώρη