Λείπει από τον τόπο μας ο ηθικός στοχασμός. Λείπουν έννοιες, όπως αλληλεγγύη και συλλογικότητα. Οφείλουμε να τις αναπαραγάγουμε, αν θέλουμε πραγματικά να μετέχουμε στον δημόσιο λόγο (ο πίνακας είναι του Γιάννη Ψυχοπαίδη από την έκθεσή του Στο Σπίτι της Κύπρου, με τίτλο «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία»).
Οι ημέρες περνούν πλέον με μεγαλύτερη από ποτέ ταχύτητα. Το ίδιο και τα γεγονότα. Ελάχιστος ο ενδιάμεσος χρόνος για να υπάρξει αφομοίωση. Ολα έχουν τα χαρακτηριστικά μιας κακοφτιαγμένης τηλεοπτικής διαφήμισης. Δεν την αφομοιώνεις εύκολα και κάθε φορά που τη βλέπεις, λες: «Τι μου θυμίζει; Τι μου θυμίζει;», ώσπου να φτάσει στο τέλος και να πεις «α, τώρα θυμήθηκα». Στις πλατείες, όσοι μετέχουν στις λαϊκές συνελεύσεις συντάσσουν μανιφέστα. Τους πιέζουν οι εξελίξεις. Αλλά τα μανιφέστα, αν και θαρραλέα πολύ, δεν είναι ανακοινώσεις της τροχαίας για το τριήμερο. Θεωρητικά θα μπορούσαν να εξελιχθούν σε τροφή για σκέψη. Χάνονται όμως ανάμεσα στις μιμητικές της Πουέρτα ντελ Σολ σκηνές, τις υπαίθριες ραδιοφωνικές και ιντερνετικές μεταδόσεις, τα μουσικά συγκροτήματα, το σφιχταγκάλιασμα των νέων, τους πράσινους και μαύρους σάκους απορριμμάτων, τη μυρωδιά του ιδρωμένου σώματος ή του ψημένου καλαμποκιού και τους τουρίστες που δεν εκπλήσσονται, απλώς φωτογραφίζουν ξανά και ξανά.
Στη Βουλή, στα υπουργεία, στα γραφεία των κομμάτων της αντιπολίτευσης, το πολιτικό προσωπικό της χώρας συνειδητοποιεί ότι τα γεγονότα το ξεπερνούν, ότι η λαίλαπα της καταστροφής δεν θα κοιτάξει κανέναν στα μάτια. Ούτε τις αιτιάσεις του θα ακούσει. Ενας ανεμοστρόβιλος ξεπερνά την ισχύ του ανθρώπου. Αποτελεί κομμάτι της καταστροφικής φύσης. Κι όταν έχει περάσει πάνω από σπίτια και ανθρώπους δεν γυρίζει πίσω να δει το μέγεθος του έργου του. Θυμίζει λίγο τον Αγγελο του Κλέε που αποτρέπει το βλέμμα από τα συντρίμμια της Ιστορίας, αλλά η ζημιά είναι δεδομένη. Δύο κόσμοι σε τροχιά μετωπικής σύγκρουσης χωρίς καμιά πλευρά να είναι προετοιμασμένη για τις επιπτώσεις. Και πώς να είναι; Πρωτόφαντα τα όσα συμβαίνουν και ο Ελληνας πολιτικός, ο Ελληνας πολίτης δύσκολα ξεφεύγει από τη νόρμα μιας πολυετούς, εγκλωβισμένης σε κλισέ σκέψης που διέβρωσε ό, τι ομορφότερο διαθέτει ο άνθρωπος: τον κοινό νου.
Μεταξύ όλων των άλλων είναι η πρώτη φορά που τίθεται ανοικτά ζήτημα προσανατολισμού της Ελλάδας. Καλώς μπήκαμε στην ΕΟΚ; Μήπως έπρεπε να πάμε με τον Ασαντ και τον Καντάφι; Το «Ανήκομεν εις την Δύσιν» επιστρέφει στον αντίποδα του: «Μήπως ανήκουμε στην Ανατολή;» Κρίση ταυτότητας; Αποτέλεσμα του καθ’ έξιν τσιφτετελιού τις προηγούμενες δεκαετίες στα νυχτομάγαζα; Ποιος μπορεί να απαντήσει ευθέως; Ακόμη κι όταν το θέμα συζητείται από τηλεοράσεως καλύπτεται από αχλύ μυστηρίου, λες και ο προσανατολισμός μας ήταν αποτέλεσμα μόνο συμφεροντολογικών πιέσεων του ξένου παράγοντα. Ουδείς αποτολμά το αυτονόητο: δεν μας φταίει το «Ανήκομεν εις την Δύσιν», αλλά η εξόφθαλμη αδιαφορία μας για τις αλλεπάλληλες κρίσεις ήθους εξουσίας και εξουσιαζομένων. Στην προκειμένη περίπτωση θα μπορούσαν να παρέμβουν οι ταγοί του πνεύματος, όπως παλιά ο Σαρτρ, ο Κοραής, ο Σολωμός. Σε μεγάλο βαθμό εκείνος ο λόγος ήταν καθαρτικός. Υπήρχε μια αλληλένδεση ανάμεσα στα λόγια και τις πράξεις τους. Ο σύγχρονος διανοούμενος, όμως, είναι μέρος του προβλήματος, όχι της λύσης. Εχει ταυτιστεί με την εξουσία, την αποθεώνει με κάθε ευκαιρία και την χρησιμοποιεί προς ίδιον όφελος.
Σύγχυση, φόβος και απόσταση ανάμεσα στις σκέψεις και τις πράξεις. Ο καθηγητής στο Χάρβαρντ Μάικλ Σάντελ στο βιβλίο του «Δικαιοσύνη» αναφέρει ότι «όντας αντιμέτωποι με μια τέτοια ένταση, θα ήταν αποτελεσματικό να κινούμαστε μπρος και πίσω ανάμεσα στις κρίσεις και τις αρχές μας, αναθεωρώντας τις μεν υπό το φως των δε. Σ’ αυτή την περιφορά του νου από τον κόσμο της δράσης στην επικράτεια των λόγων και πάλι πίσω συνίσταται ο ηθικός στοχασμός». Ελάχιστοι από τους συμπατριώτες μας, είτε στις πλατείες, είτε στον καναπέ, είτε στη Βουλή, αντιλαμβάνονται εύκολα την έννοια του ηθικού στοχασμού. Αλλά όταν ένας λαός φτάνει στο σημείο να διερωτάται για την ταυτότητά του ή τον προσανατολισμό της χώρας, δεν τίθεται καν θέμα ηθικού στοχασμού. Πρέπει να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, κι αυτό απαιτεί ταπεινούς στοχαστές, σεμνούς πολιτικούς κι έναν κόσμο που δεν θα εξαντλεί τις δυνάμεις του σε συνθηματολογία και ύβρεις, αλλά θα αναζητήσει σοβαρούς ρόλους στον δημόσιο λόγο και διάλογο.
Ρίτσα Μασούρα
Το κείμενο δημοσιεύτηκε προ πολλών ετών στην Καθημερινή
Επίκαιρο όμως όσο ποτέ….