Η Χαρά Μάτα Γιαννάτου συμπρωταγωνιστεί με τον Άρη Σερβετάλη στην Καρδιά του σκύλου στο Κιβωτός
Γεννήθηκε στο Βερολίνο. Μεγάλωσε στην Αθήνα από μητέρα Γερμανίδα (βοηθό σκηνοθέτη στο θέατρο) και πατέρα, Έλληνα (τον μπασίστα των Πυξ Λαξ, Νίκο Γιαννάτο). Τα παιδικά της καλοκαίρια είχαν λίγο από τον καυτό ελληνικό ήλιο και τις μπλε θάλασσες και πολύ από διακοπές στη δροσερή Γερμανία. Τα ενήλικα καλοκαίρια της όμως τα περνάει πλέον, έστω και τις ελάχιστες ημέρες διακοπών που της επιτρέπουν οι επαγγελματικές της υποχρεώσεις, στη Μυτιλήνη. Τον τόπο καταγωγής του συντρόφου της, ηθοποιού, σκηνοθέτη και μουσικού, Γιάννη Νιάρρου.
Για τη Χαρά Μάτα Γιαννάτου, το μοίρασμα στο εδώ και στο εκεί –Γερμανία, Ελλάδα– θα είναι πάντα κομμάτι της ζωής της. Η βάση της όμως ξεκάθαρα μία.
Διάλεξε την κουρτίνα Α και δεν το μετάνιωσε στιγμή, παρά το τίμημα της απόφασής της. «Έχω χάσει χρήματα, αλλά δεν βαριέσαι. Παίζει ρόλο και η φάση ζωής στην οποία βρίσκεσαι. Δεν έχω παιδιά, υποχρεώσεις κι αυτό κάνει τα πράγματα πιο εύκολα. Δίνει ελευθερία», αναφέρει προς το τέλος της κουβέντας που κάναμε στα βελούδινα καθίσματα του Θεάτρου Κιβωτός, λίγες ώρες πριν ξεκινήσει η παράσταση κι ενώ γινόντουσαν οι απαραίτητες προετοιμασίες του σκηνικού.
Η Χαρά Μάτα Γιαννάτου παίζει στην Καρδιά του σκύλου, τη θεατρική μεταφορά του βιβλίου του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ (γράφτηκε το 1925, αλλά δεν δημοσιεύτηκε στη Σοβιετική Ένωση μέχρι το 1987 λόγω λογοκρισίας), που έκαναν η Έφη Μπίρμπα και ο Άρης Σερβετάλης. Η πρώτη υπογράφει και τη σκηνοθεσία και σκηνογραφία, ενώ ο δεύτερος κρατά τον ρόλο του Σκύλου. Στο πλευρό του, ο Αντώνης Μυριαγκός να υποδύεται τον έτερο πρωταγωνιστικό ρόλο, του επιστήμονα, γιατρού και καθηγητή.
Παράλληλα, η ηθοποιός έχει μία ακόμα παράσταση που τρέχει αυτή τη στιγμή και γνωρίζει word of mouth επιτυχία: το ΝΥΞ, Λος Ιστορίας Περίεργας στο Θέατρο Σημείο. Εδώ όμως, επέλεξε να είναι κάτω από τη σκηνή. Συνεργάστηκε με τον Γιάννη Νιάρρο στη δραματουργία και στη σκηνοθεσία του έργου.
Μιλήσαμε και για τις δύο παραστάσεις και για πολλά ακόμα: το παντοτινό της όνειρο να γίνει ηθοποιός, τον Γερμανό παππού της που την ενέπνευσε, το απελευθερωτικό συναίσθημα του να δουλεύεις σε οικογενειακό περιβάλλον, ότι πια δεν κρύβεται πίσω από ανθρώπους αλλά συνεχίζει να είναι το ίδιο ντροπαλή όπως ήταν ως παιδί, τα απλά καθημερινά πράγματα που της λείπουν, το τροχόσπιτο στην Ερεσό που την περιμένει για μπάνια, χαλάρωση και καλό φαγητό.
Καρδιά του σκύλου του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ. Θα μας βάλεις στο κλίμα;
Nα πω πρώτα ότι είναι αγαπημένος μου συγγραφέας. Έχω διαβάσει πολλά έργα του, λατρεύω το Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα και την Καρδιά του σκύλου την είχα διαβάσει πριν καν μπω στη Σχολή του Εθνικού.
Στην ιστορία βλέπουμε έναν σκύλο αδέσποτο και ταλαιπωρημένο, που λιμοκτονεί. Είναι κακοποιημένος, έχει μία τεράστια πληγή από κάψιμο και ενώ αναζητά τροφή στα σκουπίδια, συναντάει έναν άνθρωπο. Του φαίνεται διαφορετικός από τους όλους τους άλλους που τον έχουν κακομεταχειριστεί. Εκείνος τον καλοπιάνει και τον προσκαλεί στο σπίτι του. Εκεί, όπου κάνει πειράματα, παίρνει τις υποφύσεις και τους όρχεις αντρών και τους μεταμοσχεύει σε ζώα. Αυτό θέλει να κάνει και στον Σκύλο, να τον εξανθρωπίσει. Τον υποβάλλει στην επέμβαση, αλλά δεν πετυχαίνει τον σκοπό του. Ο Σκύλος μεταμορφώνεται σε ένα ον, που δεν μπορεί να ενταχθεί πουθενά κοινωνικά κι αυτό είναι ένα από τα πιο σημαντικά θέματα του έργου.
Είναι ο πυρήνας πάνω στον οποίο δουλέψατε με την Έφη Μπίρμπα την παράσταση;
Ακριβώς. Η Έφη δεν επέλεξε να φωτίσει το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο της Ρωσίας εκείνης της εποχής -γράφτηκε από τον Μπουλγκάκοφ στο τέλος του Ρώσικου Εμφυλίου-, που υπάρχει πολύ έντονα μέσα στο έργο, αλλά δεν μιλάει σε εμάς σήμερα και προτίμησε να επικεντρωθεί σε ένα ζήτημα που μας αφορά: σε μία εποχή που υπάρχει η τάση στην επιστήμη, αλλά και στην τεχνολογία, να νικήσουμε τον θάνατο, το Καρδιά του σκύλου θίγει το ζήτημα των ορίων της επιστήμης, στο μέχρι πού μπορεί να επέμβει και μέχρι πού είναι τελικά ηθικό να επέμβει.
Στο έργο, ο καθηγητής εμφανίζεται στην αρχή να κάνει τα χειρουργεία με μία θεϊκή δύναμη, μοιάζει σαν ένα ιεροφάντης, μέχρι που αντιλαμβάνεται ότι δεν μπορεί να επέμβει στη φύση, να εξελίξει το ζώο σε κάτι παραπάνω από αυτό που είναι και τελικά, αποδεχόμενος το λάθος του καταρρέει.
Ο δικός σου ρόλος, ποιος είναι στην παράσταση;
Μαζί με τις Ηλέκτρα Νικολούζου και Αλεξάνδρα Καζάζου, είμαστε τα τρία κορίτσια του σπιτιού του καθηγητή (στο βιβλίο είναι δύο). Οι κόρες, όπως αναφερόμαστε στην παράσταση. Ουσιαστικά, κρατάμε το νήμα της αφήγησης από την αρχή μέχρι το τέλος του έργου.
Δεδομένου ότι είναι η πρώτη φορά που συνεργάζεσαι με την Έφη Μπίρμπα και τον Άρη Σερβετάλη, δύο δημιουργούς που δουλεύουν με μία ιδιαίτερη, κατάδική τους, αισθητική, χτίζοντας σουρεαλιστικούς κόσμους, τι κρατάς από τη συνεργασία;
Ότι παίρνουν πολύ στα σοβαρά αυτό που κάνουν και δεν το λέω βαρύγδουπα. Αγαπούν το θέατρο βαθιά. Επίσης, το γεγονός ότι προσεγγίζουν τα έργα με έναν σωματικό τρόπο, επικεντρώνονται στην κίνηση και αυτό μου αρέσει και μου ταιριάζει πολύ. Ίσως, όμως περισσότερο από όλα να είναι το ότι δουλεύοντας μαζί τους είναι σαν να μπαίνεις σε μία οικογένεια. Οι δύο τους άλλωστε είναι οικογένεια. Σκέψου ότι ξεκινήσαμε τις πρόβες στο σπίτι τους. Ένιωσα αμέσως ότι εδώ ανήκω, ότι εδώ μέσα μπορώ να επικοινωνήσω και να υπάρξω καλλιτεχνικά στο απόλυτο.
Το επιζητάς αυτό το ζεστό κλίμα στις δουλειές;
Δεν είναι ότι το κυνηγάω, αλλά όταν έρχεται είναι υπέροχο. Έχω κάνει δουλειές στις οποίες έχω υπάρξει μέχρι κάποιο σημείο και αυτό είναι πολύ OK, και άλλες στις οποίες βρήκα μία βαθύτερη επικοινωνία και συνδιαλλαγή. Θέλω να πω και να μην ταιριάζω καλλιτεχνικά, πάλι καλά θα την κάνω τη δουλειά μου, αλλά όταν υπάρξει το ταίριασμα είναι απελευθερωτικό.
Και από τη θεατρική οικογένεια της Έφης Μπίρμπα και του Άρη Σερβετάλη, πάμε στη δική σου με τον Γιάννη Νιάρρο. Το ΝΥΞ, Λος Ιστορίας Περίεργας που φτιάξατε είναι η δεύτερη παράσταση στην οποία δούλεψες φέτος σε οικογενειακό κλίμα.
Με τον Γιάννη έχουμε κάνει σινεμά και έχουμε συμπρωταγωνιστήσει στο θέατρο. Τώρα, είναι η πρώτη φορά που δουλέψαμε μαζί στη δημιουργία μιας παράστασης. Ο Γιάννης ήθελε να βρεθεί επί σκηνής με τους δύο μουσικούς της παράστασης, τον Γιάννη Παπαδόπουλο και τον Δημήτρη Κλωνή και κάπως έτσι, ξεκίνησαν όλα. Στο μυαλό του δεν είχε καταλήξει στο ποιο θα ήταν το έργο, μέχρι που έπεσε πάνω σε κάτι κείμενα του Αργεντινού συγγραφέα Julio Cortasar και του Πάνου Κουτρουμπούση, συγγραφέα, μεταφραστή και εικαστικού, όπου το στοιχείο του σουρεαλισμού και του ντανταϊσμού ήταν διάχυτο. Τα διασκευάσαμε, έγραψε και ο Γιάννης δικά του κείμενα και δουλέψαμε όλοι μαζί και με τους δύο μουσικούς την παράσταση. Γίναμε ένα, χάθηκαν οι ρόλοι.
Υπάρχει παγίδα σε αυτό;
Όχι, δεν θα το έλεγα. Για μένα είναι πολύ ωραίο όταν συμβαίνει. Όταν ο ρόλος του καθενός χάνεται, η συνδημιουργία είναι ουσιαστική.
Το ΝΥΞ, τι είναι λοιπόν;
Είναι ένα καμένο έργο (γελάει). Είναι ιστορίες ονειροπόλησης που αφηγείται ο Γιάννης συνοδεία ζωντανής μουσικής μέσα σε ένα σουρεαλιστικό περιβάλλον.
Επιδιώκετε να δουλεύετε μαζί ή το αποφεύγετε λόγω της συντροφικής σας σχέσης;
Γενικά, δεν θα έλεγα ότι το επιδιώκουμε. Όχι, όμως, από την άποψη ότι είμαστε ζευγάρι και καλά πώς θα φαίνεται αυτό στους άλλους, αλλά γιατί είναι σαν να δουλεύουμε μαζί, ενώ δεν δουλεύουμε στην πραγματικότητα. Εννοώ ότι ειδικά ο Γιάννης έχει την τάση να μοιράζεται πολύ τι συμβαίνει στις δουλειές του.
Άρα όταν η πόρτα του σπιτιού κλείνει, η δουλειά δεν μένει απ’ έξω.
Μα πώς είναι δυνατόν να συμβεί αυτό; Στη δουλειά τη δική μας, όπως και σε άλλες δουλειές που κάνεις κάτι πολύ προσωπικό, που βάζεις μέσα τον εαυτό σου και εκθέτεις κομμάτια του, δεν γίνεται να μην μοιράζεσαι τη διαδικασία με τον άνθρωπό σου.
Ο πατέρας σου ήταν μουσικός, η μητέρα σου βοηθός σκηνοθέτη στο θέατρο. Γιατί ηθοποιός και όχι τραγουδίστρια ή κάτι εντελώς έξω από τον καλλιτεχνικό κόσμο;
Παραδόξως, ενώ απολάμβανα που είχα μουσικό μπαμπά, δεν μου πέρασε ποτέ από το μυαλό να ασχοληθώ με τη μουσική. Ποτέ επίσης να κάνω δουλειά γραφείου. Ηθοποιός έγινα λόγω του παππού μου, που τον έχω χάσει εδώ και αρκετά χρόνια. Ήταν ένας από τους πιο γνωστούς ηθοποιούς του γερμανικού θεάτρου και από την πρώτη στιγμή που τον είδα να παίζει στο σανίδι, είπα αυτό θέλω να κάνω, να γίνω σαν τον παππού. Βέβαια, δεν το έλεγα φωναχτά. Μόνο από μέσα μου.
Γιατί;
Ήμουν τόσο ντροπαλό παιδί, που θα γελούσαν. Δεν θα με έπαιρναν στα σοβαρά. Θα περίμεναν να το ακούσουν ας πούμε από την αδερφή μου, που ήταν το ακριβώς αντίθετο. Δεν καταλάβαινε τίποτα, έμπαινε με τα μπούνια στα πάντα. Ίσως, αυτή να με έκανε ντροπαλή με την τόσο μεγάλη εξωστρέφειά της (γελάει).
Συνεχίζεις να είσαι ντροπαλό παιδί;
Ναι, ακόμα έτσι νιώθω. Δεν είμαι άνετη ως Χαρά να βγω μπροστά, να γίνω το κέντρο της προσοχής. Στη σκηνή τα πράγματα είναι διαφορετικά. Εκεί, δεν νιώθω συστολή. Μπαίνω σε ένα ρόλο, σε έναν άλλο κόσμο και υπάρχω σε μία διαφορετική συνθήκη.
Ο παππούς σου πρόλαβε να σε δει να παίζεις;
Δυστυχώς, όχι. Μου έχουν πει όμως ότι του μοιάζω. Ήμουν σε γυρίσματα για μία ταινία στη Γερμανία και ο σκηνοθέτης ήταν πολύ συγκινημένος. «Μου θυμίζεις τόσο πολύ τον παππού σου. Δεν το πιστεύω ότι κάποια στιγμή, θα έβλεπα την εγγονή του να παίζει», θυμάμαι να μου λέει.
Παρά το γεγονός ότι έκανες τα πρώτα σου βήματα στην υποκριτική στη Γερμανία, επέστρεψες στην Ελλάδα. Τι δεν σου καθόταν καλά για να μείνεις μόνιμα;
Μου είχε γίνει πρόταση για σταθερό συμβόλαιο σε ένα κρατικό θέατρο, όπως και από μία κινηματογραφική εταιρεία παραγωγής, αλλά δεν δέχτηκα. Στη Γερμανία αναγκάζεσαι να επιλέξεις: θα κάνεις σινεμά ή θέατρο. Είναι δύσκολο να τα συνδυάσεις, γιατί εργάζεσαι σαν σταθερός υπάλληλος. Ήμουν τόσο νέα και ήθελα να ψαχτώ. Να είμαι ελεύθερη. Προτίμησα λοιπόν το ελληνικό χάος από τη γερμανική ασφάλεια και δεν το μετανιώνω.
Μέσα στα χρόνια, έχεις χάσει κάτι από αυτή την ελευθερία;
Μόνο χρήματα έχω χάσει, αλλά δεν βαριέσαι. Παίζει ρόλο και η φάση ζωής στην οποία βρίσκομαι. Δεν έχω παιδιά, υποχρεώσεις κι αυτό κάνει τα πράγματα πιο εύκολα. Δίνει ελευθερία. Αν ήμουν σε μία άλλη φάση, σίγουρα οι αποφάσεις θα ήταν διαφορετικές.
Έχεις πει «ναι» σε δουλειές μόνο και μόνο επειδή θα σε πλήρωναν καλά;
Μόνο για τα χρήματα όχι. Πάντα κάτι έβρισκα για να μπορώ να υπάρξω καλλιτεχνικά. Έχω πει όμως «όχι» σε δουλειές με πολλά λεφτά, γιατί ήταν ξεκάθαρο από την αρχή ότι δεν θα μπορούσαμε να ταιριάξουμε κι αυτό είναι ένα ρίσκο, που είναι μέσα στον παιχνίδι. Μπορεί σε κάποια χρόνια, να σταματήσω να το παίρνω. Πότε δεν ξέρεις πώς τα φέρνει η ζωή.
Με δύο θεατρικές παραστάσεις να προετοιμάζονται σχεδόν ταυτόχρονα και να παίζονται το ίδιο χρονικό διάστημα, καταλαβαίνω ότι ο ελεύθερος χρόνος χάθηκε. Τι σου λείπει περισσότερο;
Τα απλά πράγματα. Βόλτες, φίλοι, μαγείρεμα στο σπίτι με ταινίες, σειρές. Νιώθω σαν να ζω σε ένα κόσμο που όλοι μα όλοι γύρω μου, ανεξαρτήτως επαγγέλματος, δουλεύουμε ασταμάτητα. Μου λείπουν οι διακοπές, επίσης.
Πού συγκεκριμένα;
Πολύ άνετα θα ξεχειμώνιαζα στην Ερεσό στη Μυτιλήνη. Έχουμε ένα τροχόσπιτο εκεί με τον Γιάννη, όπου περνάμε τα καλοκαίρια μας. Χαλάρωση, μπάνια, καλό φαγητό. Ευτυχία.
***
Kαρδιά του σκύλου
Σκηνοθεσία-Δραματουργία-Σκηνογραφία: Έφη Μπίρμπα
Μετάφραση: Ελένη Μπακοπούλου
Διασκευή: Έφη Μπίρμπα, Άρης Σερβετάλης
Ερμηνευτές: Άρης Σερβετάλης, Αντώνης Μυριαγκός, Ηλέκτρα Νικολούζου, Μιχάλης Θεοφάνους, Χαρά-Μάτα Γιαννάτου, Αλεξάνδρα Καζάζου, Σπύρος Δέτσικας.
Μουσική σύνθεση-επιμέλεια ήχου: Vangelino Currentzis
Σχεδιασμός φωτισμού: Σάκης Μπιρμπίλης
Σχεδιασμός κοστουμιών: Έφη Μπίρμπα, Βασιλεία Ροζάνα
Επιμέλεια κίνησης: Μιχάλης Θεοφάνους
Special effects (SFX): Αλέξανδρος Λόγγος
Κατασκευή περούκας: Δέσποινα Παπαδοπούλου
Κομμώσεις: Lemon Poppy Seed
Ειδικές κατασκευές: Λευτέρης Γκόντας
Παραγωγή: Τεχνηχώρος
Info: Θέατρο Κιβωτός (Πειραιώς 115, Αθήνα, 210-3427426. Τετάρτη 20:00, Πέμπτη, Παρασκευή 21:00, Σάββατο 18:00 και 21:00, Κυριακή 20:00. Προπώληση εδώ.