Ο Αϊ-Γιώργης των Ελλήνων της Βενετίας και η συμβολή του στο «ανέλπιστον»
450 χρόνια από την ανέγερση του ναού του Αγίου Γεωργίου στη Βενετία, ήρθε στο φως ένα σημαντικό ιστορικό έγγραφο
Ο κ. Μ.R, το 1985, τριγυρνούσε σε ένα παλαιοπωλείο της Βενετίας. Η τότε σύντροφός του, φοιτήτρια Αρχιτεκτονικής στη διάσημη σχολή της Βενετίας, ενδιαφερόταν για αμπαζούρ, σημαντικό στοιχείο αρχιτεκτονικής εσωτερικών χώρων, μια ολόκληρη φιλοσοφία γύρω από τη δημιουργία απαλής ατμόσφαιρας και προστασίας από το έντονο φως.
Τα καπέλα από τις λάμπες φτιάχνονταν από περγαμηνές, ήταν μια κοινή πρακτική της εποχής. Κοιτώντας τα υλικά έπεσε η ματιά του σε ένα έγγραφο το οποίο ήταν έτοιμο να ξυστεί και τα φύλλα του, από περγαμηνή, να χρησιμοποιηθούν για την επικάλυψη ενός πορτατίφ. Το έγγραφο σώζει η σύντροφός του η οποία, αφού το διαβάζει, στα λατινικά, καταλαβαίνει ότι αφορά τους Έλληνες της Βενετίας. Στις 4 πρώτες γραμμές υπάρχουν τα ονόματα των τεσσάρων Επιτρόπων της Ελληνικής Κοινότητας με καθαρότατη γραφή εκείνη του Θεόδωρου Παλαιολόγου, αρχηγού των στρατιωτών.
Τον προτρέπει να το αγοράσει, πράγμα που γίνεται και έτσι το έγγραφο σώζεται. Ο κ. Μ.R σαράντα χρόνια το κρατά στη συλλογή του. Μια μέρα, αναζήτησε και βρήκε τον πρόεδρο της Ελληνικής κοινότητας της Βενετίας, λέγοντάς του ότι έχει στην κατοχή του κάτι που σίγουρα τον ενδιαφέρει.
Στο ραντεβού που δόθηκε ο κύριος Δημήτρης Ζαφειρόπουλος δεν περίμενε ποτέ ότι λίγες εβδομάδες πριν την εκδήλωση για τον εορτασμό των 450 χρόνων, στις 16 Ιουνίου 2024, την ημέρα της γιορτής της ανέγερσης του ναού του Αγίου Γεωργίου των Ελλήνων, η πρωτότυπη περγαμηνή, που για χρόνια αναζητούσαν έγκριτοι ερευνητές, θα ερχόταν στο φως! «Έλπηθαι ανέλπιστον», Συμβαίνει το ανέλπιστον! Όπως είχε πει ο Ηράκλειτος.
Όλοι εμείς που γνωρίζουμε τους αγώνες των Ελλήνων της Βενετίας βιώσαμε μια ανέλπιστη χαρά. Και τη χαρά εάν δεν τη μοιραστείς δεν έχει αξία. Μιλώντας με τον πρόεδρο της κοινότητας, ξετυλίγεται η ιστορία με μαεστρία μέσα από την κουβέντα μας.
Ο Δημήτρης Ζαφειρόπουλος, πρόεδρος της Ελληνικής Κοινότητας στη Βενετία, μιλάει στην Athens Voice
Θέλετε να μοιραστείτε τη σημασία του εγγράφου για την τωρινή κοινότητα των Ελλήνων της Βενετίας;
Το έγγραφο και ο Ναός του Αγίου Γεωργίου είναι άρρηκτα συνδεδεμένα, αποτελούν δε μια ιστορική συνέχεια εκείνης της συσπείρωσης γύρω από τον Ναό μιας πολυπληθούς ελληνικής παροικίας, όπου οι Έλληνες λόγιοι που άφησαν το Βυζάντιο και έφτασαν στην Βενετία βρήκαν πρόσφορο έδαφος και οι συνθήκες που επικρατούσαν τους βοήθησαν στην ανάπτυξη των ελληνικών σπουδών κατά την περίοδο της Αναγέννησης, ένα από τα σημαντικότερα κεφάλαια της ιστορίας του ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Αυτή είναι, και όχι μόνο για τον γράφοντα, η συμβολή σε πανευρωπαϊκό επίπεδο της σημασίας της εκκλησίας του Αγ. Γεωργίου των Ελλήνων στη Βενετία! Η λύπη για την μη παρουσία κανενός κυβερνητικού αντιπροσώπου σε αυτήν την εκδήλωση, παρότι καλέσθηκαν, ξεκινά ακριβώς από αυτό, ότι δηλαδή μπορεί να θεωρήθηκε μόνο σαν μια επέτειος μνήμης αποπεράτωσης μιας «αιωνόβιας» Εκκλησίας.
Τι γνωρίζαμε για το έγγραφο της αγοράς του οικοπέδου του 1526;
Οι άδειες που δόθηκαν από τις Βενετικές Αρχές και από τους Πάπα Λέοντα Χ και Κλήμη VII στην Κοινότητα είχαν καθοριστική σημασία για την αγορά του οικοπέδου, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται ο Ναός του Αγ. Γεωργίου και το Φλαγγείνιο.
Γνωρίζαμε από την επιστημονική εργασία της κας Έρσης Μπρούσκαρη το 1995 ότι το πρωτότυπο συμβόλαιο αγοράς του οικοπέδου από την οικογένεια Contarini (27 Σεπτεμβρίου 1526), ήταν στα χέρια Ιταλού ιδιώτη αλλά τίποτε περισσότερο για αυτό. Το γεγονός είχε πρώτη αναφέρει το 1987 η κα. Lafranchi, Διευθύντρια τότε του Κρατικού Αρχείου Βενετίας.
Ανέφερε επίσης η Μπρούσκαρη ότι είχε μελετήσει το συμβόλαιο από αντίγραφο και ότι αποτελείτο από 14 συμβολαιογραφικές πράξεις, 9 εκ των οποίων αναφέρονται στην αγοροπωλησία και στην αποπληρωμή και οι υπόλοιπες 5 στην ιστορία του οικοπέδου από το 1295 μέχρι το 1495, έτος που το αγοράζει ο Contarini. Μετά τη δημοσίευση της Μπρούσκαρη δεν υπάρχει άλλη είδηση, σε μένα γνωστή, μέχρι το 2014 όταν στα Θησαυρίσματα, ετήσιο επιστημονικό περιοδικό του Ινστιτούτου, ο κ. Λευτέρης Δεσποτάκης, παλαιός υπότροφος του Ινστιτούτου Βενετίας, δημοσιεύει ανακοίνωση με τίτλο «Η πώληση του οικοπέδου για την ανέγερση της Εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου των Ελλήνων στη Βενετία (1526-1528) – Το πρωτότυπο ντοκουμέντο». Αναφέρει ότι το πρωτότυπο αγοράστηκε από ιδιώτη συλλέκτη, που το βρήκε σε πάγκο μεταχειρισμένων στο Μέστρε, και ότι είναι εκείνος που πήγε τις φωτοτυπίες στο Ινστιτούτο, τις οποίες είχε μελετήσει και τυπώσει στη διπλωματική της η κα Μπρούσκαρη, οι οποίες όμως έχουν χαθεί. Το πρωτότυπο του δόθηκε στα χέρια του για μελέτη, αποτελείτο από 13 κιτρινωπές σελίδες από περγαμηνή σε άριστη κατάσταση, και το συνέκρινε με τη δημοσίευση της Μπρούσκαρη. Στη συνέχεια το πρωτότυπο έγγραφο επεστράφη στον άγνωστο για αυτόν ιδιοκτήτη.
Τι νιώσατε όταν σας ειδοποίησαν;
Λίγες βδομάδες πριν την εκδήλωση των 450 χρόνων της 16ης Ιουνίου 2024, συμβαίνει το ανέλπιστον! Η Κοινότητα με ειδοποίησε ότι ιδιώτης την προσέγγισε για να αναφέρει ότι έχει στην κατοχή του σημαντικό ιστορικό έγγραφο που θα μπορούσε να την ενδιέφερε. Το έγγραφο που παρουσιάζεται είναι το πρωτότυπο του συμβολαίου αγοράς του 1526! Καθορίζεται συνάντηση στα γραφεία της Κοινότητας με τον βενετσιάνο M.R., άνθρωπο με ιδιαίτερη κουλτούρα και ευαισθησίες. Γίνεται αναφορά και συζήτηση στην ιστορική μας Κοινότητα, στο γεγονός ότι δεν έχει πια κανένα έγγραφο της από αιώνων ιστορίας της, καθόσον όλα έχουν δωρηθεί στο Ελληνικό Ινστιτούτο Βενετίας. Του ζητείται εάν το έγγραφο πωλείται, εάν ναι, για ποια τιμή μιλάμε. Η συγκίνηση, ένταση και προσπάθεια διατήρησης ηρεμίας δεν περιγράφεται. Μέσα μου ο φόβος ότι το έγγραφο μπορεί και να μην περάσει στα χέρια της Κοινότητας. Ο κ. Μ.R. ανέφερε ότι ποτέ δεν σκέφτηκε την αξία του και άρα δεν έχει να προτείνει κάποια τιμή.
Προτείνατε να το αγοράσετε;
Η απάντησή του στη συνέχεια της επιμονής μου προς πώληση καταλήγει: «Το κράτησα για 40 χρόνια τώρα μπορώ και να το δωρίσω και σας το δωρίζω»! Θυμάμαι ότι η ανατριχίλα είναι πάντα η ίδια ακόμα και τώρα που σας το λέω. Θυμήθηκα τον Ηράκλειτο που πάντα συνοδεύει στο τέλος τα ηλεκτρονικά μου μηνύματα «Έλπηθαι ανέλπιστον». Αποχώρησε μετά από τις θερμές μας ευχαριστίες και έναν θερμότατο εναγκαλισμό. Δεν γνωρίζω την επαγγελματική του ιδιότητα. Επειδή πιστεύω ακράδαντα ότι κανένας δεν μπορεί να ξεφύγει από το πεπρωμένο, ο συνδυασμός του χρόνου που συνέβη η επιστροφή του έγγραφου στην Κοινότητα με την προγραμματισμένη εκδήλωση των 450 χρόνων αποπεράτωσης του Αγ. Γεωργίου, για μένα δεν είναι τυχαίο γεγονός και ο Αγ. Γιώργης των Ελλήνων έχει την κομβική του συμμετοχή!
Πού βρίσκεται το έγγραφο; Πώς παρουσιάστηκε;
Το έγγραφο έχει τοποθετηθεί σε ειδική δερμάτινη θήκη, φτιαγμένη επί τούτου, με αναφορά στη δωρεά και τον δωρητή. Η παρουσία του εγγράφου στην Κοινότητα για τις μέρες που ήταν εκεί κρατήθηκε σε άκρα μυστικότητα μέχρι την ημέρα της εκδήλωσης της Κυριακής 16 Ιουνίου. Παρουσιάστηκε στο τέλος της ομιλίας μου σε μια γεμάτη αίθουσα εκδηλώσεων, τη Sala del Capitolo, του Ινστιτούτου Βενετίας, παρουσίας του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Φιλαδελφείας κ. Μελίτωνα, αντιπροσώπου του Παναγιότατου Οικουμενικού μας Πατριάρχη Βαρθολομαίου, της Πρέσβεως της Ελλάδας στη Ρώμη κας. Ε. Σουρανή, η οποία και αναφέρθηκε σε ολιγόλεπτη επέμβασή της στη σημασία επιστροφής του ιστορικού αυτού εγγράφου και των ευχαριστιών της προς τον δωρητή, του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ιταλίας κ. Πολυκάρπου, του Γραμματέα του Ινστιτούτου Βενετίας κ. Α. Θεοφιλογιαννάκου, του τελευταίου Διευθυντή του Ινστιτούτου Καθ. Γ. Πλουμίδη, παλιών υποτρόφων του Ιδρύματος.
Η ιστορία της κοινότητας των Ελλήνων της Βενετίας
Ήδη από την εποχή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η παρουσία Ελλήνων εμπόρων στη λιμνοθάλασσα της Βενετίας ήταν συχνή. Μετά την Τέταρτη Σταυροφορία (1204) διευκολύνθηκε περαιτέρω η εγκατάσταση στη Βενετία κατοίκων από διάφορες ελληνικές περιοχές. Πάνω απ’ όλα η τουρκική απειλή ήταν αυτή που ανάγκασε, από τις αρχές του 14ου αιώνα και μετά, πολλούς Έλληνες να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους και να ζητήσουν άσυλο στη Γαληνοτάτη.
Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453), ο αριθμός των προσφύγων αυξήθηκε αρκετά και υπολογίζεται -ίσως με κάποια υπερβολή- ότι ο συνολικός ελληνικός πληθυσμός έφτασε γύρω στις τέσσερις με πέντε χιλιάδες άτομα το 1479. Το πρώτο πρόβλημα που αντιμετώπισαν οι Έλληνες ήταν αυτό της ελεύθερης άσκησης της θρησκείας τους. Στις αρχές του 15ου αιώνα ασκούνταν κρυφά σε εκκλησίες και σπίτια, γιατί οι βενετικές αρχές τους θεωρούσαν σχισματικούς και απαγόρευαν στους Έλληνες ιερείς να κάνουν λειτουργία.
Η παραχώρηση, μετά τη Σύνοδο της Φλωρεντίας, ενός παρεκκλησίου στην εκκλησία του San Biagio δημιούργησε στους Έλληνες την παραπλανητική αίσθηση ότι η αντίθεση των καθολικών είχε εξαντληθεί και ότι μπορούσαν να αποκτήσουν τη δική τους εκκλησία. Η Βενετική Σύγκλητος τους έδωσε τη πρώτη σχετική άδεια (18 Ιουνίου 1456) για την ανέγερση του ναού, η οποία όμως διεκόπη τον επόμενο χρόνο με διάταγμα του Συμβουλίου των Δέκα, σύμφωνα με την οποία οι Έλληνες έπρεπε να συνεχίσουν να ασκούν τη λατρεία τους στην καθολική εκκλησία του San Biagio.
Οι προσπάθειες των Ελλήνων, που δεν ήταν διατεθειμένοι να κάνουν παραχωρήσεις ούτε στον Πάπα ούτε στον Πατριάρχη Βενετίας, συνεχίστηκαν και τα επόμενα χρόνια, χωρίς αποτέλεσμα. Αποφάσισαν λοιπόν να εγκαταλείψουν προσωρινά τον κύριο στόχο του θρησκευτικού ζητήματος και να κινηθούν προς άλλη κατεύθυνση.
Στις 28 Νοεμβρίου 1498 έκαναν αίτηση στο Συμβούλιο των Δέκα για την ίδρυση μιας Αδελφότητας Ορθοδόξων Ελλήνων ή Ελληνικού Έθνους (Scuola/Σωματείου) που θα είχε ως προστάτη τον Άγ. Νικόλαο και ως έδρα την εκκλησία του San Biagio. Την ίδια μέρα το αίτημα έγινε δεκτό και αμέσως καταρτίστηκε το καταστατικό, εγκεκριμένο από τις βενετικές αρχές.
Τα μέλη της Αδελφότητας εξέλεξαν το Διοικητικό Συμβούλιο σε θητεία ενός έτους το οποίο αποτελούνταν από τον πρόεδρο (gastaldo), τον αντιπρόεδρο, τον γραμματέα και δώδεκα κοσμήτορες. Αργότερα, συμπεριλήφθηκαν τα γραφεία των διοικητών, των ελεγκτών του ταμείου (δήμαρχοι) και ένα σώμα είκοσι ενός ατόμων ως βοηθοί (Zonta) του Συμβουλίου. Τα έσοδα της Αδελφότητας προέρχονταν από εισφορές μελών, συνδρομές, εισπράξεις, δωρεές και κληροδοτήματα, αλλά και, σε περίπτωση ανάγκης, από έκτακτες προσφορές και φόρους σε ελληνικά πλοία που έδεναν στη Βενετία.
Στις αρχές του 16ου αιώνα οι Έλληνες παρουσίασαν πάλι στις βενετικές Αρχές το αίτημα της άσκησης της λατρείας σε μια δική τους εκκλησία. Για το σκοπό αυτό καταλληλότεροι θεωρούνταν οι Έλληνες στρατιώτες (stradioti/στρατιώτες), ελαφρύ έφιππο σώμα περίφημο για την ανδρεία του, οι οποίοι, λόγω της μεγάλης τους συμβολής στους βενετικούς πολέμους κατά των Τούρκων, απολάμβαναν σεβασμού και ιδιαίτερης καλοσύνης μεταξύ των αρχών.
Νεκταρία Ζαγοριανάκου