Η μυρωδιά από το έλατο που γέμιζε το σπίτι είναι η πιο βαθιά χριστουγεννιάτικη, προσωπική, ανάμνηση, σχεδόν ως βίωμα και αισθησιακή εμπειρία. Απλώνεται σαν μελάνι σε στυπόχαρτο όσο περνούν τα χρόνια, όσο λιγοστεύει ο χώρος για να ζήσει κανείς τις γιορτές στην πόλη με έναν τρόπο απλό και αληθινό.
Αυτά τα Χριστούγεννα, η Αθήνα είναι μια συρραφή από διαφορετικές πόλεις. Ανεβαίνοντας πριν από λίγες μέρες, από το Μοναστηράκι ώς την Ακαδημίας, με φωτισμένες τις βιτρίνες, καθώς ήταν βράδυ με ανοικτά τα μαγαζιά, έπιασα τον εαυτό μου να αιφνιδιάζεται καθώς ένιωσα ευφορία όσο η ατμόσφαιρα στις οδούς Μητροπόλεως, Σταδίου, Βουκουρεστίου, Πανεπιστημίου, Αμερικής, με τύλιγε με τρόπο συμφιλιωτικό. Αν και η Ακαδημίας, προς Κάνιγγος, σκοτείνιαζε στο βάθος, αν και στο μυαλό έφερνα την Ομόνοια και τα Χαυτεία, έμενε ως αίσθηση το ίχνος της πόλης που είχα, μόλις, διασχίσει. Και είχα δει την προσπάθεια από πολλές επιχειρήσεις στην καρδιά της πόλης να δώσουν στην Αθήνα ένα τόνο γιορτινό. Και η θέα του στολισμένου Συντάγματος, από την Ερμού, ήταν ευεργετική. Παρότι δεν με συγκινεί το καράβι, ως στοιχείο χριστουγεννιάτικου διάκοσμου, υπήρχε εντιμότητα και μέτρο. Σκεφτικός κινήθηκα μέσα στα στενά της πόλης. Κάθε φορά έχει κανείς την αίσθηση ότι φτάνει στα Χριστούγεννα με μια ανάσα. Σχεδόν απροειδοποίητα.
Ωστόσο, η ένταση που υπάρχει στην πόλη αυτές τις μέρες δεν μπορεί να φύγει από το μυαλό. Πέρα από την πολιτική επικαιρότητα, τον δημόσιο στολισμό, την πόλη που έχει αλλάξει τα θέματα που την απασχολούν, αδυνατώ να βρω ένα κομμάτι αστικής ζωής που να χαίρεται επί της ουσίας τις γιορτές. Αυτή η αίσθηση θα υπάρχει μόνο σε κάποια σπίτια, όχι πολλά. Σε εκείνα τα σπίτια που έχουν συναίσθηση της πραγματικότητας και που χαίρονται με όσα έχουν, πολλά ή λίγα. Απ’ όλα τα Χριστούγεννα που έχουν περάσει στην Αθήνα, μου έχουν μείνει δυο τρεις εικόνες, μία γεύση, μία μυρωδιά και μία αίσθηση. Εχω ξεχάσει πάρτι και εξόδους, αγορές και φαγοπότια, και μου έχει μείνει η ανάμνηση σκέψεων. Στην οδό Πατησίων, όπου είχα βιώσει τα Χριστούγεννα της σχολικής μου ηλικίας, είχα συναισθανθεί την «ιερή» διάσταση αυτής της γιορτής, μέσα σ’ ένα αστικό διαμέρισμα. Αυτό μου αποδεικνύει, με το πέρασμα των χρόνων, τη δύναμη της φαντασίας και την πίστη σε αυτήν, καθώς από τον πέμπτο όροφο μιας πολυκατοικίας της δεκαετίας του ’60, μπορούσα να οργανώσω όλο τον πυκνό γαλαξία του χριστουγεννιάτικου σύμπαντος. Παραδόξως αυτές οι εικόνες επιζούν σε ημίφως υπό το φως των κεριών. Η μυρωδιά του έλατου τύλιγε το διαμέρισμα με μία ριπή από Μέλανα Δρυμό, που από μόνη της σαν να ζωντάνευε τους δίσκους των 33 στροφών στο πικάπ. Οι μελωδίες από παιδικές χορωδίες στριφογυρίζουν ακόμη αλλά πιο δυνατή απ’ όλες τις αισθήσεις ήταν η αγωνία του ξημερώματος που θα σήμαινε το ξετύλιγμα των δώρων που περίμεναν κάτω από το δέντρο.
Σήμερα, όλα αυτά φαίνονται πολύ μακρινά όχι μόνο γιατί συνέβησαν πολλά χρόνια πίσω, αλλά, κυρίως, γιατί αφορούν και χαρακτηρίζουν μια άλλη κοινωνία. Και τότε υπήρχε κυνισμός και ευτέλεια. Οπως και σήμερα, επιζεί, σε κάποιους, η έννοια για τον συνάνθρωπο και η απλότητα. Αλλά κάπου ενδιάμεσα, δημιουργήθηκε ένα μεγάλο χάσμα. Και αυτό το όρυγμα είναι ένα μεγάλο πρόβλημα.
Νίκος Βατόπουλος, Καθημερινή