Το Πλατύ Ποτάμι του Γιάννη Μπεράτη
Η οδύνη της μετάβασης από τον ηρωισμό στο πένθος
Πάντα στο μυαλό μου συνδέω την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου με το «Πλατύ Ποτάμι» του Γιάννη Μπεράτη, ένα διαχρονικής αξίας λογοτεχνικό αριστούργημα με θέμα το αλβανικό έπος.
Ο Γιάννης Μπεράτης πολέμησε στην Αλβανία, και το 1966 τιμήθηκε με το Α’ Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για τούτο το βιβλίο, το σπουδαιότερο που γράφτηκε για τον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940. Το «Πλατύ ποτάμι» διδάσκεται νομίζω περιστασιακά και στο σχολείο. Διαβάζεται εξίσου από έναν έφηβο κι έναν ενήλικα-άνετα-λόγω της μεγάλης αμεσότητας του. Είναι το Έπος της Αλβανίας δίχως ηρωισμούς, μα με βαθύτερη αίσθηση για τον ηρωισμό. Τον ηρωισμό του απλού ανθρώπου που δε θέλει ούτε να σκοτώσει ούτε να πεθάνει, αλλά που τον εξυψώνουν οι συνθήκες κι ένα ήθος το όποιο έχει ριζώσει στην ανθρώπινη ψυχή χάρη σε μια ουσιαστική καλλιέργεια, και χάρη σε μια γνήσια και ανόθευτη φιλοπατρία.
Ο Μπεράτης ανηφορίζει αρχικά ως στρατιώτης τακτικού στρατού στις κορυφές του Μπούμπεσι και στη συνέχεια κατηφορίζει ατάκτως στις πλαγιές του Μετσόβου. Στην εμβληματική «Κάθοδο», όπως τιτλοφορείται η δεύτερη ενότητα, το μυθιστόρημα κορυφώνεται, καθώς από πολεμικό, μετατρέπεται σε ψυχογράφημα χαρακτήρων. Το Πλατύ ποτάμι, πέρα από τον ποταμό Αώο που συγκλονίζει ως θέαμα-ακρόαμα τον ανθυπασπιστή Μπεράτη με τη βοή του, συμβολίζει και το ταπεινωτικό κατρακύλισμα του διαλυμένου νικηφόρου μετώπου προς την αιχμαλωσία: «Δίπλα μας περνούσαν εκείνα τα τμήματά μας. Τα λέει κανείς «τμήματα», γιατί δεν ξέρει πώς αλλιώς να τα πει, ενώ δεν ήταν παρά ξέχωροι βλοσυροί άντρες, που περπατάνε μαζί και κάνουν πολυκοσμία επειδή όλοι τραβούνε για την ίδια μεριά και δεν υπάρχει άλλος δρόμος και τούτος δω είναι στενός».
ο κατερχόμενο πλήθος βρίσκει μπροστά του τον πάνοπλο και υπερ-πειθαρχημένο γερμανικό στρατό, ο οποίος αντιμετωπίζει τον έλληνα στρατιώτη ως σκλάβο, οι γερμανοί ευτελίζουν και σκοτώνουν τον έλληνα φαντάρο για να πλιατσικολογήσουν το ρολόι ή τη στολή του. Το χυδαίο γερμανικό πλιάτσικο ξεγυμνώνει τους έλληνες στρατιώτες από τα αυτοκίνητα, τα ζωντανά, τον οπλισμό, ακόμα και τον ρουχισμό τους και έτσι ουσιαστικά διαλύει το ιδεολόγημα του ηρωισμού-του δοξασμένου θανάτου-με το οποίο συνδέεται ολόκληρο το πρώτο μέρος του βιβλίου και τα όνειρα του ανθυπασπιστή Μπεράτη. Οι Γερμανοί κυριολεκτικά αρπάζουν ό,τι πιάσουν στο χέρι τους από την περιουσία των απλών ανθρώπων που θα βρεθούν στο διάβα τους.
Δεν χρειάζεται κάποια παραπάνω πληροφορία ή κρίση ώστε να αντιληφθεί κανείς την αναλογία με το δικό μας κατήφορο δίχως τέλος. Έτσι κι ο Μπεράτης, σε μία μόνο φράση του περιγράφει προφητικά, συνοπτικά και με ακρίβεια την εποχή που πρόκειται να ακολουθήσει: «ήταν αδύνατο να καταλάβεις ακόμη τι δρόμο θα πάρει τέλος όλο τούτο το ύπουλο κόχλασμα».
Το Έπος του ‘40, το ακολούθησε η τραγωδία της Κατοχής, του λιμού της Αθήνας, των ολοκαυτωμάτων, των εκατοντάδων χιλιάδων νεκρών, τεράστια οικονομική καταστροφή, ένας εμφύλιος που μέχρι σήμερα μας διχάζει και μια δικτατορία που πάτησε πάνω στον εμφύλιο και τα επακόλουθά του. Και πριν από μερικά χρόνια σχεδόν σύσσωμη η ελληνική βουλή (η βουλή των μνημονίων) έσπασε τη σκυταλοδρομία της δόξας και του ηρωισμού με εκείνο το αξέχαστο «Σε Όλα Ναι», σε πλήρη αντίφαση με εκείνο το ιστορικό «Όχι». Και σε αυτό το κομμάτι, το Ναι σε Όλα, της σύγχρονης ιστορίας μας (για μια ακόμη φορά) απλώνεται βαριά η σκιά της Γερμανίας, ως «Γερμανικής Ευρώπης» αυτή τη φορά.
Η Ιστορία είναι ένα τέρας που παρασέρνει σαν οδοστρωτήρας τον μεμονωμένο άνθρωπο χωρίς να νοιάζεται καθόλου γι’ αυτόν και υπακούοντας σε νόμους και κανόνες που καθόλου δε μπορεί να επηρεάσει. Θα παραθέσω εδώ ένα κριτικό σχόλιο στα social media-πολύ αγαπητού φίλου και συναδέλφου ψυχιάτρου-σχετικό με τον εορτασμό της επετείου του «ΟΧΙ»: «Γιορτάζεις μου λες, Θρηνώ σου απαντώ».