Ιμαρέτ Καβάλας: Εκεί που παντρεύεται η ιστορία με την σύγχρονη αισθητική!
Κείμενο-Φωτογραφίες της Ιουστίνης Φραγκούλη-Αργύρη
Το ταξίδι μας, που ξεκίνησε από τη βορειοδυτική Ελλάδα, μας έφερε στην Κεντρική Μακεδονία, όπου ανακαλύψαμε την αρχοντική ομορφιά της Καβάλας. Η πόλη χτισμένη σε τρείς κυρίως λόφους αττενίζει τη θάλασσα προσφέροντας το γαλάζιο χρώμα και τα ψαροκάικα στην καθημερινή θέα των κατοίκων της.
Η παλιά πόλη που είχε χτιστεί και αναπτυχθεί κυρίως τα ρωμαιοβυζαντινά χρόνια περιβάλλεται από τα τείχη του τέλειου υδραγωγείου της και στεφανώνεται με το αμυντικό και εντυπωσιακά διατηρημένο Κάστρο της.
Τίποτε πλέον στην Καβάλα δεν θυμίζει την πολυαίωνη τουρκοκρατία, τίποτε δεν παραπέμπει στην τραγικότητα της ανταλλαγής των πληθυσμών ει μη μόνον το αρχοντικό όπου γεννήθηκε ο Μεχμέντ Αλή Πασάς (αργότερα βασιλιάς της Αιγύπτου) και το επιβλητικό ΙΜΑΡΕΤ, ίσως κι ελάχιστοι μιναρέδες.
Για το Ιμαρέτ θα σας μιλήσω, γι αυτό το σύνολο των κτηρίων που κατασκεύασε με εντολή του ο Μεχμέντ Αλή Πασάς, γεννημένος στην πόλη αλλά μετοικήσας στην Αίγυπτο όπου με μηχανορραφίες και μάχες κατέκτησε τον τίτλο του βασιλιά.
Ο Μεχμέντ Αλή Πασάς (wikipedia)
Ο Μεχμέντ Αλή που είχε μεταβεί στην Αίγυπτο με 300 Καβαλιώτες για να πολεμήσει εναντίον του Ναπολέοντα κατόρθωσε να αναρριχηθεί στα ανώτατα αξιώμτα της χώρας. Το 1811 εξόντωσε με δόλο όλους τους αρχηγούς των Μαμελούκων και με τους γιους του νίκησε τους Βαχαβίτες της Αραβίας.
Το 1822 κατέκτησε τη Νουβία, το Σεναάρ, το Κορντοφάν και τμήμα της Αβησσυνίας. Μετά από πρόσκληση του Σουλτάνου Μαχμούτ, έστειλε τον γιο του Ιμπραήμ με ισχυρό στρατό και στόλο να υποτάξει την επαναστατημένη Ελλάδα. Την περίοδο 1831 με 1833 κατέκτησε τη Συρία και ζήτησε να την κρατήσει αφού νίκησε επανειλημμένως τα στρατεύματα του Σουλτάνου. Επενέβησαν όμως οι Μεγάλες Δυνάμεις και τον ανάγκασαν να φύγει από την Ασία. Πέτυχε όμως την αναγνώριση κληρονομικού δικαιώματος επί της αντιβασιλείας για την οικογένεια του. Συνεχίζοντας την αναδιοργάνωση της Αιγύπτου, ανοικοδόμησε την Αλεξάνδρεια, προήγαγε την καλλιέργεια του βαμβακιού και ίδρυσε διάφορες σχολές.
Η εσωτερική του διακυβέρνηση υπήρξε ευεργετική για τη χώρα. Κατασκεύασε αρδευτικά έργα, προστάτευσε και προήγαγε τη γεωργία, διευκόλυνε τις μεταφορές με μεγάλο στόλο ποταμόπλοιων, αναδιοργάνωσε το στρατό και το στόλο της Αιγύπτου με τη βοήθεια Ευρωπαίων.
Το 1844 επειδή αρρώστησε, παραιτήθηκε υπέρ του γιου του Ιμπραήμ, ο οποίος όμως πέθανε μετά από δύο μήνες. Αυτόν διαδέχθηκε ο Αμπάς ο Α’ επί της βασιλείας του οποίου πέθανε ο Μωχάμετ Άλη.
Το 1813 ως καλός Μωαμεθανός που έπρεπε να ανταποδώσει τα καλά που είχε λάβει από τη ζωή του στον Αλλάχ, αποφάσισε να ιδρύσει στη γενέτειρά του την Καβάλα,ένα Ιμαρέτ, δηλαδή ένα συσσίτιο για τους φτωχούς, Τούρκους και Έλληνες, το οποίο αποπερατώθηκε το 1833.
Η περιήγηση στο Ιμαρέτ
H περιήγηση στο Ιμαρέτ ξεκίνησε από την ιδιοκτήτρια του συγκροτήματος , το οποίο σήμερα αποτελεί πολυτελές ξενοδοχείο με σπά στα παλιά χαμάμ. Η ‘Αννα Μισσιριάν, σύζυγος διακεκριμένης οικογένειας της Καβάλας, είναι η κυρία ενός κόσμου που μεταφέρει την ιστορία της πόλης μέσα από το υπερμεγέθες τουρκικό κτιριακό σύμπλεγμα, που προσέφερε κατά την πείοδο της ακμής του , εκτός από συσσίτιο και τζαμί για προσευχή, ένα ιδιωτικό σχολείο για άρρενες μουσουλμάνους μαθητές αλλά και πανεπιστήμιο με επίκεντρο τη μουσουλμανική θεολογία τη νομική επιστήμη και την ιατρική.
Η Ισμήνη, νεαρή απόφοιτος του Ιστορικού τμήματος της Φιλοσοφικής Σχολής, μας πήρε από το χέρι και μας στροβίλισε στην ιστορία του Ιμαρέτ, προσφέροντας ιστορικοκοινωνικές λεπτομέρειες της παρατεταμένης τουρκοκρατίας στην Καβάλα.
Θαυμάσαμε την ποικιλία στη διακόσμηση, την ποιότητα των δομών, την αλληλεπίδραση μεταξύ εσωτερικών και εξωτερικών χώρων και την προσαρμοστικότητα των λειτουργικών του δομών. Το συγκρότημα που αναπαλαιώθηκε με τρομερό σεβασμό στην ιστορία του, αποτελείται από τέσσερις επιμέρους ενότητες που παρατάσσονται σε σειρά και κάθε ενότητα οργανώνεται γύρω από τέσσερις αυλές-κήπους. Οι θόλοι των μονάδων της κάθε επιμέρους ενότητας διαφοροποιούνται.
Περισσότερο τονισμένοι είναι οι θόλοι των κύριων προσβάσεων και των γωνιακών χώρων που υπερυψώνονται και στην κορυφή τους τοποθετείται μαρμάρινο ή μπρούτζινο alem (πέτρα-κλειδί). Επενδύονται με φύλλα μολύβδου, τα οποία αλληλοκαλύπτονται για την καλύτερη στεγανοποίηση της επιφάνειας, σχηματίζοντας στις ενώσεις ακτινωτές νευρώσεις, στοιχεία γνώριμα στην Οθωμανική αρχιτεκτονική. Μαζί με ένα πλήθος από καμινάδες, διαφόρων ύψων και σχημάτων, προβάλλουν πάνω από τις στέγες δημιουργώντας μια εντύπωση αταξίας στην οργάνωση του συνόλου.
Το τζαμί είναι σχετικά μικρό, τα αποσπάσματα από το κοράνι βρίσκονται γραμμένα στην αραβική ανάμεσα από το θόλο και τα εναλλασόμενα παράθυρα, τα περσικά χαλιά χρησιμεύουν για την ταπεινότητα της γονυκλισίας, οι επισκέπτες περπατούν ξυπόλυτοι πάνω τους.
Οι κήποι αποτελούν ένα αριστούργημα αισθητικής, πειραγμένοι κατ΄ελάχιστον από τις σύχγρονες παρεμβάσεις. Οι κίονες εναλλάσσονται από πλίνθινοι σε μαρμάρινους, πατώντας στην ιστορική αρχιτεκτονική βάση της βυζαντινής εποχής.
Το Ιμαρέτ σε κάνει να πισωγυρίζεις στην ιστορία της Καβάλας, να σκιαγραφείς μέσα σου μια εποχή όπου η Τουρκοκρατία, παρά την έλλειψη εξέλιξης στον τομέα της τέχνης, ωστόσο κλείνει το μάτι στην βυζαντινή αρχιτεκτονική καταγωγή του πειρβάλλοντος χώρου. Για μένα τούτος ο τόπος με τις σύχγρονες δομές της φιλοξενίας, αποτελεί το ύψιστο παράδειγμα για το πώς μπορεί να παντρευτεί η ιστορική μνήμη με τις τρέχουσες απαιτήσεις της υψηλής αισθητικής.
Η ιστορία στο Ιμαρέτ δεν κρύβεται, αναδεικνύεται και αποδεικνύει πως μια ακτίδα φωτός τρύπωνε σε όλους τους πολιτισμούς, ακόμη και σε αυτούς που αρνήθηκαν και αρνούνται να εξελιχθούν!
Η ιστορία του Ιμαρέτ της Καβάλας (wikipedia)
Το Ιμαρέτ αποτελούσε ένα συγκρότημα δημόσιων κτηρίων (kulliye) με κοινωφελή χαρακτήρα και στηριζόταν σε 2 κύριους πυλώνες την φιλοξενία – διδασκαλία και φιλανθρωπία (προσφορά σούπας ανεξαρτήτως θρησκεύματος και καταγωγής. Η εκπαιδευτική λειτουργία (αυστηρά για μουσουλμάνους άρρενες) συνεχίστηκε μέχρι τον Ιούλιο του 1902 ενώ η παροχή ‘συσσιτίων’ μέχρι το 1923. Με τη συνθήκη της Λωζάνης, προσφυγικές οικογένειες διέμειναν μέχρι το 1965-69. Το 2000 η κατάσταση του συγκροτήματος ήταν σε πολύ κακή κατάσταση. Κατά την διάρκεια των χρόνων το μνημείο παράκμασε και περιήλθε σε κατάσταση ταχύτατης κατάρρευσης. Είχε αποψιλωθεί το μεγαλύτερο μέρος των μολυβδοσκέπαστων τρούλων, εκτεταμένες φθορές στα επιχρίσματα, κατεστραμμένα ξύλινα μέρη κατασκευής (παράθυρα, πόρτες, πατώματα) και τα διακοσμητικά στοιχεία του κτιρίου. Υπήρχε μεγάλος όγκος απορριμμάτων σε όλο το συγκρότημα, τα γραφεία της διοίκησης ήταν σχεδόν κατεστραμμένα ενώ τμήματα του κτιρίου είχαν μετατραπεί σε αποθήκες περιοίκων και καταστημάτων.
Το 1954 αναγνωρίστηκε από την Ελληνική Κυβέρνηση ως αιγυπτιακό βακούφι (wakf) χωρίς όμως να υπάρχει κάποια αισθητή αλλαγή. Το 2001 ξεκίνησε η αποκατάσταση υπό την ιδιωτική επιχείρηση Μισσιριάν Α.Ε. και από τον Ιούνιο του 2004 λειτουργεί ως μνημείο-ξενοδοχείο που συμπεριλαμβάνει ερευνητικό κέντρο (MOHA Research Center) που προάγει τη διαπολιτισμική κατανόηση και επικοινωνία μέσα από την έρευνα του Ισλάμ και τους πολιτισμούς της ευρύτερης Μεσογείου.