«Η κοινωνία της παρηγοριάς: ο πόνος σήμερα» – Το βιβλίο του Μπιουνγκ-Τσουλ Χαν και η φιλοσοφική προσέγγιση για την αντίληψη του πόνου στις σύγχρονες κοινωνίες
Γράφει ο Θανάσης Δρίτσας
Μια ξεχωριστή και φρέσκια ματιά πάνω στο κοινωνικό γίγνεσθαι διαθέτει σήμερα ο (κορεάτης εκ καταγωγής αλλά με ευρωπαϊκή παιδεία) φιλόσοφος Μπιουνγκ-Τσουλ Χαν (Byung Chul Han) που γεννήθηκε το 1959 στη Σεούλ αλλά μετοίκησε στη Γερμανία όπου σπούδασε Φιλοσοφία, Γερμανική Θεολογία και Λογοτεχνία. Αποτελεί μια πολυδύναμη προσωπικότητα με εκφρασμένες απόψεις σε αντικείμενα όπως η Ηθική, η Κοινωνική Φιλοσοφία, η Φαινομενολογία, η Αισθητική, η Τέχνη, η Θεωρία των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και ο Πολιτισμός.
Από το 2012 διδάσκει Φιλοσοφία και Πολιτισμό στο Πανεπιστήμιο Der Kunste του Βερολίνου. Έχει πρόσφατα εκφράσει δημόσια τις απόψεις του για τις κοινωνικές προεκτάσεις και την διαχείριση της πανδημίας Covid στην Ευρώπη και τις Ασιατικές Χώρες θεωρώντας ότι ο «ιός» είναι καθρέφτης της κοινωνίας μας και αποκαλύπτει σε ποια ακριβώς κοινωνία ζούμε. Θεωρεί ότι η επιβίωση αποκτά απόλυτη προτεραιότητα σαν να βρισκόμαστε σε διαρκή εμπόλεμη κατάσταση και όλες οι ζωτικές μας δυνάμεις έχουν απλά τεθεί στην υπηρεσία παράτασης της ζωής. Έτσι η παράταση της ζωής με κάθε τίμημα αναδεικνύεται παγκόσμια σε υψίστη αξία η οποία βάζει όλες τις άλλες σε δεύτερη μοίρα. Είμαστε πρόθυμοι να θυσιάσουμε στο όνομα της επιβίωσης όλα όσα κάνουν τη ζωή άξια να βιωθεί.
Στο πιο πρόσφατο βιβλίο του με θέμα «Η κοινωνία της παρηγοριάς: ο πόνος σήμερα» (εκδόσεις Opera/Cogito) (2021) σχολιάζει φιλοσοφικά το ζήτημα της αντίληψης του πόνου στις σύγχρονες κοινωνίες. Προαναγγέλει το σκεπτικό του με ένα χαρακτηριστικό μότο του Βάλτερ Μπένγιαμιν στην αρχή της έκδοσης: «Από όλα τα σωματικά αισθήματα μοναχά ο πόνος είναι για τον άνθρωπο ένας, τρόπον τινά, αστείρευτος πλωτός ποταμός που τον οδηγεί στη θάλασσα. Η ηδονή, παντού όπου την επιδιώκει ο άνθρωπος, καταλήγει σε αδιέξοδο». Ο Χαν αναφέρει ότι σήμερα επικρατεί παντού μια αλγοφοβία, ένας γενικευμένος φόβος ενώπιον του πόνου. Επίσης η ανοχή στον πόνο μειώνεται ραγδαία. Η αλγοφοβία έχει ως συνέπεια, κατά τον συγγραφέα, μια διαρκή αναισθητοποίηση. Αποφεύγεται έτσι κάθε επώδυνη κατάσταση ενώ στο μεταξύ έχει καταστεί ύποπτος ακόμη και ο πόνος που προκαλεί ο έρωτας. Η αλγοφοβία επεκτείνεται στην κοινωνία, ενώ συγκρούσεις και επώδυνες αντιθέσεις-αντιπαραθέσεις υποχωρούν όλο και περισσότερο. Η αλγοφοβία έχει κυριεύσει και την πολιτική, εντείνεται έτσι η καταναγκαστική συμμόρφωση και η πίεση για συναίνεση. Αντί να συγκρούονται και να πασχίζουν για καλύτερα επιχειρήματα οι άνθρωποι προτιμούν να παραδίδονται στον καταναγκασμό του συστήματος. Μία μετα-δημοκρατία εξαπλώνεται η οποία μεταβάλλεται σε παρηγορητική δημοκρατία. Έτσι κατά τον Χαν η παρηγορητική πολιτική δεν είναι πλέον ικανή για οράματα ή ριζικές μεταρρυθμίσεις οι οποίες είναι συνήθως επώδυνες. Προτιμά να καταφεύγει σε αναλγητικά άμεσης δράσης, τα οποία απλώς συγκαλύπτουν συστημικές δυσλειτουργίες και ρήγματα. Η παρηγορητική πολιτική δεν έχει το κουράγιο να πονέσει.
Ο στόχος της ευτυχίας άνευ όρων και η επαγγελία μιας φαρμακευτικά ανατάξιμης όασης διαρκούς ευεξίας συνδέεται στενά σήμερα, κατά τον ΜΤ Χαν, με την ανάπτυξη αυτού του αντικειμένου που ονομάζεται Θετική Ψυχολογία. Η αμερικανική κρίση των οπιοειδών αποτελεί χαρατηριστικό παράδειγμα και δεν οφείλεται αποκλειστικά στην ακόρεστη υλική απληστία της φαρμακοβιομηχανίας. Έχει μάλλον ως υπόβαθρο μια νοσηρή αντίληψη για την ανθρώπινη ύπαρξη. Μόνον μια ιδεολογία αιώνιας ευεξίας μπορεί να οδηγήσει σε δια βίου χορήγηση φαρμακευτικών σκευασμάτων σε κλινικά υγιείς ανθρώπους, τα οποία ουσιαστικά προορίζονται για την παρηγορητική ιατρική φροντίδα. Ο Χαν αναφέρει τα λεγόμενα, ήδη πριν από δεκαετίες, του αμερικανού γιατρού-ειδικού στον πόνο- David B. Morris: «οι σημερινοί αμερικανοί ανήκουν ίσως στην πρώτη γενιά ανθρώπων πάνω στη γή, οι οποίοι θεωρούν ότι μια ύπαρξη απαλλαγμένη από το αίσθημα του πόνου αποτελεί συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα. Ο πόνος αποτελεί πια σκάνδαλο!».
Στο μικρό και ζουμερό αυτό βιβλίο (100 σελίδων) (σημ. τα περισσότερα βιβλία του Μπιούνγκ-Τσουλ Χαν είναι μικρού μεγέθους και εξαιρετικά ευανάγνωστα ακόμη και από τον μη-ειδικό στην φιλοσοφία) ο συγγραφέας προσεγγίζει την μεταφυσική και το νόημα, την διαλεκτική, την οντολογία, την ποιητική και την ηθική του πόνου. Στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου με τίτλο «Ο τελευταίος άνθρωπος» ο Χαν καταλήγει ότι μια ανώδυνη ζωή μέσα σε μια κοινωνία ανέφελης και αδιάκοπης ευτυχίας δεν θα είναι πια ανθρώπινη ζωή. Θάνατος και Πόνος πάνε μαζί. Όποιος επιθυμεί να εξαλείψει τον πόνο θα πρέπει να καταργήσει και τον θάνατο. Όμως μια ζωή χωρίς πόνο και θάνατο δεν θα είναι ανθρώπινη, θα είναι απλά μια απέθαντη ζωή. Ο άνθρωπος καταργείται προκειμένου να επιβιώσει απλά. Μπορεί να πετύχει την αθανασία αλλά με κόστος την ίδια τη ζωή. Οι φιλοσοφικές αναλύσεις του Χαν όσον αφορά την αντίληψη του πόνου και της σημασίας του μου θύμισαν τα λόγια του αείμνηστου γελοιογράφου, συγγραφέα και ποιητή Μπόστ σε μια από τις τελευταίες του συνεντεύξεις (1995) όταν μιλούσε για τον ευδαιμονισμό της εποχής: «Τα σημερινά παιδιά στερούνται ολοένα και περισσότερο το αίσθημα του πόνου και γι’ αυτό τον λόγο έχουν μια τάση να προκαλούν τον πόνο γύρω τους. Θεατές τού πόνου κατάντησαν τα σημερινά παιδιά, ενώ εμείς, η γενιά της Κατοχής και του Εμφυλίου, ήμασταν οι τελειόφοιτοι του πόνου, αυτή είναι η διαφορά….»
Ένα μεγάλο μέρος των έργων του Μπιούνγκ-Τσούλ Χαν, μεταξύ αυτών και το βιβλίο «Η κοινωνία της παρηγοριάς», κυκλοφορούν σε πολύ καλές μεταφράσεις στην ελληνική γλώσσα από τις εκδόσεις Opera/σειρά Cogito, οι πρωτότυπες εκδόσεις των έργων του Χαν έχουν γίνει κυρίως στη γερμανική γλώσσα.