Η φωτογράφος του πολέμου και του «ερωτισμού»
Είναι η ώρα που πεθαίνουν οι καλοκαιρινοί έρωτες μαζί με τη σκιά που κυκλώνει τις λάμπες. Το φαντασμένο τραγούδι ενός κότσυφα κυλάει ώς τ’ αυτιά σαν σπασμένο περιδέραιο από μεγάλα ολοστρόγγυλα μαργαριτάρια. Το άρωμα του πεύκου, νυχτερινό ακόμα, θα διαλυθεί από τον ήλιο που ανατέλλει. Η πιο όμορφη ώρα για να πας ώς μέσα βαθιά στη θάλασσα που δεν έχει καλοξυπνήσει, όπου κάθε πάτημα των γυμνών ποδιών διαλύει με βία μια λεπτή μεμβράνη από ροζ σμάλτο, η πιο όμορφη ώρα ν’ αναζητήσει κάποιος το στρώμα από τα φύκια, η πιο όμορφη ώρα για έναν καθώς πρέπει αποχαιρετισμό του καλοκαιριού… ( φωτο- κολετ σε νεαρή και μεγαλη ηλικια,μαζί με την Οντρει Χεμπορν)
Παραφρασμένη η παράγραφος από το μυθιστόρημα της Κολέτ («Η γέννηση της Μέρας»), με βοηθάει στο να προσγειωθώ σχεδόν ομαλά στη νέα ελληνική προεκλογική πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα με κοθόρνους, (είδος αρχαίου υποδήματος που μεταφορικά σημαίνει αναποφάσιστος, παλίμβουλος ή και επιπόλαιος!) που επιχειρεί να ισορροπήσει ανάμεσα σε ραγισμένα πεζοδρόμια και καλογυαλισμένα σαλονάτα παρκέ. Κάτι μέσα μου, ωστόσο, λειτουργεί ανασταλτικά. Τι θέλω να πω μ’ αυτό; Οτι ενώ τυπικά είμαι έτοιμη να προχωρήσω με αγωνιστικούς χαιρετισμούς και τα τοιαύτα βαρετά, αισθάνομαι ότι κινδυνεύω να γελοιοποιηθώ. Στο κάτω κάτω, λίγα πράγματα θα προσέθετα στη γενικότερη εκλογοδιάρροια. Ενδεχομένως να το κάνω αργότερα, όταν θα ’χει φουντώσει για τα καλά η κουβέντα. Γι’ αυτό, σεβόμενη τους ενδοιασμούς μου, θα αναφερθώ σ’ ένα, μάλλον ανώδυνο, για μας θέμα: Στη ζωή μιας σπουδαίας φωτογράφου, της οποίας η δουλειά εκτίθεται στο Victoria & Albert Museum. Είναι η Λι Μίλερ (1907-1977).
Η ζωή τής Μίλερ έχει ενδιαφέρον, γιατί μέσα από τη φωτογραφία υπηρέτησε τον σουρεαλισμό και μέσα απ’ αυτόν κατάφερε να συνδεθεί με μεγάλες καλλιτεχνικές προσωπικότητες που πλειοδοτούσαν σε τέχνη και εξτρεμισμό ζωής. Περιπετειώδης η ίδια, όσο ελάχιστες γυναίκες της εποχής της, παντρεύτηκε έναν πλούσιο Αιγύπτιο επιχειρηματία και ταξίδευσε στην έρημο, φωτογραφίζοντας τις αμμώδεις εκτάσεις, τα χωριά και τα συντρίμμια των αυτοκρατοριών. Βρέθηκε κάποια στιγμή στην Ελλάδα, συντροφιά με τον δεύτερο σύζυγό της κι έγινε η φωτογράφος σκληρών σκηνών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.Μαζί με τον διάσημο φωτογράφο του Time Life Ντέιβιντ Σέρμαν δούλεψε για τον αμερικανικό στρατό, φωτογραφίζοντας τα αμερικανικά στρατεύματα ακόμη και την Ημέρα της Νίκης. Θεωρητικά ήταν η μοναδική γυναίκα πολεμική φωτογράφος που κάλυψε τον πόλεμο στην Ευρώπη, την πολιορκία του St. Malo, την απελευθέρωση του Παρισιού, τις μάχες στο Λουξεμβούργο και την Αλσατία, την απελευθέρωση του Νταχάου και του Μπούχενβαλντ, εγκαταστάθηκε έξω από τα σπίτια του Χίτλερ και της Εύας Μπράουν στο Μόναχο και φωτογράφισε το φλεγόμενο σπίτι του στο Μπερχτεσγκάρντεν.
Είχε το θάρρος να διεισδύσει βαθιά στην ανατολική Ευρώπη, να απαθανατίσει τον θάνατο παιδιών στη Βιέννη, σκηνές από τη ζωή των χωρικών στην Ουγγαρία μετά τον πόλεμο και στο τέλος την εκτέλεση του πρωθυπουργού Λάζο Μπάρντοσι. Ενα σημαντικό κομμάτι της δουλειάς της πέρασε αργότερα στο περιοδικό Vogue. Πολλοί συνάδελφοί της μάλιστα στο περιοδικό την αποκαλούσαν συχνά σταχανοβίτισσα της φωτογραφίας και της γραφής!
Ωστόσο, το ομορφότερο κομμάτι της ζωής της ήταν όταν συναναστρεφόταν τον Πικάσο, τον Μιρό ή τον γλύπτη και φωτογράφο Μαν Ρέι και τον Χένρι Μουρ. Μαζεύονταν όλοι στην κουζίνα της φάρμας της Farley στο Εσεξ και καθαρίζοντας κρεμμύδια και φασολάκια, πίνοντας μπόλικο ουίσκι και αφήνοντας στοίβες τα πιάτα στον νεροχύτη ανέλυαν επίκαιρα θέματα της εποχής τους. Κι εκείνη αποτύπωνε με τον φακό της τα πρόσωπά τους, δημιουργώντας ουσιαστικά μια σχολή πορτρέτων μέσα από τη φωτογραφία. Ηταν όμως και μια δαιμόνια, έξω απ’ τα όρια γυναίκα. Ο δεύτερος σύζυγός της, σουρεαλιστής ζωγράφος και ποιητής Roland Penrose (ένας από τους ιδρυτές του Ινστιτούτου Σύγχρονης Τέχνης) αφηγείται ένα extreme περιστατικό της ζωής της: «Η Μίλερ είχε κληθεί από φίλο της χειρουργό να παρακολουθήσει στο χειρουργείο του μια μαστεκτομή. Μετά το τέλος της εγχείρησης, του ζήτησε το κομμάτι του γυναικείου στήθους που είχε αφαιρεθεί. Εκείνος της το έδωσε και ελαφρά τη καρδία η νεαρή γυναίκα το μετέφερε στα στούντιο της Vogue, το ακούμπησε πάνω σ’ ένα τραπέζι, του έβαλε φωτιά και το φωτογράφησε φλεγόμενο. Μόλις το είδα, ένιωσα τα γόνατά μου να λυγίζουν. Η συναισθηματική επίδραση ήταν τεράστια, αλλά η φυσική επίδραση ήταν απλώς μεγάλη». ( Η συγκεκριμένη φωτο θα παρουσιαστεί για πρώτη φορά στην έκθεση του Λονδίνου).
Η Μίλερ, όντας παιδί ακόμη, συνήθιζε να ποζάρει γυμνή και να φωτογραφίζεται από τον πατέρα της. Αργότερα,νεαρή γυναίκα πια ήξερε ότι γινόταν αντικείμενο θαυμασμού των ανδρών και των κρυφών επιθυμιών τους. Για χρόνια ο ανδρικός πληθυσμός μιλούσε εγκωμιαστικά για το στήθος της. Η συμπεριφορά της, λέει ο σύζυγός της, ήταν περίεργη. Ηξερε ότι στους άνδρες αρέσει το γυναικείο στήθος. Ελεγε, λοιπόν. ΟΚ, σας αρέσει; Ιδού ένα. Πάρτε το και φάτε το. Και φυσικά αναφερόταν στο… φλαμπέ χειρουργημένο, άρρωστο από καρκίνο στήθος που φωτογράφισε στο στούντιο της Vogue.
Το ζεύγος δεν φημίζονταν για την αμοιβαία πίστη του. Και οι δύο διατηρούσαν διαρκώς εξωσυζυγικές σχέσεις, αλλά η Λι Μίλερ κατακλυζόταν όλο και πιο συχνά από θυμό απέναντι σε όλες τις γυναίκες που ερωτοτροπούσαν με τον Ρόναλντ. Κι άρχισε να πίνει, να παίρνει διάφορα φάρμακα, υπνωτικά και να υποφέρει από το μετατραυματικό στρες που οι γιατροί το απέδιδαν στις πολεμικές εμπειρίες της. Η ίδια πάντως διαλυόταν σιγά σιγά. Αποκτούσε μέρα τη μέρα όλο και πιο βίαιη συμπεριφορά, γινόταν επικίνδυνη, απρόβλεπτη, με κυκλοθυμικές τάσεις διαρκείας. Η ζωή της περιστρεφόταν –όπως ανακάλυψε μετά τον θάνατό της ο γιος της Τομ– γύρω από ένα τραγικό γεγονός. Ενα γεγονός που την ακολουθούσε πιστά όλα τα ενεργά χρόνια και που παρότι το ξόρκιζε με τον δικό της τρόπο, εκείνο στοίχειωνε ξανά και ξανά τον βίο της. Η Λι Μίλερ είχε βιαστεί σε ηλικία μόλις 7 ετών από άγνωστο άνδρα και μάλιστα προσεβλήθη από βλενόρροια! Το γεγονός όμως η οικογένειά της κατάφερε να το κρατήσει μυστικό και πολλοί σήμερα πια, κυρίως όμως ο γιος της, αναρωτιούνται μήπως ήταν ο ίδιος ο πατέρας της Τεόντορ Μίλερ ο δράστης. Το ότι τη φωτογράφιζε γυμνή ώς τα 21 μεγαλώνει αυτές τις υποψίες. Ο Τομ χαρακτηρίζει ορισμένες από αυτές τις φωτογραφίες φρικιαστικές.
Σήμερα, ωστόσο, η σιωπή σκεπάζει αυτή τη γυναίκα παντού. Κάποιες θύμισες υπάρχουν, φευγάτες κι αυτές στα μέλη της οικογένειάς της. Ο,τι κι αν συνέβη στην προσωπική της ζωή, εκείνη κατάφερε να αφήσει τα ίχνη της ζωντανά στον κόσμο της τέχνης, στον κόσμο της φωτογραφίας και σήμερα να επικρατεί συνωστισμός στο Μουσείο προκειμένου οι εραστές του είδους να θαυμάσουν μια δουλειά βγαλμένη από τους μύθους του 20ού αιώνα. Μια δουλειά πλημμυρισμένη από έναν σκληρό ερωτισμό.
Ρίτσα Μασούρα Πρόσωπα