44
Από τη γη δε φαίνεται. Όμως όλοι τη νοιώσαμε,
βουβοί τη συμφορά.
Σκούζαν τα νυχτοπούλια σιγαλά,
βαρύς τάραξε αέρας το περβόλι.
Άννα Αχμάτοβα, (Μετάφραση: Κάρολος Τσίζεκ)
Για το βιβλίο της Λίζας Διονυσιάδου γράφει η Αφροδίτη Σιβετίδου στο λογοτεχνικό περιοδικό Περί Ου
«ΣΤΗΝ ΕΙΣΟΔΟ ΤΟΥ ΚΑΘΙΣΤΙΚΟΥ ΜΟΥ ήταν κρεμασμένος ένας παλιός ξύλινος-καρυδένιος καθρέφτης. Κοντοστάθηκα για λίγο, θέλοντας να διορθώσω τα μαλλιά μου. Στον καθρέφτη απέναντι όμως δεν υπήρχε το δικό μου είδωλο. Με κοιτούσε από εκεί μια άλλη γυναίκα. […] Ήταν η Άννα Αχμάτοβα.» Η γνωστή-άγνωστη του καθρέφτη, μια γυναίκα που η Λίζα Διονυσιάδου δεν συνάντησε ποτέ, μια ποιήτρια για την οποία είχε απεριόριστο θαυμασμό, μια τραγική, μυθική προσωπικότητα, γίνεται η πολύτιμη συντροφιά της στο τελευταίο της βιβλίο, Η Αχμάτοβα στον καθρέφτη μου.
Σε ένα αθηναϊκό αστικό σαλόνι, στις μέρες μας, συναντιούνται τακτικά δύο ανήσυχες γυναίκες με πνευματικές ευαισθησίες, που τις ενώνει η σιωπηλή θλίψη, ο πόνος για τον αγαπημένο γιο, η ταραχώδης ερωτική ζωή, οι τύψεις για όσα θα μπορούσαν να είχαν κάνει· δύο ζωές σε άλλες εποχές, σε τόπους μακρινούς, με άλλα καθεστώτα, άλλους ανθρώπους και νοοτροπίες. Οι γυναίκες ανταλλάσσουν απόψεις, θυμούνται, αφηγούνται βιώματα, ξανανιώθουν συναισθήματα, περπατούν μαζί στις λεωφόρους του Λένινγκραντ και τα προάστια της Αθήνας, στη γειτονιά της Φοντάνκα −όπου έζησε για χρόνια η Αχμάτοβα, ταξιδεύουν στο Παρίσι του τότε και του τώρα. Βίοι παράλληλοι ξεδιπλώνονται μέσα σε μια συγκλονιστική αφήγηση, που ζωντανεύει ένα πολυτάραχο παρελθόν και ένα δυσνόητο παρόν. Η Άννα Αχμάτοβα και η άλλη Άννα, η Ρωσίδα ποιήτρια και το «μεταλλαγμένο πρόσωπο» τής γραφέως, συνομιλούν, όταν ο καθρέφτης γίνεται ο χρονότοπος της μνήμης, και το είδωλο της Αχμάτοβα το απαραίτητο «ακροατήριο» για να «βγει» η συγγραφέας «από τον εαυτό της» και να μιλήσει. Ας σημειώσουμε ότι η Διονυσιάδου έζησε χρόνια στη Μόσχα, σπούδασε, ερωτεύτηκε, αφουγκράστηκε τους πολιτικούς και κοινωνικούς κραδασμούς του ξένου τόπου και πρόσφατα επέστρεψε στη σημερινή Ρωσία (2017)για να πατήσει στα χνάρια της Αχμάτοβα, σε μέρη όπου η ποιήτρια άφησε έντονο το αποτύπωμά της.
Οι συνηθισμένες εκ πρώτης όψεως καταστάσεις –πρόκειται κυρίως για συνομιλίες με παρεμβολή «ανάγνωσης» σημειώσεων− ακυρώνουν προκλητικά την πραγματικότητα, με την ανατρεπτική συνθήκη του χρόνου και του επικοινωνιακού μέσου. Ο μακρύς χρόνος που χωρίζει τα δύο πρόσωπα −εβδομήντα χρόνια περίπου− και ο καθρέφτης που τα ενώνει, ομολογούν περίτρανα τη συμβατικότητα, στην οποία καλείται ο αναγνώστης να μετάσχει.
Με πλούσιο συμβολισμό και ευρεία χρήση, κυρίως στο χώρο της δραματικής τέχνης −είτε επιβεβλημένος από το κείμενο, είτε ως σκηνοθετική επιλογή−, ο καθρέφτης γίνεται ο κεντρικός πυρήνας, γύρω από τον οποίο η συγγραφέας τυλίγει το κουβάρι της γραφής της. Το κατεξοχήν αντικείμενο ψευδαίσθησης, που αντιστρέφει την εικόνα, είναι το μέσο για να επικοινωνήσει η γραφέας με τη μεγάλη ποιήτρια, κατασκευάζοντας μια επίπλαστη κατάσταση, καθώς βουτά τολμηρά στην αοριστία και τις αναχρονιστικές δομές. Το τότε της Αχμάτοβα, με τη θυελλώδη προσωπικότητα και τον ταραχώδη βίο, αναβιώνει στο τώρα της αφήγησης και σβήνει μέσα στη ζωή της άλλης Άννας, στις τακτικές «επισκέψεις» της ποιήτριας στον καθρέφτη του αθηναϊκού σπιτιού.
Είδος μυθιστορηματικής βιογραφίας της Άννας Αχμάτοβα; Αυτοβιογραφία της άλλης Άννας; Αν για τη δύσπιστη στην αξιοπιστία της μνήμης Αχμάτοβα «οι βιογραφίες πάντα παραπλανούν», παραπλανητική είναι και η γραφή της Διονυσιάδου· μπλέκει τον αναγνώστη σε έναν πολύπλοκο ιστό, σε ένα ιδιότυπο μείγμα βιογραφίας και autofiction, όπου παρακολουθεί δύο προσωπικότητες, δύο εύθραυστους ψυχισμούς, σε μία εκ βαθέων συζήτηση, ενώ η φαντασία απογειώνει το αφήγημα στη σφαίρα του παράδοξου, επιτρέποντας ποικίλες αναγνώσεις.
Μέσα στις πτυχές της μυθοπλαστικής αφήγησης φωλιάζει η βαθύτερη στόχευση της γραφής. Η «αφηγήτρια-ηρωίδα» −όπως αποκαλύπτει ο πρόλογος− επιχειρεί με το τέχνασμα του καθρέφτη να εισχωρήσει στα άδυτα της ψυχής, καθώς το κάτοπτρο γίνεται η πόρτα για να μπει στον κόσμο της Αχμάτοβα και να οδηγηθεί στην παρατήρηση του εαυτού. Αν η ανάγκη καταβύθισης στον εαυτό είναι αυτή που κινητοποιεί τη γραφίδα της Διονυσιάδου, η παραδοξότητα να συναντήσει την αλήθεια της ζωής της, να σκάψει και να αντικρίσει τον εαυτό της, αξιοποιώντας ευρηματικά το πλέον ψευδαισθητικό αντικείμενο −η αστραφτερή επιφάνεια της επιστρέφει το είδωλο της ποιήτριας−, συνιστά ακριβώς την ιδιομορφία της σύλληψής της.
«Ήμουν εγώ εκεί; Ήταν η Άννα; Δεν έχει καμιά σημασία», ομολογεί η αφηγήτρια, όταν, βιώνοντας μια απολύτως συγκεχυμένη κατάσταση ταύτισης, ακούει τη φωνή της Αχμάτοβα από πολύ μακριά − «σαν να ερχόταν από μέσα μου», γράφει.
Στη λογοτεχνία του εγώ, στο γύμνωμα της ψυχής, η ετερότητα γίνεται το όχημα για τη διείσδυση στο χώρο της σιωπής και το ανάχωμα στο συναισθηματικό ολίσθημα, για να διασωθεί μέσα στις λέξεις ο ψυχογραφικός χαρακτήρας της αφήγησης μακριά από την επικίνδυνη υπερβολή. Στη βαθιά εσωτερική ανάγκη θέασης του εαυτού η συγγραφέας χρησιμοποιεί τη θεατρική τεχνική. Ανεβάζει στη σκηνή του βιβλίου δύο πρόσωπα, την Αχμάτοβα και την άλλη Άννα, ώστε με το ευφυές παιχνίδι των ρόλων να μπορέσει να δει τον εαυτό από μέσα, να αντικρίσει το ανοίκειο, να ανιχνεύσει το κρυμμένο. Η ενδοσκοπική διεργασία ακολουθεί την πρακτική μιας καλοστημένης παράστασης: η αφηγήτρια-ηρωίδα υποδύεται την άλλη Άννα, διευκολύνοντας μέσω της υπόκρισης τη μετάβαση από το ιδιωτικό στο δημόσιο.
Γιατί στο πέρασμα από τη ζωή στο θέατρο, η ετεροταυτοποίηση φωτίζει τις ομιχλώδεις διαδρομές της ζωής και της ψυχής και η αποστασιοποίηση επιτρέπει στο ποιητικό υποκείμενο την παρακολούθηση του εαυτού. «Έμαθα να αφουγκράζομαι τον εαυτό μου σαν να ήμουν κάποια άλλη», γράφει η συγγραφέας στον απόηχο του στίχου: «Δεν είμαι εγώ / Είναι κάποιος άλλος που υποφέρει» (Αχμάτοβα, «Ρέκβιεμ»), που με τη σειρά του
υπενθυμίζει τη γνωστή διαβεβαίωση του Rimbaud, «Je est un autre». Και σίγουρα ο Ψεύτης (Le Menteur) του Ζαν Κοκτώ θα χειροκροτούσε ενθουσιασμένος από τα παρασκήνια, βλέποντας στο θέατρο των λέξεων να επιβεβαιώνεται η γνωστή του ατάκα:
«Είμαι ένα ψέμα που λέει πάντα την αλήθεια» − ύμνος στη δύναμη του θεάτρου.
Αν «η φωνή είναι η κατεξοχήν δύναμη επικοινωνίας» (Ζωή Σαμαρά), γιατί προέρχεται από το σώμα, το παιχνίδι των ρόλων παίζεται εδώ με τρεις φωνές –η συγγραφέας ερμηνεύει τον διπλό ρόλο της «αφηγήτριας-ηρωίδας»–, έτσι που η θεατρικότητα της γραφής της Διονυσιάδου δημιουργεί μια ζωντανή κατάσταση στο «εδώ και τώρα» της αναγνωστικής διαδικασίας, ενώ η συχνή αβεβαιότητα για την προέλευση της φωνής και το υποκείμενο του λόγου μπλέκει τον παραλήπτη σε μια πλεκτάνη λέξεων-εικόνων, απόψεων, γεγονότων, προσώπων, αισθήσεων και συναισθημάτων, μεταγγίζοντας την ένταση και τη συγκίνηση του ποιητικού υποκειμένου στον αναγνώστη για την επιθυμητή του μέθεξη και τις δικές του πιθανές συναντήσεις. Πρόκειται για εκείνες ακριβώς τις στιγμές κορύφωσης, όπου συντελείται η αλλοτρίωση του γραφέα –γιατί αυτός που γράφει είναι πάντα κάποιος άλλος–, αφού η γραφή αιφνιδιάζει τελικά και τον ίδιο με την ανάδυση κρυμμένων εικόνων του εαυτού. «Δεν ξέρω αν όλο αυτό που μου συμβαίνει μαζί σας είναι παραίσθηση. Το μόνο που ξέρω είναι ότι εμάς τις δύο μας δένει μια τραγική αλήθεια. Υπάρχει μια παραλληλία στη ζωή μας. Το γνωρίζετε άλλωστε και εσείς. Διαφορετικά δεν θα εμφανιζόσασταν στον καθρέφτη μου», είναι λόγια της άλλης Άννας, που αποτυπώνουν την επώδυνη και μαγευτική κατάσταση της διεργασίας της γραφής στις ατραπούς της εσωτερικής αλήθειας και του μύθου, ώστε ακόμη και κάποιες τυπογραφικές ατέλειες της έκδοσης θα μπορούσαν να ερμηνευτούν σαν αποτύπωμα της εσωτερικής αταξίας πάνω στις λευκές σελίδες.
Πραγματικότητα και μυθοπλασία συνθέτουν ένα σαγηνευτικό μείγμα, καθώς, παράλληλα με την περίπλοκη συνθήκη ανίχνευσης του ψυχισμού της γραφέως, η περιπετειώδης ζωή της Αχμάτοβα απλώνεται στις σελίδες του βιβλίου, μαζί με έναν πλούσιο κόσμο τής τότε διανόησης –Μαγιακόφσκι, Μάντελσταμ, Μπλοκ, Μοντιλιάνι– και φόντο μια μακρινή σκοτεινή εποχή, στιγματισμένη με εξορίες, φυλακίσεις και αίμα. Και ο αναγνώστης, χαμένος σε μια ποιητική αναπαράσταση προσώπων, τόπων, εποχών, βιώνει μια μοναδική εμπειρία, όπου η ενδοσκοπική σκόπευση της γραφής της Λίζας Διονυσιάδου κάνει την αλήθεια να μοιάζει με μύθο και τον μύθο με αλήθεια, χωρίς η αλήθεια να επισκιάζει τον μύθο, χωρίς ο μύθος να υπονομεύει την αλήθεια.
Αν, εντέλει, για τη συγγραφέα, «ο μύθος είναι πάντα ωραιότερος, πλουσιότερος, πιο φωτεινός από την αλήθεια», ίσως κάποιοι αθεράπευτα ρομαντικοί να πρόσθεταν πως η έντεχνη κατάθεση της αλήθειας (α+λήθη) της ψυχής έχει τη θαυμαστή ιδιότητα να αρνείται τη λήθη, οδηγώντας στην αυτογνωσία.
(Αναδημοσίευση από το Θευθ, περιοδικό λογοτεχνίας και λογοτεχνικής κριτικής