Η ομιλία του μεγάλου δάσκαλου της Ελληνικής αρχιτεκτονικής, ζωγράφου και στοχαστή Δημήτρη Πικιώνη με τίτλο “Γαίας ατίμωσις” (Δια την προστασίαν του τοπίου) . Είναι από το βιβλίο Δ.ΠΙΚΙΩΝΗ ΚΕΙΜΕΝΑ – ΜΙΕΤ.
Η γη τούτη (Αττική γή) είχε, μαζί με μερικές άλλες, το προνόμιο να διδάξει στον άνθρωπο μιά από τις πιό υψηλές μορφές της αποκάλυψης του παγκοσμίου λόγου. Και τη μορφήν αυτή την έπλασε ο αρχαίος καθ’ ομοίωση τούτης της γης, θε νά ‘λεγα πως την ανέσυρε μεσ’ απ’ το χώμα της και τους βράχους της, κατά τη συμβολική ρήση του σοφού Κιμρί, που έλεγε πως “μέσα στο χώμα πρέπει να βλέπουμε, γιατί εκεί μέσα προετοιμάζονται όλα”. Μέσα στο χώμα, δηλαδή στην εγκρυπτόμενη στη Φύση αποκάλυψη του κόσμου του νοητού.
Κι είναι – για να περιορισθώ στην περιοχή που εξετάζουμε τώρα – είναι, λέω, η βαθύτατη ενόραση και ενακοή του αρχαίου που τον έκανε ικανό ν’ ακούσει μέσα του την προσταγή τη θεϊκή, που όριζε ν’ αποδοθεί ο κάθε τόπος στο θεό που του άρμοζε. Τούτο το νόημα εκφράζει αλληγορικά ο αρχαίος μύθος που μας λέει πως οι θεοί είχαν μοιραστεί στην πανάρχαιη εκείνη εποχή ολάκερη τη γη κι όχι κατ’ έριν αλλά δίκης δη κλήροις το φίλον λαγχάνοντες κατώκιζον τας χώρας, και κατοικίσαντες μας ανάθρεφαν και μας κυβερνούσαν όχι με τη βία αλλ’ οίον οίακι πειθοί ψυχής εφαπτόμενοι κατά την αυτών διάνοιαν. Τούτη του θείου λόγου η ενακοή τους παρακίνησε να καταστήσουν τους Δελφούς ιερό του Απολλώνιου Λόγου και συνάμα πνευματικό σύγκεντρο όλου του κόσμου, ή να ονομάσουν την Ελευσίνα τόπο των συνεχόντων άπαν το ανθρώπειον γένος μυστηρίων, και την Ολυμπία μητέρα του Άθλου. Κι είναι τόσο πέρα απ’ τις προβλέψεις μας το υψηλό περιεχόμενο που έδιναν στον όρο.
Ποιός ήταν, νομίζετε, ο αδελφός του Άθλου; Ο Έλεος. Και πως προσαγόρευαν τη μητέρα τούτη των χρυσοστεφάνων αέθλων, την Ολυμπία; Δέσποινα της Αληθείας. Δέσποιν’ Αλαθίης. Κι η Αθήνα; Τούτη ήταν ο τόπος ο εκλεκτός για του τέλειου Άστεως την πραγμάτωση. Κι ήταν της ίδιας της θεάς Σοφίας το γέννημα και το παίδευμα!… Μα λίγοι θα ξέρουν πως η ιστορική Αθήνα ήταν κατά σειρά η δεύτερη και πως πριν από τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα και της Πύρρας υπήρχε στον ίδιο τούτον τόπο μιάν άλλη παλιά πολιτεία, μιάν άλλη Αθήνα, που ο βίος της ανάγεται στα εννιά χιλιάδες χρόνια πριν από την εποχή του Σόλωνα.
Αυτά τα’ μαθε ο Σόλων απ’τη διήγηση των Αιγυπτίων ιερέων, όταν πήγε στη Σάι, σε μιά πόλη του Δέλτα του Νείλου, που ήταν κατά χίλια χρόνια νεότερη από την πρώτην Αθήνα, αφιερωμένη κι αυτή στη θεά Νηίθ – ελληνιστί δε, ως ο εκείνων λόγος, Αθηνά.
Ας ακούσουμε τούτη τη διήγηση, μιά και όχι μόνον δεν ταιριάζει να χωρίσουμε έναν τόπο για τον οποίον μιλούμε απ’ την ιστορία του, μα γιατί η ιστορία τούτη θα διαφωτίσει εξαίρετα το νόημά του.
Όταν, λοιπόν ο Σόλων, θέλοντας να κάνει τους Αιγυπτίους ιερείς να μιλήσουν για τα παλιά τα χρόνια, άρχισε να τους εξιστορεί όσα εκείνος ήξερε για τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα και της Πύρρας, τότε είναι που ο ιερέας του είπε τα λόγια εκείνα τα πασίγνωστα: Ω Σόλων, Σόλων, Έλληνες αεί παίδές εστε, γέρων δε Έλλην ουκ έστιν. Κι όταν εκείνος απόρησε, Νέοι εστέ, απάντησε ο ιερέας,τας ψυχάς πάντες ουδεμίαν γαρ εν αυταίς έχετε δι’ αρχαίαν ακοήν παλαιάν δόξαν ουδέ μάθημα χρόνω πολιόν ουδέν {…}.
Τούτο, γιατί ενώ πολλές καταστροφές γένηκαν στον κόσμο, είτε από φωτιά είτε από νερό, εσείς θυμόσαστε μιά μονάχα, εκείνη που υπονοεί ο μύθος σας του Φαέθοντα… Κι έτσι δεν ξέρετε πως στη χώρα σας ήταν το κάλλιστον και άριστον γένος ανάμεσα στους ανθρώπους, απ’ όπου βαστάς και συ κι όλη η πολιτεία σας περιλειφθέντος ποτέ σπέρματος βραχέος, αλλ’ υμάς λέληθεν δια το τους περιγενομένους επί πολλάς γενεάς γράμμασιν τελευτάν αφώνους. Ήταν,λοιπόν, η πόλη σας, ω Σόλων, η καλύτερη απ’ όλες στον πόλεμο, κι η πιό ευνομούμενη στον κόσμο, κι έκανε πολλά κατορθώματα και η οργάνωσή της η πολιτική ήταν η καλλίστη πασών οπόσων υπό τον ουρανόν ημείς ακοήν παρεδεξάμεθα. Κι όταν ο Σόλων θαύμασε, Σόλων! του είπε ο ιερέας, φθόνος κανένας δεν υπάρχει από μέρος μας, αλλά θα στα διηγηθώ και για χάρη εσένα του ίδιου και της πόλης σας, κι απάνω απ’ όλα για χάρη της θεάς που και τη δικιά σας και τη δικιά μας προστάτεψε κι ανάθρεψε κι επαίδευσε, τη δικιά της πρωτύτερα απ’ τη δικιά μας, αφού παράλαβε το σπέρμα απ’ τη Γη και τον Ήφαιστο, κι ύστερα τη δικιά μας.
Κι αφού του εξηγεί την κοινότητα των θεσμών που χαρακτηρίζει τις δύο πολιτείες, καταλήγει με τούτα τα λόγια:
Ταύτην ουν σύμπασαν την διακόσμησιν και σύνταξιν η θεός προτέρους υμάς διακοσμήσασα κατώκισεν, εκλεξαμένη τον τόπον εν ω γεγένησθε, την ευκρασίαν των ωρών εν αυτώ κατιδούσα, ότι φρονιμωτάτους άνδρας οίσοι άτε ουν φιλοπόλεμός τε και φιλόσοφος η θεός ούσα τον προσφερεστάτους αυτή μέλλοντα οίσειν τόπον άνδρας, τούτον εκλεξαμένη πρώτον κατώκισεν. Ωκείτε δη ουν νόμοις τε τοιούτοις χρώμενοι και έτι μάλλον ευνομούμενοι πάση τε παρά πάντας ανθρώπους υπερβεβληκότας αρετή, καθάπερ εικός γεννήματα και παιδεύματα θεών όντας.
Αλλ’ απ’ τα πολλά και μεγάλα κατορθώματα της πολιτείας σας – συνεχίζει- πού ‘ναι εδώ γραμμένα και τα θαυμάζουμε, απ’ όλα ένα υπερέχει μεγέθει και αρετή λέγει γαρ τα γεγραμμένα όσην η πόλις υμών έπαυσέν ποτε δύναμιν ύβρει πορευομένην άμα επί πάσαν Ευρώπην και Ασίαν, έξωθεν ορμηθείσαν εκ του Ατλαντικού πελάγους. Τότε γαρ πορεύσιμον ην το εκεί πέλαγος νήσον γαρ προ του στόματος είχεν ό καλείτε, ως φατε, υμείς Ηρακλέους στήλας…
Εν δε τη Ατλαντίδι νήσω ταύτη μεγάλη συνέστη και θαυμαστή δύναμις βασιλέων, κρατούσα μεν απάσης της νήσου, πολλών δε άλλων νήσων και μερών της ηπείρου προς δε τούτοις έτι των εντός τήδε Λιβύης μεν ήρχον μέχρι προς Αίγυπτον, της δε Ευρώπης μέχρι Τυρρηνίας. Αύτη δη πάσα συναθροισθείσα εις εν η δύναμις τον τε παρ’ υμίν και τον παρ’ ημίν και τον εντός του στόματος πάντα τόπον μιά ποτέ επεχείρησεν ορμή δουλούσθαι.
Τότε ουν υμών, ω Σόλων, της πόλεως η δύναμις εις άπαντας ανθρώπους διαφανής αρετή τε και ρώμη εγένετο πάντων γαρ προστάσα ευψυχία και τέχναις όσαι κατά πόλεμον, τα μεν των Ελλήνων ηγουμένη, τα δ’ αυτή μονωθείσα εξ ανάγκης των άλλων αποστάντων, επί τους εσχάτους αφικομένη κινδύνους, κρατήσασα μεν των επιόντων τρόπαιον έστησεν, τους δε μήπω δεδουλωμένους διεκώλυσεν δουλωθήναι, τους δ’ άλλους, όσοι κατοικούμεν εντός όρων Ηρακλείων, αφθόνως άπαντας ηλευθέρωσεν. Υστέρω δε χρόνω σεισμών εξαισίων και κατακλυσμών γενομένων, μιάς ημέρας και νυκτός χαλεπής επελθούσης, το τε παρ’ υμίν μάχιμον παν αθρόον έδυ κατά γης, η τε Ατλαντίς νήσος ωσαύτως κατά της θαλάττης δύσα ηφανίσθη.
Αυτός είναι, λοιπόν, ο πρώτος, ο πανάρχαιος άθλος του Ελληνισμού για την ελευθερία, αλλά δεν άκουσα ποτέ ούτε να τον μνημονεύουν ούτε να τον διδάσκουν στα παιδιά μας…
Αλλά μιάς ημέρας και νυκτός χαλεπής επελθούσης, το κλεινόν γένος, το γένος με το παίδευμα των θεών, εκείνο που ξεπέρασε όλους σε κάθε αρετή, αφανίσθηκε.
Κι η Αττική, η Άκτη, η Κεκροπία πήρε τη μορφή που οι κοσμογονικές δυνάμεις του κατακλυσμού του Δευκαλίωνα και της Πύρρας της έδωσαν, αυτού που αφάνισε και την Ατλαντίδα. Σ’αυτή την κοσμογονική στιγμή ανάγεται η μορφή της. Σ’αυτήν οι Μύθοι της. Η Ακρόπολις – αναφέρει ο Πλάτων – είχε τότε ουχ ως τα νυν έχει… το δε πριν εν ετέρω χρόνω μέγεθος μεν ην προς τον Ηριδανόν και τον Ιλισόν αποβεβηκυία και περιειληφυία εντός την Πνύκα και τον Λυκαβηττόν όρον εκ του καταντικρύ της Πνυκός έχουσα, γεώδης δ’ ην πάσα και πλην ολίγον επίπεδος άνωθεν.
Ποιός άνθρωπος προικισμένος με τη μέσα βλέψη, με την πνευματική ακόμα, θά ‘λεγα, ακοή και αφή και γεύση και όσφρηση, ποιός σκύβοντας επάνω στ’ αρχαία τα κείμενα που ιστορούν τους κοσμογονικούς της Αττικής μύθους, όπου τα ονόματα και οι λέξεις είναι ωσάν ομοιώματα, ωσάν αγάλματα φωνήεντα, όπως θά ‘λεγε ο Δημόκριτος. Κέκρωψ αυτόχθων συμφυές έχων σώμα ανδρός και δράκοντος της Αττικής εβασίλευσε πρώτος και την γην πρότερον λεγομένην Άκτην αφ’ εαυτού Κεκροπίαν ωνόμασεν… και ποιός πάλι θεωρώντας τα σχήματα, και τα σύμφυτα με τούτα χρώματα της πρωτόγονης αυθορμησίας τα πλάσματα τ’ αναμάρτητα, τα δεινά τούτα πέλωρα, όπου, σπαράζοντα απάνω στ’ αετώματα των εκατομπέδων, και των τρισωμάτων δαιμόνων τα πολυέλικτα σώματα, και τους ιχθυόμορφους δράκοντες, και τις γοργόνες τις αποτρόπαιες, και τ’ άλλα τα τερατόμορφα όντα, ποιός, λέω, αν είναι ικανός να κάνει μέσα του όλες τις σε χρόνο και σε τόπο προεκτάσεις – δε θενά αισθανθεί πως παραστέκεται εδώ εις το ιερό μυστήριο της γέννησης του συλλογικού μύθου ενός λαού και του σπέρματος τη θεία καταβολή για του πρωτόφαντου και ανεπανάληπτου “είναι του” τη σύλληψη και του νέου Άστεως και των θεσμών του την ίδρυση… καταβολή, όπου θέλει σταθεί ως το αδιάσειστο βάθρο, το έδος της πολυαιώνιας, της ως τα σήμερα ιστορικής πορείας του Ελληνισμού…
Κι αν ονόμασα θεία την καταβολή, δε μιλάω μ’ έννοια μεταφορική μα κυριολεκτική. Ο Θεός μας παραστέκεται τωόντις, όταν ακολουθούμε τους αϊδιους νόμους του: Το γέννημα τούτο ήταν βγαλμένο μέσα απ’τα σπλάχνα της Φύσης, ήταν πλάσμα της πλέριας υπακοής εις τις Αρχές της, της υπακοής που τότε επιτελείται ακέρια, όταν ακέρια είναι η ενότητα των δημιουργικών δυνάμεων του ανθρώπου. Και στο σημείο αυτό θα μου επιτρέψετε να κάνω μιά παρέκβαση:
Mιλώντας για τα έργα του Ροντέν, ο Καριέρ τα ονόμασε γλυπτά της ανύπαρκτης μητρόπολης. Έ, λοιπόν, εδώ ήταν ο πολύψυχος μύθος ενός λαού, η πραγματικότητα ενός άστεως, ο ναός της θεάς, και τούτη η πέτρα, που είναι η Ακρόπολη, η ωσάν από θεϊκή πρόνοια για τούτο το τέμενος προορισμένη.
Το δ’ άστυ αυτό πέτρα εστίν περιοικουμένη κύκλω, επί δε τη πέτρα το της Αθηνάς ιερόν. Και της θεάς, οπού ιερά της ήταν ή τε άλλη πόλις και η πάσα ομοίως η γη, της θεάς της Σοφίας, της Παρθένου, παράστησαν τη γέννηση, πού αλλού παρά εις το προς την ανατολή του Ήλιου εστραμμένο αέτωμα του νέου Ναού της; Κι εκράτει δόρυ τη χειρί δια το σταθερόν αυτής και ανδρείον, ομοίως και ασπίδα, δια το πάσαν επιβουλήν δια της Σοφίας απωθείσθαι, και περικεφαλαίαν διδόασιν αυτή, δια το είναι της Σοφίας το ακρότατον αθέατον, και ελαίαν, ως καθαράς ουσίας ούσης. Φωτός γαρ ύλη, η ελαία, και Γοργόνα διδόασιν επί του στήθους αυτή, δια το ταχύ του Νου. Και στο δυτικό πάλι αέτωμα εθεώρησαν πρέπον να μνημονεύσουν την έριδα της θεάς με τον Ποσειδώνα, μ’ άλλους λόγους τον κοσμογονικό μύθο της Αττικής… Ω πράξεις που μιλούνε για τον θρησκευτικό δεσμό των αρχαίων με τη μητέρα Φύση…
Αν εκείνα τα λόγια του Αιγύπτιου ιερέα που αφορούν το πολίτευμα και την παιδεία, αν μου ήταν επιτρεπτό να τ’ αποδώσω στη μορφή της ιερής τούτης γής, θά ‘λεγα πως η θαυμαστή διακόσμησή της και σύνταξη που σώζονταν ως πριν από εβδομήντα ή εκατό χρόνια αλώβητη απ’ τις καταστροφές που της φύλαξεν η βάσκανη Μοίρα κι όπου συνεχίζονται ακόμα και σήμερα, θά ‘λεγα πως η σύνταξη τούτη ήταν για μας η θεϊκιά εικόνα όχι μόνο μιάς ιστορικής, γεωλογικής περιόδου, μα σύγκαιρα και του λίκνου ενός από τους πιό υψηλούς πολιτισμούς του κόσμου.
Κι είχαμε χρέος να τη φυλάξουμε ως κόρην οφθαλμού. Τόσο περισσότερο, όσο απ’ τη φύση της γης τούτης και τ’ ουρανού, από τη σύνταξη τούτη δεν μπορείς ν’αφαιρέσεις τίποτα χωρίς να καταστρέψεις την Αρμονία των ισορροπημάτων που συνέχει το όλον. Αλλ’ είναι πλέον αργά.
H λατομία εξακολουθεί το επάρατο έργο της. Εκεί που δεν αφανίζει, κάτι χειρότερο: κολοβώνει τα σχήματα, διαστρέφει τον χαρακτήρα των περιγραμμάτων. Και κάνω εδώ τούτη την προειδοποίηση: η ασυστηματοποίητη λατομία της Πεντέλης ανεβαίνει ήδη ως την ακρώρειά της. Σε λίγο θα δούμε ν’αλλοιώνεται η θεσπέσια γραμμή του αετώματός της. Η γη τούτη κείτεται τώρα ως το πριν όμορφο σώμα ενός θεϊκού πλάσματος όπου κατατρώγει τις σάρκες του η αρρώστια. Κι αν είχε μιλιά – κι έχει, αλλά δεν την ακούμε- θά ‘λεγε:
Δείλαιοι και αμαθείς και βάρβαροι, τι κάνετε; τι αφανίζετε; Δεν ξέρετε ότι είμαι η μητέρα κι η τροφός, το λίκνο, η κοιτίδα, η μήτρα της περασμένης δόξας και της μελλούμενης; Μάταια θαυμάζετε τα μνημεία που έστησαν κάποτε τα παιδιά μου. Δεν ξέρετε πως είναι σαρξ εκ της σαρκός μου, και πως όταν η Μορφή μου αφανισθεί, η δικιά τους θα χάσει το νόημά της; Τι εκάνατε την Ελευσίνα; Tι εκάνατε τον Ιλισό και τον Κηφισό, τα δυό αγιάσματά μου; Εβάλατε μέσα τους τους υπονόμους σας, ερίξατε τα νερά των εργοστασίων σας, Δεν βλέπω πια βωμούς των θεών επάνω εις τα όρη μου και τους λόφους, πάρεξ τα γραφεία και τις μηχανές των Εταιρειών σας. Εκείνοι ήταν σημάδι λατρείας, σε σας δεν απόμεινε παρ’ η κατώτερη μορφή της σχέσης με τη Φύση, η εκμετάλλευση. Έτσι καταστρέψατε την πρώτη, σεπτή κορυφή της Ακρόπολής μου, το Λυκαβηττό, τους έλικες που σχημάτιζε το περίγραμμά του.
Πού είναι ο Κολωνός, τα κράτιστα γας έπαυλα;
Πού οι σπηλιές και τα θρονιά του Πανός
κι η πέτρα πλάι στις μακριές,
τις ολόβαθες πέτρες,
όπου χορούς με τα πόδια χτυπούν
οι Αγλαυρίδες, τριπλόγεννες κόρες,
μπρος στης Παλλάδος τους ναούς,
στις βραγιές, με της φλογέρας
την πολύτροπη τη μελωδία
των ύμνων, άμα σφυρίζεις
πριν ο ήλιος λάμψει, ω Πάνα,
στις σπηλιές σου μέσα…
Έτσι έψαλλαν εκείνοι, δεν ήταν γωνιά τούτης της γης, γκρεμνός, σπηλιά, πηγή, ρέμα, βράχος, όπου δεν εκόρεσαν – για να θυμηθώ μιά φράση του Ταγκόρ σ’ ανάλογη περίσταση ειπωμένη- μ’ ευλάβεια και έρωτα.
Μα τί τ’ όφελος, η ύβρις μένει. Τίποτα πιά δεν μπορεί να την απαλείψει, θα μείνει εις τον αιώνα. Τρισμέγιστη είναι η ενοχή μας. Κι όχι μονάχα απέναντι του εαυτού μας, μα έναντι της μνήμης των περασμένων, έναντι του μέλλοντος και έναντι όλων των λαών της οικουμένης.
Μα οι ανάγκες; θα μου πείτε. Εκείνοι που βάζουν αυτό το ερώτημα ξέρουν πολύ καλά ότι δεν είναι η αδήριτη χρεία, αυτή καθεαυτή, η αιτία της καταστροφής. Η αιτία έγκειται στον τρόπο που ανεχθήκαμε να θεραπευθεί αυτή η χρεία.
Μ’ απάνω σ’ αυτό το ζήτημα της ανάγκης θα’ λεγα να κλείσω μ’ όσα σ’ ανάλογη περίσταση είπε ο Ινδός ποιητής Ταγκόρ. Τα είχα αναφέρει και άλλοτε, εξ αφορμής του ζητήματος των καταστημάτων του Αρσακείου. Μα είναι λόγια σοφά και δε βλάπτει ποτέ να τα ξανακούσουμε. Πρέπει να τα ενωτισθούμε:
“Δεσμοί καθαρώς ωφελιμιστικοί ταπεινώνουν – διότι αγνοούν τα δικαιώματα και τας ανάγκας της εσωτέρας φύσεως του ανθρώπου, ουδεμίαν τύψιν αισθάνονται κακομεταχειριζόμενοι και καταστρέφοντες τα έργα ταύτα του κάλλους, των οποίων η επανόρθωσις ουδέποτε είναι δυνατή.
“Η χρησιμότης, ήτις είναι φύσεως αποσπασματικής, δεν ώφειλε ποτέ να λησμονήση ότι κατέχει υποδεεστέραν θέσιν εις τας ανθρωπίνας υποθέσεις. Ουδέποτε ώφειλε να της επιτραπή να καταλαμβάνη εν τη κοινωνία πλέον του νομίμου αυτής και να υπερβάλλη αυθαιρέτως την νόμιμον εξουσίαν της, ούτε να έχη την ελευθερίαν να βεβηλώνη την ποίησιν της ζωής, να αμβλύνη την αισθηματικότητά μας προς τα ιδεώδη, σεμνυνομένη δια την χυδαιότητά της, ως δι’ ένδειξιν ρώμης.
“Είναι αναμφισβήτητον ότι πρέπει να δοθή εις το χρήμα αρκούντως ευρεία θέσις εν τη κοινωνία, αλλά ο ρόλος του αποβαίνει ύβρις αυτόχρημα, όταν τούτο αθλίως ιδιοποιήται τας θέσεις τας ειδικώς προοριζομένας δια τους αθανάτους…
“Εάν αρνηθώσιν ή περιστείλωσιν την προς την ανθρωπότητα παραχώρησιν ταύτην (ότι δηλαδή αι ανάγκαι πρέπει να παίζουν δευτερεύοντα ρόλον εν τη ζωή) και αν απολύσουν τον χαλινόν των ενστίκτων του κέρδους και της παραγωγής, θα καταλύσουν τον έρωτά μας προς το κάλλος, την αλήθειαν, την δικαιοσύνην, όπως και την προς τον πλησίον μας αγάπην”.
_________________
Συχνά, στην Κοίμηση του Δειλινού, η ψυχή της έπαιρνε αντίκρυ
απ’ τα βουνά μιάν αλαφράδα, μόλο που η μέρα ήταν σκληρή και η αύριο άγνωστη.