Το τρίτο Συρτάρι με τους Ήχους του, από την Έφη Αγραφιώτη
Ένα χρόνο μετά το πρώτο και έξι μήνες μετά το δεύτερο δισκογράφημα με τον γενικό τίτλο“Ήχοι από το Συρτάρι”, η δισκογραφική εταιρία Irida Classical και η πιανίστα και συνεργάτρια μας Έφη Αγραφιώτη ετοίμασαν το τρίτο, το οποίο μόλις κυκλοφόρησε.
Θα λέγαμε ότι η σειρά αυτή πλουτίζει τη δισκογραφία μας με ήχους στο μεγαλύτερο ποσοστό άγνωστους, επικοινωνιακά ευήκοους και ελκυστικούς. Στην ελκυστικότητα προσφέρει και η ζωγραφική του Γιάννη Ψυχοπαίδη, τόσο στο εξώφυλλο και το οπισθόφυλλο. Η τέχνη των χρωμάτων συναντά την τέχνη των ήχων σε όλη τη σειρά «Ήχοι από το Συρτάρι». Εκτός από τα προηγούμενα δυο cds της Έφης Αγραφιώτη, ο διακεκριμένος ζωγράφος φιλοτέχνησε και την Ελληνίδα Μούσα, το διπλό cd στο οποίο η σοπράνο Μυρσίνη Μαργαρίτη και η Έφη Αγραφιώτη ηχογράφησαν δεκάδες σπουδαία τραγούδια συνθετριών μας, εντόπιων και της διασποράς.
Ο μουσικολόγος Χέλμουτ Σβάαμπ γράφει για το τρίτο cd της σειράς «Ήχοι από το Συρτάρι»:«H σειρά των έργων στο cd είναι ένα παιχνίδι ήχων και εποχών, που συνδέει σαν γαϊτανάκι, το παλαιότερο με το νεότερο έργο. O Bach (1685-1750), συναντά τον Maurice Ravel (1875-1937) χάρη στις μεταγραφές του Alexander Siloti (1863-1945), αυτός συστήνει τον Nino Rota με μια όχι πολύ γνωστή συνθετική ιδιότητα (1912-1979) στον δεκαοκτάχρονο Felix Mendelssohn (1809-1947). Η Ρένα Κυριακού (1917-1994) ζωγραφίζει μια σύντομη ελκυστική εικόνα με ήχους και αρμονίες, περιδιαβαίνοντας στη μουσική του Claude-Achille Debussy, κάνοντας άσκηση συνθέσεως πάνω στις αρμονικές αντανακλάσεις του ήχου του. Ο Robert Schumann (1810-1856) με τις Παραλλαγές πάνω στο Νυχτερινό op.15,3 του Frederic Chopin, υποδέχτηκε τον κοσμαγάπητο ρομαντικό συνθέτη στη Λειψία το 1836, συνθέτοντας για την περίσταση μια σύνθεση πάνω σε ένα Νυχτερινό του κοσμαγάπητου ρομαντικού.
Τα υπόλοιπα όμως, θα μας τα πει η Έφη Αγραφιώτη.
Στο πρώτο σας συρτάρι δηλώσατε ότι αντισταθήκατε ηχογραφώντας στη μοναξιά και την απραγία που προερχόταν από τον κορονοϊό. Ομως να που ξεπεράσατε την σκληρή πραγματικότητα και την αγωνία του «και τώρα τι;» ξαναμπαίνοντας μετά από χρόνια, στο studio.
Αισθάνθηκα ότι πλησιάζει η κατάθλιψη και το…χωρίς επιστροφή. Σπάνια έχω καταθέσει τη σημαία, αλλά ένιωθα ότι πρέπει να αντιδράσω, και τώρα, δημιουργικά. Με αυτό τον τρόπο έχω βγει από τις περισσότερες αδιέξοδες καταστάσεις της ζωής μου, με δημιουργική επίθεση. Ένιωσα ότι είναι η στιγμή να ανοίξω τα συρτάρια μου και να ηχογραφήσω μουσική που αγάπησα, που κοπίασα να την βρω, που είχα παίξει ή δεν έτυχε να παίξω αλλά είχα μελετήσει, λίγο ή πολύ. Δε μετάνιωσα. Πήρα πολύ μεγάλη χαρά, και μαζί με εμένα πήραν χαρά και άλλοι άνθρωποι. Θα συνεχίσω λίγο ακόμα.
Εύχομαι και το τρίτο cd να δώσει στους πολυπληθείς ακροατές σας πλούσια, δημιουργική ευχαρίστηση και έμπνευση. Εύχομαι και στη μουσική ζωή του τόπου μας να αλλάξει στάση απέναντι στους ήχους που κείτονται περιμένοντας κάποιους μουσικούς να τους βρουν και να τους παίξουν.
Το εύχομαι κι εγώ. Το 7 ή το 10 τοις εκατό της μουσικής που έχει γραφτεί, παίζεται και ακούγεται κι αυτό το ελάχιστο ποσοστό εργογραφίας έδωσε ευκαιρία να εκτιμήσουμε συνθέτες και να λατρέψουμε έργα. Είναι λογικό να μην υπάρχουν συνθέτες και έργα εξαιρετικά στο υπολειπόμενο 90 τοις εκατό; Προφανώς όχι!
Tα τρία CDs με το γενικό τίτλο «Ήχοι από το Συρτάρι» φιλοξενούν συνθέσεις για πιάνο ως επί το πλείστον μικρής διάρκειας. Αυτό τα κάνει όντως πολύ ελκυστικά αλλά υποθέτω έχετε κι άλλους λόγους για να επιλέγετε σύντομα έργα.
Τίποτε δεν επιλέγεται τυχαία. Οι δισκογραφικοί αυτοί τίτλοι απευθύνονται όχι μόνον στο επίσημα ονομαζόμενο φιλόμουσο κοινό, αλλά και τον ακροατή που ανησυχεί ότι δεν «καταλαβαίνει» τη λόγια μουσική. Εδώ λοιπόν, οι σύντομες, τρίλεπτες, πεντάλεπτες και οκτάλεπτες αναπτύξεις αναλαμβάνουν να τον πείσουν ότι οι ερμηνείες έργων ελκυστικών μπορούν άνετα να τον υποδεχτούν, ανεξαρτήτως του βαθμού εξοικείωσής του. Το λέω συχνά, η μουσική είναι μια γλώσσα που όλοι επικοινωνούμε με αυτήν, χωρίς να χρειάζεται να την σπουδάσουμε καθ’ ύλην. Είναι μια φυσική γλώσσα επικοινωνίας. Ίσως όμως να μας βοηθήσει το να βρούμε λίγη βοήθεια στην αρχή.
Πολλοί πιανίστες συνθέτουν. Εσείς σε όλα τα cds μέχρι και στο τρίτο έχετε περιλάβει συνθέσεις των σολίστ. Η σύνθεση είναι μια εξισορροπητική έκφραση στο βαρύ τους πρόγραμμα;
Και στην εποχή μας το βλέπουμε, ότι μερικοί σολίστ, όχι μόνον πιανίστες, είναι και ως συνθέτες αξιοσήμαντοι. Σαν παράδειγμα μόνο θα αναφέρω τον Daniil Trifonov και τον Evgeny Kissin. Η ψυχή αυτών των ανθρώπων πάλλεται αδιάκοπα μέσα στη μουσική. Η σύνθεση είναι μια άλλη επικοινωνία, που την απολαμβάνουν, τους πλουτίζει, έτσι νομίζω. Αρκετοί συνθέτες-πιανίστες γράφουν από μικρά παιδάκια, όπως η Ρένα Κυριακού, η Αλίθια ντε Λαρότσα, ο Αλέξις Βάιζεμπεργκ. Ήταν «φαινόμενα δύο τομέων», ας το πούμε έτσι.
Παίζω δικά τους έργα στο τρίτο Συρτάρι και είναι πανέμορφα. Είναι βέβαια άξιον σκέψης το γεγονός ότι ακόμα και οι παιδικές συνθέσεις τους δεν θυμίζουν τίποτε παιδικό.
Η περίπτωση του ‘Αρτουρ Σνάμπελ με αιφνιδίασε. Ήταν γνωστός επιμελητής των έργων του Μπετόβεν και όχι μόνο, από τους καλύτερους και πιο αναγνωρισμένους πιανίστες στον εικοστό αιώνα, αλλά ήταν και συνθέτης;
Ο Σνάμπελ ο δάσκαλος των δασκάλων όπως τον χαρακτήριζαν, έγραφε μουσική από μικρός, την άφηνε πέρα, συνέθετε κάτι άλλο κλπ. Δεν θα το εκτίμησε ίσως σαν ιδιότητα αντίστοιχη του πιανιστικού του έργου, προφανώς τότε που το έκανε. Κι όμως έχει πολύ μεγάλο αριθμό συνθέσεων, ξεπερνάνε τις εξήντα, είναι χειρόγραφα σε μεγάλο μέρος αλλά έχουν εκδοθεί μερικά έργα του. Ήταν δέκα έξι ετών όταν συνέθεσε το πεντάλεπτο αριστούργημα που θα ακούσετε στους Ήχους από το Συρτάρι αρ.3. Δύσκολα παραπέμπει σε έναν έφηβο συνθέτη, είναι πολύ ώριμα όσα γράφει.
Βλέπω και δύο συνθέσεις του Φρίντριχ Γκούλντα στα περιεχόμενα του τρίτου cd.
Ο Friedrich Gulda είναι ένα κεφάλαιο της πιανιστικής τέχνης και γνώσης, από μόνος του. Είδε τη μουσική με ενιαία ματιά, σε πολλά θέματα ταρακούνησε τα νερά της συναυλιακής ζωής, έπεισε το κοινό ότι η ελευθερία της έκφρασης χτίζει μια ερμηνεία κλπ. Είναι γνωστό το πόσο αγαπούσε τη τζαζ μουσική και γενικότερα τον αυτοσχεδιασμό. Παίζω λοιπόν ένα τζαζ κομμάτι του και την Άρια, εμπνευσμένη από το μουσικό ύφος του Μότσαρτ και εδώ συναντάμε υψηλής αισθητικής γραφή.
Δεν σταματήσατε ποτέ να υπερασπίζεστε την ελληνική μουσική για πιάνο. Τι ελληνικό θα ακούσουμε στο τρίτο συρτάρι;
Η οικογένεια των Ελλήνων συνθετών εκπροσωπείται από την Ρένα Κυριακού και δύο συνθέτες που γνωρίζουν και αγαπούν εξ ίσου την κλασική και την τζαζ αρμονία, όπως κι εγώ εξ άλλου.Τον έμπειρο μουσικό και κιθαρίστα των αξέχαστων Forminx, τον Βασίλη Μπακόπουλο (1940) και τον πιανίστα και καθηγητή του Ιουνίου Πανεπιστημίου, Σπύρο Δεληγιαννόπουλο, της νέας, ενδιαφέρουσας γενιάς μουσικών δημιουργών (1976). Τέσσερις είναι οι δικές τους συνθέσεις στο τρίτο συρτάρι. Όπως είπα ήδη σε Γερμανίδα δημοσιογράφο, πιστεύω ότι ένας συνθέτης που γνωρίζει το τζαζ ηχόχρωμα και που αγαπάει τη τζαζ μουσική, γράφει πιο εκφραστικά, πιο φυσικά, πιο αυθόρμητα.
Ποιες σκέψεις κάνετε για την δισκογραφική εικόνα των τελευταίων ετών;
Νομίζω ότι το σήμερα με το προχτές ποτέ δε έμοιαζε. Θυμάμαι το 1979 που πήρα την απόφαση να δισκογραφήσω τρία βινύλια τότε, με Έλληνες συνθέτες, με κοιτούσαν περίεργα, με θεωρούσαν γραφική, ίσως το έκριναν σαν υπερφίαλη ανοησία. Τότε δεν πλήρωναν το κόστος ενός δίσκου επιβάρυνε την παραγωγή, και δικαιολογημένα προσπαθούσε να κάνει ο, τι καλύτερο και ό,τι εντός οικονομικής λογικής κόστους. Τότε δεν άκουγαν οι ακροατές στις πλατφόρμες τη μουσική τους επιλογή δωρεάν ή με μισό ευρώ, αλλά ούτε και οι δισκογραφικές μικρού φάσματος όπως αυτές που ενδιαφέρονταν για λόγια δισκογραφία, ήταν…πλούσιες. Οι μεγάλες δισκογραφικές δεν ασχολούνταν παρά σπάνια με μουσική λόγια, άρα δεν είναι συγκρίσιμο το μέγεθος. Παρ’ όλα αυτά, κυκλοφόρησαν παλαιότερα εξαιρετικές προσπάθειες, συχνά αντισυμβατικές, που ακόμα σήμερα κρατούν μια θέση στην ιστορία του χώρου και παραπέμπουν στην ύπαρξη ενός κλίματος σεβασμού στη μουσική που ηχογραφούσαμε, που αγοράζαμε, που ακούγαμε. Σήμερα τίποτα δεν μπορείς να το πεις συγκρίσιμο, δεν είμαστε σε ίδιο κόσμο έτσι κι αλλιώς. Οι μουσικοί προσπαθούν και υπάρχουν δισκογραφικές εταιρίες που επιδιώκουν καλές ηχογραφήσεις, ελκυστικές παραγωγές, θέλουν να υλοποιήσουν ένα ποιοτικό όνειρο. Η Irida Classical είναι μια από αυτές τις εταιρίες αλλά δραστηριοποιούνται κι άλλες. Το ποσοστό του κοινού που ακούει επιλεγμένη μουσική είναι ελάχιστο και έχει διασκορπιστεί μια άποψη ότι όλα αυτά δεν είναι παρά τυχαία, μουσικά συμβάντα που δεν εμπεριέχουν κόπο, μόνο επιθυμία… Παρατηρώ αρκετούς ανθρώπους που ακούνε μη ελέγχοντας, περιστασιακά. Μια φίλη μου είπε κάποια στιγμή ότι στο ραδιόφωνο ακούει μουσική που χορεύει, διανύει είκοσι χλμ. χορεύοντας οδηγώντας και αυτό τη βοηθάει ψυχολογικά…Ας το δω σαν χαριτωμένο αν και είμαι βέβαιη ότι δεν είναι. Στο ελληνικό τοπίο υπάρχουν και ευφάνταστα δισκογραφήματα, αυτό αξίζει να το εκτιμήσουμε. Απαξιώνονται από την έλλειψη εκτίμησης. Πώς όμως θα εκτιμήσει το κοινό; Δεν ασχολείται ούτε λεπτό να εξηγήσει το πώς και το γιατί της δισκογραφίας. Από πέρυσι μέχρι τώρα τρεις δεκάδες γνωστοί μου έχουν ζητήσει τα cds για να τα έχουν στη δουλειά ή για να τα ακούσουν στο αυτοκίνητο ή γιατί άκουσαν ένα κομμάτι στο YouTube. Ρώτησα κάποια στιγμή: αν σας αρέσει η μαρμελάδα πάτε στο σούπερ μάρκετ να σας την χαρίσουν; Αν επιθυμήσετε να κουρέψετε τα μαλλιά σας ζητάτε κομμωτή να σας προσφέρει την υπηρεσία δωρεάν στο σπίτι σας; Έχετε υπόψη σας τι κόπο και τι κόστος έχει ένα cd; Για τί δεν αναζητάτε σε ένα δισκοπωλείο αυτό που σας αρέσει; Είναι ακριβό; Όχι βέβαια. Απάντηση: εντάξει cd είναι!
Για να γυρίσω στη δισκογραφία, είμαι αισιόδοξη ότι το βινύλιο θα κερδίσει πάλι τον αγώνα. Θα ξαναχτίσει πάλι έναν κύκλο ακροατών που έχουν μεράκι να ακούσουν μουσική επιλέγοντας να επικοινωνήσουν με αυτό που θα ακούσουν.
Τι θα ετοιμάσετε μετα το τρίτο συρτάρι;
Θα ολοκληρώσω τη συρταριέρα με ένα cd ακόμα, αλλά θα κρατήσω το θέμα του κρυφό μέχρι την κυκλοφορία του.
Σας ευχαριστώ πολύ και καλές μουσικές διαδρομές.