Ο Αλέξης Τσίπρας, η ήττα και το αύριο του ΣΥΡΙΖΑ
Ο Αλέξης Τσίπρας έδωσε μια συγκεκριμένη μορφή και εικόνα στην κυβερνώσα «ριζοσπαστική αριστερά» της χώρας για πολλά χρόνια. Ξεκινώντας από την παραδοσιακή κομμουνιστική νεολαία στις αρχές της δεκαετίας του ’90, έγινε η κεντρική, ηγετική φιγούρα της ελληνικής νεο-κομμουνιστικής αριστεράς τη δεκαετία του 2000.
Γράφει ο Νικόλας Σεβαστάκης στη Lifo.gr
Η εποχή των κρίσεων που συντάραξε τη χώρα, το κομματικό σύστημα και τα ήθη οδήγησε τον Α. Τσίπρα στην πρωθυπουργία. Αν ο νεανικός ριζοσπαστισμός σφράγισε την αρχική δυναμική της πορείας, τα αντιμνημονιακά συναισθήματα και συνθήματα έδωσαν την αποφασιστική ώθηση στον επικαρπωτή μιας ευρύτερης εκλογικής δεξαμενής. Στη συνέχεια το ζητούμενο ήταν η επινόηση ενός αλά καρτ «τσιπρικού» παπανδρεϊσμού, η επιχείρηση «δημοκρατική προοδευτική παράταξη» και οι προσαρμογές που θα έφτιαχναν κάτι άλλο. Η επιχείρηση πέτυχε εν μέρει, τελικά όμως δεν μπόρεσε να βρει έναν τόπο ανάμεσα στον (ξεθυμασμένο) ριζοσπαστισμό και στην εκδοχή του κυβερνητικού κόμματος. Είχαν υπάρξει μεγάλα τραύματα, όπως η συμμαχία με τους Ανεξάρτητους Έλληνες και βεβαίως το καλοκαίρι του 2015 που διέψευσε τη ριζοσπαστική υπόσχεση δίχως να στήσει κάτι άλλο στη θέση της, πέρα από μια ρητορική μανιέρα και κάποιες πολιτικές αμφίθυμης διαχείρισης.
Έπειτα, ήρθε η υποτίμηση του αντιπάλου, το λάθος διάβασμα της πραγματικότητας, η αυταπάτη για μια κοινωνία που πάντα βράζει και ένα «καθεστώς που καταρρέει». Και οι ήττες. Ο Α. Τσίπρας είχε αποφασίσει να πάει «προς το κέντρο», όμως αυτό που φαντάζονταν διάφοροι ως ρεαλισμό ήταν οι κακές συμβάσεις της πολιτικής των εύκολων υποσχέσεων ή διάφορες ανερμάτιστες συμμαχίες (με αποταγμένους του καραμανλισμού, πρώην ΠΑΣΟΚ ή ΝΔ παράγοντες, μιντιακούς διαύλους που συντηρούσαν προσωπικές επιθέσεις και χολή).
Το ουσιαστικό ερώτημα είναι τι μπορεί να κάνει ένας οποιοσδήποτε αρχηγός για ένα κόμμα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ με τις συγκεκριμένες εκλογικές δεξαμενές αλλά και τις οργανωτικές παραδόσεις, τις μνήμες και τα συναισθήματα που παίζουν, πάντα, σημαντικό ρόλο στην ελληνική αριστερή ενδοχώρα.
Ο Αλέξης Τσίπρας δεν θέλησε ή δεν μπόρεσε να αντιληφθεί τι σημαίνει μια αριστερή σοσιαλδημοκρατία, έστω με τις ιδιομορφίες και τις αποκλίνουσες παραδόσεις στο εσωτερικό της. Άλλοτε ανέμιζε το ηθικό πλεονέκτημα της παράταξης κι άλλοτε απλώς περίμενε την κατάρρευση του νεοφιλελεύθερου Μητσοτάκη, αν δεν ενθάρρυνε την τάση ανθρώπων του χώρου του να λένε πως ζούμε σε μια ολοκληρωτική κατάσταση εξαίρεσης και άλλα παρόμοια.
Η παραίτησή του μπορεί να είναι μια τακτική κίνηση; Ένα τέχνασμα σαν αυτά που γνωρίζουμε από τα χρονικά των κομμάτων που βασίζονται υπερβολικά στο πρόσωπο ενός αρχηγού; Δεν μπορούμε να ξέρουμε. Αυτό που έχει περισσότερη σημασία είναι το πού μπορεί να κατευθυνθεί αυτός ο κομματικός χώρος που έχει υποστεί μια συντριπτική ήττα. Θα αναζητήσει μια διέξοδο προς έναν νεοπροοδευτικό ριζοσπαστισμό, θα επιχειρήσει να αναβαπτιστεί στην κινηματική λογική, στην προσπάθεια να ξαναγοητεύσει μια ορισμένη νεολαία; Ή θα επιδιώξει κάποιου είδους πολιτική συμφωνία με το ΠΑΣΟΚ με την επιδίωξη μιας γείωσης; Ή, τέλος, ο Αλέξης Τσίπρας θα γίνει ο σκιώδης αρχηγός μιας ελεγχόμενης νέας ηγεσίας που θα έβαζε στόχο να πάει γρηγορότερα προς την κατεύθυνση που επιδίωξε μα δεν κατάφερε εκείνος;
Το ουσιαστικό ερώτημα είναι τι μπορεί να κάνει ένας οποιοσδήποτε αρχηγός για ένα κόμμα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ με τις συγκεκριμένες εκλογικές δεξαμενές αλλά και τις οργανωτικές παραδόσεις, τις μνήμες και τα συναισθήματα που παίζουν, πάντα, σημαντικό ρόλο στην ελληνική αριστερή ενδοχώρα.
Είναι δυνατή μια ριζοσπαστική σοσιαλδημοκρατία δίχως την κουλτούρα της περικύκλωσης, τις αντιδεξιές απλουστεύσεις, την περιφρόνηση για τις αποχρώσεις και για το έργο της πολιτικής και οικονομικής διαχείρισης; Ή υπάρχει ένα σύμπαν κοινωνικού θυμού που πρέπει να το εκφράσει η αριστερά και να μην το αφήσει στους νέους «αντισυστημικούς» βιότοπους;
Όπως και αν έχει, ο εθελούσιος «παραμερισμός» του Αλέξη Τσίπρα μπορεί να οδηγήσει σε κάποια αποσαφήνιση ή σε διάφορες κινήσεις στη βάση θεμιτών φιλοδοξιών από συγκεκριμένα πρόσωπα. Μπορεί να σκεφτεί κανείς πως το καλό θα ήταν μια εκδοχή αριστεράς ικανής και πρόθυμης να συνομιλεί με τους άλλους δίχως σύνδρομα μεγαλείου και δίχως περιφρόνηση σε ό,τι έχει χτιστεί συλλογικά εδώ και δεκαετίες.
Δεν είναι εύκολο φυσικά. Και γιατί, εκτός των άλλων, πέραν των άλλων, ο ίδιος ο Τσίπρας υπήρξε προϊόν μιας πολιτικής κουλτούρας που ευλογεί κυρίως τις δάφνες της, αντλώντας δόξα ακόμα και από τις ήττες της. Μπορεί όμως να συμβούν και εκπλήξεις.