Κάιρο, η πόλη με τα δέκα χιλιάδες τζαμιά και τα…πατίνια
Μετά την άνοδο του στρατηγού Αμπντέλ Φατάχ Αλ-Σίσι στην προεδρία της χώρας το 2013, η Αίγυπτος σημείωσε μια σημαντική οπισθοχώρηση όσον αφορά τις ελευθερίες και τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η αναβίωση του αυταρχισμού συνοδεύεται από μια εμμονή με τον έλεγχο των δημόσιων χώρων, που βάθυνε ακόμη περισσότερο το χάσμα μεταξύ των λαϊκών τάξεων και των εύπορων στρωμάτων του πληθυσμού.
Sophie Pommier
Η περίφημη παραποτάμια λεωφόρος, στο κέντρο της αιγυπτιακής πρωτεύουσας, όπου οι κάτοικοι της πόλης συνηθίζουν να συναντιούνται με τις οικογένειές τους για μια δροσερή απογευματινή βόλτα ή με τους αγαπημένους τους για να χαθούν μέσα στην ανωνυμία του πλήθους, δέχθηκε πρόσφατα μια φιλόδοξη ανάπλαση. H Mamshaa, κατά λέξη «ο περίπατος», ονομάστηκε παραπλανητικά Ahl Misr, δηλαδή «λαός της Αιγύπτου». Όμως, τίποτα το λαϊκό δεν υπάρχει στο έργο. Οι όχθες του Νείλου είναι πλέον δομημένες σε δύο επίπεδα. Το πρώτο είναι προσβάσιμο σε όλους και εφάπτεται με την άκρη του οδοστρώματος, όσο πιο κοντά γίνεται στα αυτοκίνητα που είναι κολλημένα στη zahma (κυριολεκτικά: «μαρμελάδα»), τα τεράστια μποτιλιαρίσματα της πόλης. Το δεύτερο επίπεδο βρίσκεται πλάι στην επιφάνεια του νερού και διαθέτει έναν κομψό ξύλινο διάδρομο που εξυπηρετεί εστιατόρια και καφετέριες, με πλωτές εξέδρες για τις μικρές ιδιωτικές θαλαμηγούς και τις υπηρεσίες θαλάσσιου ταξί. Η είσοδος είναι επί πληρωμή: 20 λίρες (0,60 ευρώ) ανά άτομο σε μια χώρα όπου ο κατώτατος μηνιαίος μισθός ανέρχεται σε 3.500 λίρες (106 ευρώ) στο δημόσιο τομέα και σε 2.700 λίρες (82 ευρώ) στον ιδιωτικό τομέα.
Σταθμοί ελέγχου τοποθετημένοι ανά εκατό μέτρα είναι υπεύθυνοι για την έκδοση εισιτηρίων και τη διενέργεια ελέγχων στις πύλες που επίκειται να τοποθετηθούν. Κατά μήκος του περιπάτου, οι κάμερες ασφαλείας διαδέχονται η μία την άλλη ανά είκοσι μέτρα. Εάν κάποιος πλησιάσει το κιγκλίδωμα που χωρίζει τους δύο αυτούς κόσμους, έστω και μόνο για να ρίξει μια ματιά, δεν θα αργήσει να εμφανιστεί ένας φύλακας για να του υπενθυμίσει –ευγενικά αλλά αυστηρά– ότι πρέπει να παραμείνει σε απόσταση. Ο κόσμος των πλουσίων θέλει να προφυλαχθεί από τα βλέμματα των ταπεινών. Τέλος το βραδινό τσιγαράκι στις όχθες του ποταμού, οι βραδιές με φίλους σε πλαστικές καρέκλες, χαζεύοντας τις περαστικές φελούκες με τη μουσική στη διαπασών. Έτσι κι αλλιώς, τέτοιες λαϊκές διασκεδάσεις δίνουν σταδιακά τη θέση τους σε υπηρεσίες σκαφών λιγότερο «οχληρές» –και σαφώς πιο επιλεκτικές. «Με την κατασκευή των νέων συνοικιών, των ουρανοξυστών και τώρα με αυτές τις αναμορφωμένες όχθες, δεν μπορούμε πια να δούμε το ποτάμι», λέει με λύπη ο Σελίμ (1). Για αυτόν τον κάτοικο του Καΐρου, αθεράπευτα ερωτευμένο με την πόλη του, ο Νείλος αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι τόσο του αστικού τοπίου όσο και της αιγυπτιακής ταυτότητας.
Εντούτοις, η αγορά του πολυπόθητου εισιτηρίου δεν αρκεί για να μπεις στα καταστήματα όπου συχνάζουν οι λίγοι προνομιούχοι, να δειπνήσεις ή να πιεις ένα ποτό στον περίπατο. Στην είσοδο, ο έλεγχος είναι αυστηρός: η μεσαία τάξη, που ήδη αγωνίζεται να παρακολουθήσει την αύξηση των τιμών των καταναλωτικών αγαθών εξαιτίας του καλπάζοντος πληθωρισμού (32% για τον Απρίλιο, σύμφωνα με την CAPMAS, την Κεντρική Στατιστική Υπηρεσία της Αιγύπτου), βρίσκεται σταδιακά αποκλεισμένη από ορισμένα σημεία του περιπάτου. «Μου ζήτησαν να τους δείξω τον λογαριασμό μου στο Facebook, για να δουν τους “φίλους” μου και να αξιολογήσουν το κοινωνικό επίπεδό μου», λέει θιγμένη η τριαντάχρονη Μόνα, που πέρασε από ψιλό κόσκινο απλώς και μόνο για να δειπνήσει σε ένα εστιατόριο. Το βέβαιο είναι ότι, εξαιτίας του κομψού χιτζάμπ της, πλέον δεν θα της επιτρεπόταν η πρόσβαση σε ορισμένα από τα πιο διάσημα παραθαλάσσια κέντρα διασκέδασης των μεσογειακών ακτών της Αιγύπτου: αυτοί οι πριβέ χώροι ακολουθούν τα διεθνή πρότυπα, όπου τα μπικίνι και το αλκοόλ είναι παραπάνω από ευπρόσδεκτα, οι μαντίλες όμως όχι.
Ο διαχωρισμός του χώρου, που χαρακτηρίζει συνολικά την τρέχουσα ανάπτυξη της χώρας, έχει ασφαλώς τις ρίζες του σε μια παράδοση κληροδοτημένη από τους Βρετανούς και τις λέσχες τους, οι οποίες οριοθετούν έναν κλειστό κόσμο προνομιούχων. Την πρακτική αυτή έχει ιδίως υιοθετήσει από παλιά ο αιγυπτιακός στρατός, που διαθέτει πάρα πολλούς κλειστούς κύκλους –λέσχη συνοριοφυλάκων, λέσχη αξιωματικών ενόπλων δυνάμεων, λέσχη αξιωματικών ασφαλείας, λέσχη αξιωματικών αστυνομίας κ.ο.κ. Ομοίως, η απόκρυψη των φτωχών συνοικιών πίσω από φράχτες, ώστε να μην είναι ορατή μια όψη εξαθλίωσης που θα υποβάθμιζε την εικόνα της χώρας, δεν είναι χτεσινή υπόθεση. Ήδη από την εποχή του Χόσνι Μουμπάρακ, γύρω από τα ash-wiyat (κατά λέξη: σπίτια –ή ζωές– στην τύχη), τους αυθαίρετους συνοικισμούς της πόλης, υψώθηκαν τείχη με περιορισμένα σημεία πρόσβασης. Όμως, η αντίληψη του διαχωρισμού εξαπλώνεται –και αυτό συμβαίνει για πολλούς και διάφορους λόγους. Η Αίγυπτος, στριμωγμένη οικονομικά, έχει ανάγκη από χρήματα. Και οι πλούσιοι καταναλώνουν. Έτσι, στα πρότυπα των χωρών του Κόλπου, θα πρέπει να τους διατίθενται μέρη αφιερωμένα στην κατανάλωση και συνεπώς αρκετοί χώροι, παλαιότερα δημόσιοι, καλύπτονται πλέον από εστιατόρια, μπουτίκ και βεβαίως υποκαταστήματα τραπεζών, εξοπλισμένα με μηχανήματα ανάληψης μετρητών. Το κράτος, συχνά ενσαρκωμένο από τον στρατό, εισπράττει ενοίκια και τέλη αδειών λειτουργίας. Οι επιγραφές και τα διακοσμητικά τεχνάσματα των καταστημάτων πολλές φορές σε αφήνουν άναυδο, όπως συμβαίνει στο London Café του Καΐρου, όπου φυλάνε σκοπιά τέσσερα ομοιώματα βασιλικών φρουρών του παλατιού του Μπάκιγχαμ, με τη χαρακτηριστική κοκκινόμαυρη στολή τους. Με τον κίνδυνο να σκοτώσει την κότα με τα χρυσά αυγά, σε ένα τόσο τυποποιημένο και παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, η Αίγυπτος χάνει σταδιακά τη γοητεία και τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της. Τι σημασία έχει όμως; Το μοντέλο του Κόλπου ευδοκιμεί.
Σχεδόν δέκα χιλιάδες νέα τζαμιά
H πολιτική για το αστικό περιβάλλον εξυπηρετεί τα συμφέροντα του στρατού, ο οποίος αναλαμβάνει αρχικά την εκτέλεση των έργων και στη συνέχεια την εκμετάλλευσή τους, αποκομίζοντας τεράστια κέρδη (2). Όλος ο κόσμος γνωρίζει πως το διάσημο εστιατόριο Sequoia, στο βόρειο άκρο της νήσου Ζαμαλέκ, έκλεισε διότι σταμάτησε να υποτάσσεται στους εκβιασμούς για καταβολή «προστασίας» στον αιγυπτιακό στρατό, ο οποίος διαχειρίζεται πλέον τα καταστήματα που το αντικατέστησαν. Ένας άλλος δημοφιλής οικογενειακός προορισμός, ο ζωολογικός κήπος της πόλης, επίσης δόθηκε στον στρατό προς ανακαίνιση, με παραχώρηση του δικαιώματος εκμετάλλευσής του για είκοσι πέντε χρόνια, όπως και ο παρακείμενος βοτανικός κήπος. Οι περισσότερες από τις οικογένειες με περιορισμένα εισοδήματα που πήγαιναν εκεί για το πικνίκ τους τα σαββατοκύριακα δεν θα μπορούν πλέον να ανταπεξέλθουν στην τιμή του εισιτηρίου όταν ξανανοίξουν οι εγκαταστάσεις. Το ίδιο ισχύει και για το λίγο-πολύ προσιτό κοινοτικό κέντρο του Gezira Sporting Club, το Markaz al-Shabab, του οποίου η τιμή εισόδου αυξήθηκε κατακόρυφα, ιδίως τα σαββατοκύριακα, όπου έβλεπες να συρρέουν παιδιά, γονείς, παππούδες, ένα συνονθύλευμα όλων των γενεών. Ακόμη και οι αρχαιολογικοί χώροι έχουν εν μέρει ιδιωτικοποιηθεί, επιτρέποντας στον Κόπτη μεγιστάνα Ναγκίμπ Σαουίρις να ανοίξει ένα εστιατόριο στη βάση των πυραμίδων.
Στην Ηλιούπολη, προάστιο στα βορειανατολικά του Καΐρου, οι κάτοικοι νιώθουν αποπροσανατολισμένοι και αποξενωμένοι από την ίδια τους τη συνοικία, πάνω από την οποία πλανάται ακόμη βαριά η σκιά του βαρόνου Εντουάρ Εμπέν, του θεμελιωτή, στις αρχές του 20ού αιώνα, εκείνου που σήμερα αποτελεί το σύμβολο μιας αλλοτινής Αιγύπτου όπου, όπως συχνά επαναλαμβάνεται, ήταν τόσο ωραία η ζωή. Πολλοί κινητοποιήθηκαν ενάντια στην κατασκευή ενός δρόμου προς εξυπηρέτηση της νέας διοικητικής πρωτεύουσας της Αιγύπτου –το εμβληματικό έργο του προέδρου Άλ-Σίσι– που οδήγησε στο κόψιμο πολλών αιωνόβιων δέντρων. Ο χωροταξικός σχεδιασμός κατέστησε τον δρόμο μη προσβάσιμο σε αρκετά σημεία του. «Η ηλικιωμένη μητέρα μου δεν τολμά πλέον να βγει από το σπίτι της», εξηγεί ο Μαχμούντ, σύμβουλος ειδικευμένος σε προβλήματα αστικών κέντρων. «Ο νέος δρόμος ταχείας κυκλοφορίας περνά ξυστά από την πόρτα της, ενώ έχουν αφαιρεθεί τα πεζοδρόμια.» Οι νέοι οδικοί άξονες και οι ακατανόητα πολλές γέφυρες επιβεβαιώνουν τον θρίαμβο των αυτοκινήτων σε βάρος των πεζών. «Σε ποιον ανήκει ο δρόμος; Εξαφάνιση των δημόσιων χώρων στην Αίγυπτο» ήταν ο τίτλος της λιβανικής εφημερίδας «As-Safir Al-Arabi» στις 11 Φεβρουαρίου.
Το τρίτο κλειδί για την κατανόηση αυτών των αναπλάσεων είναι ο έλεγχος των δημόσιων χώρων σε σχέση με την ασφάλεια. Μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα του Ιουλίου 2013, το Κυβερνείο του Καΐρου ανακοίνωσε την έναρξη εργασιών αναμόρφωσης των κεντρικών πλατειών του κέντρου της πόλης.
Δεν υπάρχει πλέον περίπτωση οι δημόσιοι χώροι συγκέντρωσης να γίνουν τόποι διαδηλώσεων, όπως συνέβη στην πλατεία Ταχρίρ το 2011 (3). Κατέβηκε ο κόσμος στους δρόμους εκείνη τη χρονιά; Κανένα πρόβλημα, θα καταργήσουμε τους δρόμους, φαίνεται να σκέφτεται το καθεστώς.
Για τους πλούσιους λοιπόν, έχουμε τα compounds (ιδιωτικά διαμορφωμένες συνοικίες με συγκροτήματα κατοικιών) στα περίχωρα της πόλης, όπου ο μόνος τρόπος μετακίνησης είναι με αυτοκίνητο.
Για τους φτωχούς προορίζονται τα απομακρυσμένα προάστια, που υποτίθεται πως θα αποσυμφορήσουν το κέντρο της πόλης και θα το απαλλάξουν από ετοιμόρροπα ή αυθαίρετα κτίρια.
Στις νέες αυτές συνοικίες, που εκτείνονται όσο φτάνει το μάτι μέσα στην έρημο, οι σιδερένιες ράβδοι του σκυροδέματος διαδέχονται η μία την άλλη κάτω από τον καυτό ήλιο. Οι χώροι κοινωνικής συναναστροφής περιορίζονται σε μια κεντρική αρτηρία που πλαισιώνεται από καφέ, σουπερμάρκετ και εμπορικά κέντρα. Διόλου δελεαστικοί για τους κατοίκους του Καΐρου, δεδομένων και των μεγάλων αποστάσεων που συχνά απαιτούνται για να φτάσεις εκεί. Με την κούραση της καθημερινότητας, ο ελεύθερος χρόνος όλο και περισσότερο θα καταναλώνεται μπροστά από την τηλεόραση ή στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αμφότερα ελεγχόμενα από το κράτος.
Μια σημαντική αλλαγή στον τρόπο ζωής ενός λαού που έχει συνηθίσει να ζει στους δρόμους, εφόσον οι θερμοκρασίες το επιτρέπουν, και ιδίως τα βράδια κατά την περίοδο του Ραμαζανίου.
Στις απομακρυσμένες από το κέντρο συνοικίες, τα τζαμιά φαίνεται πως προορίζονται να γίνουν οι σχεδόν μοναδικοί τόποι συγκέντρωσης, υποκείμενα σε αυστηρό έλεγχο μέσω της τυποποίησης του κηρύγματος. Τα τελευταία χρόνια, το καθεστώς πολλαπλασίασε την κατασκευή χώρων λατρείας, συμπεριλαμβανομένων και εκκλησιών για να διατηρηθεί μια ισορροπία. Τον Δεκέμβριο του 2022, το υπουργείο Θρησκευμάτων ανακοίνωσε ότι 9.600 τζαμιά κατασκευάστηκαν ή ανακαινίστηκαν μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Άλ-Σίσι το 2013.
Το πάρκο Αλ-Αζχάρ, στις παρυφές του Καΐρου, απέναντι από την «Πόλη των Νεκρών», χρηματοδοτημένο στο μεγαλύτερο μέρος του από το Ίδρυμα Αγά Χαν για τον πολιτισμό, είναι σίγουρα ένα επιτυχημένο παράδειγμα αποκατάστασης ενός παραμελημένου χώρου (4), καθώς κατασκευάστηκε στην τοποθεσία όπου παλαιότερα σωρεύονταν τα βουνά απορριμμάτων που συγκέντρωναν οι ζαμπαλίν, οι περίφημοι ρακοσυλλέκτες της πρωτεύουσας. Το πλεονέκτημα της ζώνης αυτής είναι ότι μπορεί εύκολα να οριοθετηθεί. Η πρόσβαση στο μεσαιωνικό Κάιρο, με το οποίο συνορεύει στο χαμηλό του άκρο, είναι δύσκολη και ανοίγεται σε έναν λαβύρινθο από σοκάκια. Από την άλλη του πλευρά, το πάρκο περιβάλλεται από ένα δρόμο ταχείας κυκλοφορίας, άμεσα προσβάσιμο από τις δυνάμεις ασφαλείας, καθώς επιπλέον οι γειτονικές περιοχές της Ακρόπολης του Καΐρου και του όρους Μοκατάμ είναι στρατιωτικές ζώνες. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο στην περιοχή υπάρχει μια ανεκτικότητα στη διοργάνωση μεγάλων εκδηλώσεων, όπως για παράδειγμα συναυλιών.
Ο τρόπος με τον οποίο το έργο αυτό παρέκκλινε από τον αρχικό προορισμό του είναι ένα πρώιμο παράδειγμα των αλλαγών που συντελούνται σήμερα. Οι μειονεκτούντες πληθυσμοί της γειτονικής πυκνοκατοικημένης συνοικίας Νταρμπ Αλ-Αχμάρ υποτίθεται πως θα έβρισκαν στο πάρκο έναν πνεύμονα πρασίνου, αλλά και τον χώρο που τόσο απεγνωσμένα είχαν ανάγκη. Όμως, το πάρκο σταδιακά αποκόπηκε από αυτό το ανθρώπινο περιβάλλον. Παρά τις μειωμένες τιμές εισόδου που δικαιούνται, οι φτωχοί δεν το νιώθουν δικό τους και σύντομα το πάρκο υιοθετήθηκε από πιο εύπορα στρώματα, που έχουν την αίσθηση ότι εκεί βρίσκονται ανάμεσα σε ανθρώπους από τον ίδιο κόσμο.
Μπορεί η πρωτεύουσα να βρίσκεται στο επίκεντρο της προσοχής των αρχών, όμως η ίδια λογική εμφανίζεται και στην υπόλοιπη χώρα.
Στην Αλεξάνδρεια, το περίφημο πάρκο Μοντάζα, πνεύμονας πρασίνου της πόλης και αντικείμενο υπερηφάνειας για τους κατοίκους της, αναδιαμορφώθηκε με σκοπό να μετατραπεί σε διεθνές τουριστικό κέντρο, με την κατασκευή μιας μαρίνας για την προσάραξη των θαλαμηγών των πλούσιων επισκεπτών. Ο υπέροχος κόλπος επικαλύφθηκε από κυβόλιθους τσιμέντου, με στόχο την παρεμπόδιση της ανόδου της στάθμης των υδάτων. Για όσους δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα πρόσβασης σε ιδιωτικές παραλίες, μένει η βόλτα τα βράδια της Πέμπτης, παραμονή του σαββατοκύριακου, κατά μήκος της παραλιακής λεωφόρου, και ένα κομμάτι παραλίας, ακόμη προσβάσιμο.
Η μόδα με τα πατίνια
Παγκοσμιοποίηση και Covid συνετέλεσαν στη σταδιακή εξαφάνιση των λαϊκών χώρων ψυχαγωγίας, όπως τα παραδοσιακά αιγυπτιακά θέατρα και οι κινηματογράφοι με τις φανταχτερές, μελοδραματικές ή τρομακτικές αφίσες τους. Οι διαφημιστικές πινακίδες, που εναλλάσσονται στους δρόμους με τα γιγαντιαία πορτρέτα του Αλ-Σίσι, πλέον μιλούν για τηλεοπτικές σειρές αιγυπτιακής παραγωγής εναλλάξ με παραγωγές του Netflix και του Disney Channel, προς οικιακή κατανάλωση σε στενούς φιλικούς κύκλους. Ακολουθεί η ανταλλαγή απόψεων με τους «φίλους» στο Facebook. Η μεσαία τάξη μπορεί επίσης να παρακολουθήσει αμερικανικές ταινίες –που έχουν ξεπεράσει τον σκόπελο της λογοκρισίας και τα ενίοτε απίθανα κριτήριά της– σε ένα από τα mall (εμπορικά κέντρα) που έχουν εξελιχθεί σε δημοφιλείς χώρους κοινωνικοποίησης και κατανάλωσης. Όσον αφορά άλλες δραστηριότητες του ελεύθερου χρόνου, όσοι έχουν την οικονομική δυνατότητα μπορούν να γραφτούν σε γυμναστήρια, όπου το μπόντι μπίλντινγκ είναι ιδιαίτερα δημοφιλές στους νεαρούς άνδρες. Μια ηδονιστική πρακτική που αντανακλά τη λατρεία του εαυτού, τα αποτελέσματα της οποίας επιδεικνύονται πίσω από κλειστές πόρτες ή στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Στις εργατικές συνοικίες και στην επαρχία, οι χώροι πρασίνου και οι αθλητικές εγκαταστάσεις είναι είτε ανύπαρκτες είτε κακοσυντηρημένες, με ανεπαρκή εξοπλισμό και επίβλεψη.
Σημαντικοί περιορισμοί τέθηκαν στο ποδόσφαιρο, το πιο δημοφιλές ομαδικό άθλημα της εργατικής τάξης και παράγοντα –ανδρικής– κοινωνικοποίησης, μετά τις παρεκτροπές των οργανωμένων οπαδών, που έπαιξαν κομβικό ρόλο στην επανάσταση του 2011. Οι έλεγχοι είναι πλέον εξονυχιστικοί: η είσοδος στις κερκίδες ελέγχεται από την εταιρεία My Ticket, που απαιτεί τη διαδικτυακή εγγραφή των οπαδών με χρήση των στοιχείων ταυτότητας. Οι αγώνες πραγματοποιούνται υπό αυστηρή εποπτεία, ενώ ακόμη και τα καφενεία που μεταδίδουν τους αγώνες υπόκεινται σε τακτικούς ελέγχους, αλλά και είσπραξη «προστασίας», από την αστυνομία. Έτσι, απομένουν λίγοι περιορισμένοι χώροι για τα πατίνια, τη νέα μοδάτη διέξοδο της νεολαίας. Με αυτόν τον τρόπο, αγόρια και κορίτσια μπορούν να συναναστρέφονται, από τον πιο πρωτάρη έως τον πιο βιρτουόζο, ενώ o ενθουσιασμός συνεπαίρνει ακόμη και τις μουνακαμπάτ (γυναίκες που φορούν ολόσωμο πέπλο), με τις ρόδες των πατινιών να προεξέχουν ελάχιστα κάτω από το στρίφωμα της αμπάγια (του πέπλου) τους. Είναι η ώρα τους να ξεχάσουν τους περιορισμούς, τις έγνοιες της καθημερινότητας και το συνεχώς αυξανόμενο κόστος ζωής και να απολαύσουν την ευχαρίστηση της συνύπαρξης.
(1) Αρκετοί από τους συνομιλητές μας ζήτησαν να διατηρηθεί η ανωνυμία τους.
(2) Βλ. Jamal Bukhari και Ariane Lavrilleux, «Voracité de l’armée égyptienne», «Le Monde diplomatique», Ιούλιος 2020.
(3) Βλ. Martin Roux, «Πλατεία Ταχρίρ, ένα σύμβολο υπό πολιορκία», «Le Monde diplomatique – ελληνική έκδοση», Φεβρουάριος 2021.
(4) Πρβ. Gaëlle Gillot, «Le parc Al-Azhar. La vieille ville du Caire requalifiée par un jardin public», «Les Annales de la recherche urbaine», τ. 105, Παρίσι, 2008.
Le Monde Diplomatique, ελληνική έκδοση