Financial Times: Προσχέδιο συμφωνίας Ρωσίας – Ουκρανίας 15 σημείων
Η Ουκρανία και η Ρωσία έχουν σημειώσει σημαντική πρόοδο σε ένα προκαταρκτικό ειρηνευτικό σχέδιο 15 σημείων που περιλαμβάνει κατάπαυση του πυρός και ρωσική απόσυρση, εάν το Κίεβο δηλώσει ουδετερότητα και αποδεχτεί όρια στις ένοπλες δυνάμεις του, σύμφωνα με τρία άτομα που συμμετείχαν στις συνομιλίες, αναφέρει δημοσίευμα των Financial Times.
Η προτεινόμενη συμφωνία, την οποία οι Ουκρανοί και Ρώσοι διαπραγματευτές συζήτησαν πλήρως για πρώτη φορά τη Δευτέρα, θα περιλαμβάνει την παραίτηση του Κιέβου από τις φιλοδοξίες του να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ και την υπόσχεσή του να μην φιλοξενήσει ξένες στρατιωτικές βάσεις ή όπλα με αντάλλαγμα την προστασία από συμμάχους όπως οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Τουρκία, κατά τα ίδια άτομα.
Το είδος των εγγυήσεων της Δύσης για την ουκρανική ασφάλεια –και η αποδοχή τους από τη Μόσχα– θα μπορούσε ωστόσο να αποδειχθεί μεγάλο εμπόδιο σε οποιαδήποτε συμφωνία. Ένα δεύτερο εμπόδιο ίσως είναι το μελλοντικό καθεστώς των ουκρανικών εδαφών που κατέλαβε η Ρωσία το 2014.
Κατά το δημοσίευμα, παρότι Μόσχα και Κίεβο δήλωσαν την Τετάρτη ότι σημείωσαν πρόοδο στους όρους της συμφωνίας, Ουκρανοί αξιωματούχοι παραμένουν δύσπιστοι ότι ο Ρώσος πρόεδρος Πούτιν είναι πλήρως αφοσιωμένος στην ειρήνη και ανησυχούν ότι η Μόσχα μπορεί να κερδίσει χρόνο για να ανασυντάξει τις δυνάμεις της και να συνεχίσει την επίθεσή της.
Ο Μικάιλο Ποντολιάκ, ανώτερος σύμβουλος του Ουκρανού προέδρου Βολοντίμιρ Ζελένσκι, είπε στους Financial Times ότι οποιαδήποτε συμφωνία θα περιελάμβανε τον όρο «τα στρατεύματα της Ρωσικής Ομοσπονδίας σε κάθε περίπτωση να εγκαταλείψουν το έδαφος της Ουκρανίας» – πιο συγκεκριμένα τις νότιες περιοχές κατά μήκος της Αζοφικής και της Μαύρης Θάλασσας, καθώς και τα εδάφη στα ανατολικά και βόρεια του Κιέβου.
Η Ουκρανία θα διατηρήσει τις ένοπλες δυνάμεις της, αλλά θα αναλάβει τη δέσμευση να μην ενταχθεί σε στρατιωτικές συμμαχίες, όπως είναι το ΝΑΤΟ, καθώς και να μην φιλοξενήσει ξένες στρατιωτικές βάσεις στο έδαφός της. Νωρίτερα σήμερα, ο εκπρόσωπος του Πούτιν Ντμίτρι Πεσκόφ είπε στους δημοσιογράφους ότι η ουδετερότητα της Ουκρανίας, στα πρότυπα της Αυστρίας ή της Σουηδίας, είναι μια πιθανότητα. Από την πλευρά του, ο υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ είπε ότι οι δύο πλευρές ήταν «κοντά» στο να συμφωνήσουν σε «απολύτως συγκεκριμένες διατυπώσεις» στις διαπραγματεύσεις. Ωστόσο ο πρόεδρος της Ουκρανίας Βολοντίμιρ Ζελένσκι, μιλώντας σήμερα διαδικτυακά στο Κογκρέσο των ΗΠΑ, επανέλαβε την έκκλησή του να επιβληθεί ζώνη απαγόρευσης πτήσεων πάνω από την Ουκρανία, καθώς και να δοθούν στη χώρα του μαχητικά αεροσκάφη ή άλλα μέσα για να αμυνθεί.
«Προτείνουμε ένα «ουκρανικό μοντέλο εγγυήσεων ασφάλειας», το οποίο συνεπάγεται την άμεση και νομικά επαληθεύσιμη συμμετοχή ορισμένων εγγυητριών χωρών στη σύγκρουση» εάν κάποιος παραβιάσει ξανά την εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας, είπε ο Ποντολιάκ. Πρόσθεσε ότι, στο πλαίσιο οποιασδήποτε συμφωνίας, η Ουκρανία «θα διατηρήσει οπωσδήποτε τον δικό της στρατό». Υποβάθμισε ωστόσο τη σημασία της απαγόρευσης των ξένων βάσεων στην Ουκρανία, λέγοντας ότι αυτό ήδη απαγορεύεται από την ουκρανική νομοθεσία.
Δύο από τις πηγές της εφημερίδας είπαν ότι η εν λόγω συμφωνία περιλαμβάνει όρους για την κατοχύρωση των δικαιωμάτων της ρωσικής γλώσσας στην Ουκρανία, η οποία ομιλείται ευρέως αν και η ουκρανική είναι η μόνη επίσημη γλώσσα. Ο Ποντολιάκ είπε ότι «τα ανθρωπιστικά ζητήματα, συμπεριλαμβανομένων και των γλωσσικών, συζητούνται μόνο μέσα από το πρίσμα των αποκλειστικών συμφερόντων της Ουκρανίας».
Το μεγαλύτερο πρόβλημα πάντως παραμένει η απαίτηση της Ρωσίας να αναγνωρίσει η Ουκρανία την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014 και την ανεξαρτησία του Λουχάνσκ και του Ντονέτσκ, των δύο αυτονομιστικών περιφερειών του Ντονμπάς. Η Ουκρανία μέχρι στιγμής αρνείται, αλλά σύμφωνα με τον Ποντολιάκ είναι πρόθυμη να διαχωρίσει αυτά τα ζητήματα. «Τα διαφιλονικούμενα εδάφη και οι εμπόλεμες ζώνες είναι ένα ξεχωριστό θέμα. Μέχρι στιγμής, συζητάμε για την αποχώρηση από τα εδάφη που κατελήφθησαν αφότου ξεκίνησε η στρατιωτική επιχείρηση στις 24 Φεβρουαρίου», κατέληξε.
Πηγές: Financial Times, ΑΠΕ-ΜΠΕ/ ΕΡΤ