Βρετανική Σχολή Αθηνών: Ένα αρχαιολογικό στολίδι στην καρδιά της πόλης
Μπήκαμε στο εμβληματικό κτίριο, που εδώ και 140 χρόνια φιλοξενεί μία από τις μεγαλύτερες βιβλιοθήκες αρχαιολογίας και κλασικών σπουδών στην Ελλάδα
Γράφει η ‘Ελενα Ντάκουλα Athens Voice.gr
Από το Κέιμπριτζ στο Κολωνάκι: Η ιστορία της Βρετανικής Σxολής Αθηνών
Οι ξένες Αρχαιολογικές Σχολές και Αρχαιολογικά Ινστιτούτα, ιδρύματα πολιτιστικού ενδιαφέροντος και προσανατολισμού, αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της ελληνικής αρχαιολογικής πραγματικότητας και η συνεισφορά τους στην ανεύρεση, διάσωση και διαφύλαξη της πολιτιστικής μας κληρονομιάς είναι ανυπολόγιστη.
Η ίδρυσή τους είναι απότοκος του έντονου φιλελληνικού ρεύματος του 19ου αιώνα, που κορυφώθηκε κατά την περίοδο του απελευθερωτικού αγώνα και της ίδρυσης του ελληνικού κράτους. Ξένοι αρχαιολόγοι, λάτρεις του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, έπεισαν τους αρμόδιους φορείς των κρατών τους για τη λειτουργία αρχαιολογικών ιδρυμάτων στην Ελλάδα. Σε συνεργασία με τους Έλληνες αρχαιολόγους έφεραν στην επιφάνεια πληθώρα λαμπρών ευρημάτων και το επιστημονικό έργο που έχει παραχθεί είναι ιδιαίτερα πλούσιο και σημαντικό.
Το ελληνικό κράτος, αντιμετώπισε εξαρχής θετικά την ίδρυσή τέτοιου είδους σχολών και διευκόλυνε το έργο τους, παραχωρώντας τους οικόπεδα ή δημόσια ακίνητα για την εγκατάστασή τους, συνάπτοντας ειδικές συμφωνίες για την εκτέλεση των ανασκαφών και ψηφίζοντας σχετικούς νόμους για το καθεστώς λειτουργίας τους.
Η ιστορία της Βρετανικής Σχολής Αθηνών
Οι πρώτες σχολές χρονολογούνται από τα τέλη του 19ου αιώνα και ήταν Αρχαιολογικές Σχολές χωρών που ανήκαν στις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής. Μία εξ’ αυτών, η τέταρτη χρονολογικά, μετά τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή (1846), το Γερμανικό Ινστιτούτο (1872) και την Αμερικάνικη Σχολή Κλασικών Σπουδών (1881), ήταν η Βρετανική Σχολή Αθηνών – British School of Athens (B.S.A), που ιδρύθηκε το 1886 και αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα ξένα μορφωτικά ιδρύματα στη χώρα μας. Στην Ελλάδα είναι ιδιαίτερα γνωστή για τις αρχαιολογικές έρευνές της στην Κνωσό, τη Σπάρτη, τις Μυκήνες, τη Χίο και το Λευκαντί Ευβοίας.
Η ίδρυσή της οφείλεται στην πρωτοβουλία του λαμπρού κλασικού μελετητή Σερ Ρίτσαρνντ Κλαβερχάουζ Γουέμπ (1841-1905), καθηγητή αρχαίων ελληνικών στο Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης και του Κέιμπιρτζ. Ο Ρίτσαρντ Γουέμπ ξεκίνησε τις προσπάθειές του στα τέλη της δεκαετίας του 1870, όταν επισκέφθηκε την Ελλάδα και, συλλέγοντας πληροφορίες για τις υφιστάμενες ξένες σχολές (Γαλλική και Γερμανική), απηύθυνε έκκληση στους Times υπέρ της Αθήνας. Αν και στην αρχή συνάντησε αντιστάσεις, τόσο από την ελληνική όσο και από την κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, κατάφερε να εξασφαλίσει από τον πρίγκιπα της Ουαλίας τα αναγκαία κεφάλαια και από το ελληνικό κράτος δωρεά οικοπέδου όπου αυτή θα κτιζόταν.
Η έδρα της BSA είναι στην οδό Σουηδίας 52, στο Κολωνάκι, μέσα σ’ έναν υπέροχο, καταπράσινο, γεμάτο ελληνικά φυτά και εσπεριδοειδή κήπο, μια πραγματική όαση στο κέντρο της Αθήνας. Το τμήμα της οδού που δεσπόζουν σήμερα τα τέσσερα μεγάλα ιδρύματα (το Μαράσλειο Διδασκαλείο, η Βρετανική Σχολή Αθηνών, η Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών και η Γεννάδειος Βιβλιοθήκη) ήταν η συνέχεια της οδού Σπευσίππου. Μετονομάστηκε σε οδό Σουηδίας, τον Οκτώβριο του 1945, ως έκφραση ευγνωμοσύνης στη χώρα, η οποία, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, υπό την αιγίδα του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, διέθεσε πλοία για τη μεταφορά τροφίμων προς την Ελλάδα, συμβάλλοντας στη διάσωση του χειμαζόμενου από τον λιμό ελληνικού λαού. Όλα δε τα προαναφερθέντα κτίρια χρησιμοποιήθηκαν από τον Ερυθρό Σταυρό ως γραφεία και χώροι διαμονής.
Upper House το πρώτο κτίριο της Σχολής
Τα κτίρια της Σχολής ανεγέρθηκαν στο διπλανό από την Αμερικάνικη Σχολή Κλασικών Σπουδών οικόπεδο, αρχικής ιδιοκτησίας της Μονής Πετράκη, που προσφέρθηκε από την ελληνική κυβέρνηση τον Ιούνιο του 1884. Σκοπός της Σχολής ήταν η διεξαγωγή, η διευκόλυνση και η προώθηση της έρευνας, και το έργο της ήταν, κατά κύριο λόγο, διδακτικό, ανασκαφικό και ερευνητικό.
Αρχικά όλες οι υπηρεσίες της BSA στεγάστηκαν σ’ ένα ενιαίο διώροφο κτίριο, με αψιδωτή είσοδο, το επονομαζόμενο Upper House, που σχεδιάστηκε από τον πρώτο της διευθυντή, τον αρχαιολόγο, αρχιτέκτονα και αστρονόμο, Φράνσις Κράνμερ Πένροοζ (1817-1903) και θεωρείται ένα από τα βασικότερα δείγματα νεοκλασικής αρχιτεκτονικής στην Αθήνα, χαρακτηρισμένο διατηρητέο.
Στο σημείο αυτό αξίζει ν’ αναφερθεί ότι το όνομα του Φράνσις Πένροοζ είχε συνδεθεί στενά με τη μελέτη του Παρθενώνα. Ήταν από τους πρώτους που παρατήρησαν πως ο Παρθενώνας δεν έχει ευθείες γραμμές, παρά μόνο καμπύλες, καθώς επίσης γωνίες που διορθώνουν οπτικές ψευδαισθήσεις. Έτσι τεκμηρίωσε με ακρίβεια τις οπτικές διορθώσεις του ναού, όπως την καμπυλότητα των κιόνων και την ελαφρά κλίση τους προς το εσωτερικό. Σύμφωνα με τον ο Μανώλη Κορρέ, ο Πένροοζ, περισσότερο από κάθε άλλον, εμβάθυνε στα μυστικά της αρχιτεκτονικής, του σχεδίου και της κατασκευής του Παρθενώνα.
Σήμερα, το Upper House αποτελεί τη βασική κατοικία της διευθύντριας της Σχολής, ενώ στο οικόπεδο κτίστηκε σταδιακά ένας ξενώνας, μία βιβλιοθήκη, καθώς και το εργαστήριο Marc and Ismene Fitch, για την επιστημονική αρχαιολογία. Η Βρετανική Σχολή Αθηνών διατηρεί επίσης ένα ερευνητικό κέντρο στην Κνωσό.
Στο κτίριο «Hostel» της Βρετανικής Σχολής Αθηνών
Πτέρυγα «Payne» της βιβλιοθήκης της Βρετανικής Σχολής Αθηνών
Hostel, το δεύτερο κτίριο της Σχολής
Το δεύτερο κτίριο του συγκροτήματος, το επονομαζόμενο Hostel, οικοδομήθηκε το 1897, σε σχέδια του αρχιτέκτονα Χίτον Κομίν. Aρχικά χρησιμοποιήθηκε ως ξενώνας – παρείχε καταλύματα για εννέα σπουδαστές και προσωπικό. Στην κύρια είσοδο υπάρχουν τα βασιλικά πορτρέτα, ενώ κάτω από αυτά επιγραφές μνήμης για δέκα πεσόντες-μέλη της ΒSA στους δύο Παγκοσμίου Πολέμους.
To κτίριο Hostel
Εκεί, φιλοξενήθηκε, μετά το Upper House, η βιβλιοθήκη της Σχολής. Η συνεχώς αυξανόμενη συλλογή επέβαλλε την επέκταση του κτιρίου, ώστε να καλυφθούν οι ανάγκες της. Ο νέος χώρος εγκαινιάστηκε το 1904 και ονομάστηκε Βιβλιοθήκη Πένροοζ, προς τιμή του πρώτου διευθυντή της Σχολής, ο οποίος είχε πεθάνει έναν χρόνο νωρίτερα. Kατά τη διάρκεια των χρόνων, έγιναν αρκετές αλλαγές και επεκτάσεις, με δωρεές φίλων, με την πιο πρόσφατη του ευεργέτη Λου Κολλάκη.
Η Βιβλιοθήκη διαθέτει πάνω από 70.000 τίτλους βιβλίων, 1.300 τίτλους περιοδικών, αίθουσα χαρτών, φωτογραφική συλλογή και πρωτότυπα αρχεία από πολλές ανασκαφές της Σχολής. Έχει επίσης βιβλιογραφικό και αρχειακό υλικό, που αφορά την πιο πρόσφατη ελληνική ιστορία. Ένα από τα πιο συναρπαστικά βιβλία της συλλογής είναι ένα αντίγραφο του έργου του Λόρδου Βύρωνα «Σαρδανάπαλος» (1822), που ανήκε στον ίδιο τον συγγραφέα και περιήλθε στην κατοχή του Φίνλεϊ, μετά τον θάνατο του Λόρδου Βύρωνα, στο Μεσολόγγι.
Ο κοινόχρηστος χώρος του Hostel, το γνωστό ως Finlay Common Room, αποτελεί το επίκεντρο της κοινωνικής ζωής της BSA. Είναι ένα ευρύχωρο, άνετο δωμάτιο, με ξύλινο πάτωμα σε μορφή ψαροκόκαλου, τζάκι, έπιπλα και υφάσματα σε γήινες αποχρώσεις, μεγάλα ανοίγματα, που δίνουν έναν ωραίο φυσικό φωτισμό, και μία υπέροχη βεράντα με θέα στον κήπο. Eκεί στεγάζεται η συλλογή του ιστορικού και φιλέλληνα Τζορτζ Φίνλεϊ και τα βιβλία φυλάσσονται στις αρχικές βιβλιοθήκες τους, που έφτασαν στη Σχολή το 1899, μέσω ενός από τους κληρονόμους του Φίνλεϊ, του Γουίλιαμ Χένρι Κουκ.
Έξω από το Ηοstel υπάρχει μια ελιά που φύτεψε, το 1998, ο τότε πρίγκιπας, νυν βασιλιάς Κάρολος κατά την επίσκεψή του στην BSA.
Marc and Ismene Fitch Laboratory, το τρίτο κτίριο της Σχολής
Το τρίτο κτίριο, το Αρχαιολογικό Εργαστήριο Marc and Ismene Fitch Laboratory, ανεγέρθηκε το 1974 και λειτουργεί ως εργαστήριο επιστημονικής αρχαιολογίας, με ειδίκευση στη μελέτη της κεραμικής. Είναι επικεντρωμένο στα πετρογραφικά και χημικά χαρακτηριστικά των κεραμικών και στη γεωφυσική έρευνα αρχαιολογικών χώρων, και εξοπλισμένο με σύγχρονες υποδομές, που υποστηρίζουν την ερευνητική δραστηριότητα της Σχολής.
Θεωρείται κορυφαίο διεθνές κέντρο στον τομέα του, με μικρό ερευνητικό προσωπικό και συχνούς ακαδημαϊκούς επισκέπτες.
Η BSA είναι ένα σπουδαίο ερευνητικό ίδρυμα, με πλούσια, διεθνώς αναγνωρισμένη, επιστημονική βιβλιοθήκη. Προσφέρει στους μεταπτυχιακούς φοιτητές, καθηγητές και μελετητές ένα ευρύ φάσμα εκπαιδευτικών προγραμμάτων για την αρχαιολογική και ανθρωπιστική έρευνα στην Ανατολική Μεσόγειο, συμβάλλοντας δυναμικά στον επιστημονικό διάλογο μεταξύ Ελλάδας και Ηνωμένου Βασιλείου.