ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ / Από τον Άγγελο Πετρουλάκη

  «Έστησ’ ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη,

κι η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκειά της ώρα…»

Σε δυο μόνο θα σταθώ.

Στον Διονύσιο Σολωμό και στον Οδυσσέα Ελύτη. Συμπαθάτε με όσοι δεν θαλασσοδέρνεστε με την ποίηση. Δεν γράφω για σας. Έχω δικαίωμα να γράψω και για τους λίγους. Αυτούς που δακρύζουν αθέατα, που σιωπούν όταν οι άλλοι λαλούν. Ενίοτε γίνομαι παράδοξος. Μιλώ και με τους αποθαμένους, ας πούμε και με τον Σολωμό, και με τον Ελύτη. Τον Σεφέρη, για την ώρα, τον αφήνω παράμερα. Όπως ο μελλοθάνατος του Μεσολογγίου, που άφησε παράμερα το τουφέκι του…

 

Στον πρώτο, θα σταθώ, για τον χορό που έστησε κάποτε ο Έρωτας με τον ξανθό Απρίλη.

Και οι δυο δεν γνωρίζουν από θάνατο. Από τότε που πρωτόσμιξε ο άντρας με τη γυναίκα, και τα δυο σώματα έγιναν ένα, από τότε, δηλαδή, που γεννήθηκε ο Έρωτας, δεν πέθανε. Πορεύεται μαζί με τον άνθρωπο, αφήνοντας για την Ιστορία τον θάνατο.

Μέγα μυστήριο αυτό του Έρωτα. Ανθίζει ακόμα και ανάμεσα από τις σφαγές του οδυνηρότερου πολέμου.

Ούτε ο Απρίλης πεθαίνει. Κάθε χρόνο επιστρέφει. Αλλά, ο Διονύσιος Σολωμός μιλά για δυο συγκεκριμένους Απρίληδες, στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους». Εκείνους που σταμάτησαν στο Μεσολόγγι, τότε που…

25 Απριλίου τού 1825 ξεκίνησε η πολιορκία του.

10 Απριλίου τού 1826 έληξε, με την Έξοδο.

Ένας ολόκληρος χρόνος με τον Θάνατο να καταπίνει αμάσητους τους πολιορκημένους.

Πικροί Απρίληδες. Απαντούν ευθέως στο αισχρό ερώτημα αν η Επανάσταση ήταν «ταξική ή εθνική», που θέτει συχνά η αριστερή ματιά πάνω στην Ιστορία.

Αλλά, αυτό δεν το αγγίζω τώρα.

Σταματώ στον τρελό χορό τού Έρωτα με τον Απρίλη, που μας καλεί σε μιαν άλλη θεώρηση της ζωής, αυτές τις χαλεπές ημέρες που βιώνουμε.

Απρίλιος 2020. Η άλλη πραγματικότητα. Η δική μας. Η πραγματικότητα των τωρινών ανθρώπων.

Στην αυλή, έξω, άνθισαν τα πρώτα λουλούδια. Το μυστήριο της ζωής. Τα λουλούδια δεν γνωρίζουν την δική μας αγωνία. Δεν ακούν τον Καθηγητή Τσιόδρα να κάνει τον απολογισμό τών νεκρών. Μας καλούν σε μιαν άλλη αντίληψη ζωής. Στο κοίταγμά της από μιαν άλλη σκοπιά.

Τα λουλούδια και ο Σολωμός. Αυτά επιμένουν να μας ψιθυρίζουν πως είναι όμορφη η ζωή. Απλώνουν στα μάτια μας χρώματα μεθυστικά. Μας βεβαιώνουν πως η ζωή θα συνεχίσει και μετά το θανατικό.

Ο Σολωμός το ίδιο. Μέσα από τον θάνατο μιλά. Μέσα από την απόλυτη απελπισία. Όσοι έχουν διαβάσει έστω και λίγα για το Μεσολόγγι, αντιλαμβάνονται τι γράφω…

Ο Έλληνας υπερασπιστής τού Μεσολογγίου φόρεσε τον θάνατο κατάσαρκα. Τον έφαγε, τον ήπιε. Κι επιχείρησε την Έξοδο γιατί ήξερε πως είναι «γλυκειὰ ἡ ζωή κι᾿ ὁ θάνατος μαυρίλα».

Αυτό ακριβώς βιώνουμε σήμερα. Ας δούμε την προσωρινότητά μας μέσα απ’ αυτό το παραθυράκι…

 

Στον Ελύτη στέκομαι για άλλους λόγους. Για το «Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου».

Η σύμπτωση λέει πως 1η Απριλίου σήμερα, ημέρα Τετάρτη, αλλά και πως η 1η Απριλίου του Ελύτη, είναι επίσης Τετάρτη. Πικρός ο δικός μας Απρίλιος, πικρός και ο αθέατος Απρίλιος του Ελύτη.

«Έτοιμος για τα χείριστα», γράφει ο Ελύτης, και με σφιγμένη καρδιά ανοίγω την τηλεόραση. Οι πρωινές εκπομπές με τις ειδήσεις θ’ αρχίσουν σε λίγο. Άραγε ποια θα είναι τα νέα; Πόσοι θα είναι, πλέον, οι νεκροί; Πόσοι στο σύνολό τους οι διασωληνωμένοι; Πόσα τα νέα κρούσματα;

«Ποιος είναι που βροντάει σε πόρτες και παράθυρα;», ρωτάει ο Ποιητής. Εύκολη η απάντηση, σήμερα. Κάτι που το λένε «ιό» και που σημαίνει «θάνατος». Θάνατος στους δρόμους, θάνατος στις μεταξύ μας σχέσεις. Ένας θάνατος που δεν τον αξίζουμε.

«Αυτά που πάνε τώρα να σε γονατίσουν / πάνε πάλι να σε κυλήσουν στα αίματα», γιατί η ελαφρότητά μας είναι μεγάλη και γιατί ο άνθρωπος δεν διδάσκεται από τα πάθια του. Δεν μαθαίνουμε από τον πόνο, δεν μας διδάσκουν τα βάσανα. Δεν παίρνουμε στα σοβαρά τις οφθαλμοφανείς απειλές. Έχουμε κλείσει τα αυτιά μας στις φωνές των ποιητών, αλλά και των σοφών.

«Προχωρώ μεσ’ από πέτρινα κεριά και γυναίκες που κρατάν μισοφέγγαρα. Ο Θεός λείπει. Αυτός ο κήπος δεν έχει τέλος και κανείς δεν ξέρει τι τον περιμένει». Να κάνει τι, ο Θεός, ανάμεσά μας; Να παρακολουθεί την αφροσύνη μας; Θεατής της ανευθυνότητας; Πότε αφουγκραστήκαμε την φωνή τού Θεού; Τα αυτιά μας, από την ημέρα που αντιληφθήκαμε τον κόσμο, βούλωσαν από τα κούφια και πλαστά λόγια, τα μάτια μας γέμισαν από έναν Θεό, που μας τον παρουσιάζουν να θέλει την υποταγή μας, που να μας απειλεί, που να εφησυχάζει μέσα στην τυπολατρεία και στον στείρο βυζαντινισμό. Στα λόγια υπάρχει παντού, στις πράξεις μόνο στις εκκλησιές.

Τι κρίμα… Πόσο εύκολα χάνει, κάθε τόσο, το τρένο η θρησκεία τού πιο γλυκού Θεού;