Η διακοπή της ρουτίνας, η γιορτή, Μέιλερ και Παπαδιαμάντης
Ακολουθούμε την πεπατημένη των ημερών. Νιώθουμε στο στήθος ένα σκίρτημα χαράς. Οι γιορτές είναι η μεγαλύτερη εφεύρεση του ανθρώπου. Η ολιγοήμερη διακοπή της ρουτίνας, σαν ένα είδος συνενοχής. Η αίσθηση ελευθερίας, κοινωνικά φιλτραρισμένη αίσθηση. Τα λιγοστά χαμόγελα. Τα χέρια που σφίγγουν άλλα χέρια. ‘Ενα φιλί. Μια ευχή από τον παππού στον εγγονό. ‘Ενα ευωδιαστό τσουρέκι. Η οικογένεια, οι θείοι, τα ξαδέλφια, οι λιγοστοί φίλοι γύρω από το τραπέζι. Η κόπωση της νοικοκυράς. Οι παραδόσεις. Αλλού αυστηρά, αλλού χαλαρά, μέσα σε μια φούσκα παραζάλης και ψευδαισθήσεων ότι κάτι μπορεί ν’ αλλάξει. Ενας λαχνός. Μια σχέση. Μια δουλειά. Το αύριο, ποιός ξέρει! Κάποιοι πηγαίνουν στον όρθρο. Αλλοι περνούν έξω απ’ τις εκκλησιές και κάτι τους σπρώχνει να μπούν μέσα. Ναι, για ένα κερί και μια σιωπηλή προσευχή στη γωνία. Του καθενός το μέτρο ορισμένο εξ αρχής.
Διαβάζω στις ξένες εφημερίδες τους πιο δημοφιλείς τίτλους, θέματα με τα περισσότερα κλικ, τη μεγαλύτερη επισκεψιμότητα: «Τα πενήντα καλύτερα χριστουγεννιάτικα δώρα για τις γυναίκες» «Τα πενήντα καλύτερα για τους άνδρες» «Οδηγός για τις χριστουγεννιάτικες αγορές σας». «Τα δέκα καλύτερα βιντεοπαιγνίδια για τα παιδιά σας»….
Ο άνθρωπος παραμένει ευάλωτος στις διαφημιστικές σειρήνες. Ακόμη κι όταν ξέρει ότι είναι αναλώσιμος όσο ποτέ στο πρόσφατο παρελθόν ( αναλώσιμος ως εργαζόμενος) δεν αρκείται στο να καταβροχθίσει τους δημοφιλείς τίτλους και να κάτσει στ’ αυγά του. Οχι. Σινιάρεται, παίρνει το μετρό, το λεωφορείο, το τραμ, το ποδήλατο και κατεβαίνει στα μαγαζιά. Ναι, κοιτάζει πρώτα τις τιμές, στην αρχή δειλά, μετά με περισσότερο θάρρος, μέχρι και θράσος καμιά φορά. Βλαστημάει χρονιάρες μέρες την αφραγκιά του, κάνει φωναχτά τους υπολογισμούς του κι αφού εκστομίσει το γνωστό «βρε δε βαριέσαι, πάρτο, κι αύριο βλέπουμε» εισέρχεται ξαλαφρωμένος στο μαγαζί, ικανοποιώντας την επιθυμία του να ανήκει στην ομάδα των καταναλωτών, αλλά και κάτι ακόμη : να γίνει καλύτερα αποδεκτός μέσα από ένα δώρο. Τα δώρα, είναι αλήθεια, παραμένουν το πιο φαντεζί κομμάτι των ημερών, μαζί και η προσπάθεια να δείχνουμε χαρούμενοι, με βάση τις ισχύουσες προδιαγραφές της γιορτής.
Κι είναι αλήθεια πώς η αίσθηση του πραγματικού δεν έχει χώρο να δουλέψει αυτές τις μέρες. Ακόμη και η κυβερνητική αυστηρότητα, αυτή η επιμονή, η εμμονή στους νομισματικούς και οικονομικούς κανόνες φαντάζει αδιάφορη, τυχαία, περαστική! Στο κάτω κάτω δεν είναι πιο βολικό να χάνεσαι έστω και στιγμιαία κάτω από το βάρος της χαλαρότητας ; Να αισθάνεσαι ότι το ανάλαφρο έχει την ικανότητα να γίνεται το αντίπαλο δέος της γκροτέσκο θρηνωδίας ; Ο Νόρμαν Μέιλερ μέσα από τα βιβλία του πρότεινε στους αναγνώστες να ζουν με τους κλυδωνισμούς του κόσμου και τις περιστασιακά εκπληκτικές ανταμοιβές του. Αλλά δεν ξέρω τί θα έλεγε ο Μέιλερ γι αυτούς τους τεράστιους κλυδωνισμούς που ζούμε και ποιές ανταμοιβές θα φανταζόταν.Αν θα αντιπρότεινε το χιλιοειπωμένο και απατηλό – «ε, ναι, μέσα από τους κλυδωνισμούς θα γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι» – ή θα ανέσυρε από την ιστορία μια θυμωμένη Ρόζα Λούξεμπουργκ.
Οι κλυδωνισμοί, λοιπόν. Κι ας πλησιάζει η ημέρα των Χριστουγέννων. Η ημέρα της αγάπης, όπως λέγαν παλιά οι χωρικοί. Οι χωρικοί που με τόση ευστροφία και αντικειμενικότητα περιγράφει ο Παπαδιαμάντης. ‘Εγινε μόδα η επιστροφή στα χριστουγεννιάτικα διηγήματά του. Ο κόσμος ψάχνει να βρει απαντήσεις. Δεν του τις δίνει κανένας Παπαδιαμάντης. Ο τρόπος όμως που ο σκιαθίτης συγγραφέας περιγράφει τις ανθρώπινες αδυναμίες, που σκιαγραφεί τα πάθη, το γεγονός ότι δεν κρίνει, δεν επικρίνει, δεν καταγγέλει, αλλά αφήνει τον αναγνώστη να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα μέσα σε μια ηθογραφικά αυστηρή ατμόσφαιρα είναι αρκετός για να ανακουφίσει τον φορτισμένο σύγχρονο άνθρωπο.Ας θυμηθούμε ότι στα χρόνια του Παπαδιαμάντη η επιλογή ήταν μια φοβερή πολυτέλεια. Η ζωή οριζόταν αποκλειστικά από τις βασικές ανάγκες του ατόμου.
Ας σκεφτούμε λίγο διαφορετικά. Ο καθένας ας τολμήσει ένα δόσιμο ψυχής με γνώμονα τη συμπόνια και την αλληλέγγυα συμπεριφορά. Η κοινωνία θα γίνει αβίωτη δίχως τις εκδηλώσεις αλληλεγγύης των μεν προς τους δε, δίχως την ευαισθησία απέναντι στη δυστυχία του άλλου. Τώρα είναι ο καιρός των μικρών υπερβάσεων. Από τους μεν στους δε. Ούτως ή άλλως, τα προβλήματα έχουν έρθει για να μείνουν κι όλοι συνειδητοποιούμε ότι δεν θα υπάρξει ξανά Χάρι Πότερ. Ακόμη κι αυτός μεγάλωσε και πέρασε στον χρόνο της λήθης.
ΡΜ