Η απόρριψη της πρότασης Μέρκελ – Μακρόν για συνάντηση με τον Βλαντιμίρ Πούτιν δείχνει πόσο διαιρεμένη παραμένει η Ευρώπη απέναντι στη Ρωσία
Γράφει ο Παναγιώτης Σωτήρης στο in.gr
Ο Τζο Μπάιντεν μπορεί να συναντήσει τον Βλαντιμίρ Πούτιν και να έχουν μια «παραγωγική συζήτηση». Η ηγεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης όχι. Με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε να περιγραφεί η απόφαση της Συνόδου Κορυφής της ΕΕ, στην οποία απορρίφθηκε η πρόταση που έκαναν από κοινού η Άνγκελα Μέρκελ και ο Εμανουέλ Μακρόν για συνάντηση κορυφής ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τη Ρωσία.
Η απόφαση που ήρθε να υπογραμμίσει ότι το ζήτημα των σχέσεων με τη Ρωσία, εν μέσω ενός εξελισσόμενου «Νέου Ψυχρού Πολέμου» ολοένα και περισσότερο διαιρεί την Ευρώπη, την ώρα που αποδεικνύεται ότι σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, συγκεκριμένα μπλοκ κρατών μπορούν να επιβάλουν τους δικούς τους όρους ως προς την πολιτική της Ένωσης.
Παράλληλα, η εξέλιξη αυτή ήρθε να υπογραμμίσει την πάγια δυσκολία να αποκτήσει η Ευρωπαϊκή Ένωση ουσιαστική κοινή εξωτερική πολιτική.
Γιατί είναι διαιρεμένη η Ευρώπη στη σχέση με τη Ρωσία
Γύρω από το ζήτημα των σχέσεων με τη Ρωσία υπάρχουν πραγματικές διαιρέσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι διαιρέσεις αυτές δεν δημιουργήθηκαν μετά την κρίση της ουκρανική κρίση και την εκ νέου ενσωμάτωση της Κριμαίας στη Ρωσική Ομοσπονδία, αλλά προϋπήρχαν.
Από τη μια ήταν χώρες όπως η Γερμανία που ήδη από την «Πτώση του Τείχους» είχαν επενδύσει ιδιαίτερα στις καλές πολιτικές αλλά και οικονομικές σχέσεις με τη Ρωσία, συνεχίζοντας μάλιστα την πολιτική της προσέγγισης με την ΕΣΣΔ που είχαν ξεκινήσει στη δεκαετία του 1970 με την Ostpolitik. Η Ρωσία φάνταζε μια μεγάλη αγορά, ταυτόχρονα μπορούσε να τροφοδοτήσει με φυσικό αέριο την Ευρώπη, ενώ υπήρχε και η προσπάθεια να αποφευχθεί κάποια διαίρεση ανάλογη με αυτή της μεταπολεμικής εποχής.
Από την άλλη, ένα μέρος των «χωρών της διεύρυνσης», αφορούσε χώρες του πρώην «Ανατολικού Μπλοκ» αλλά και χώρες που ήταν τμήματα της ΕΣΣΔ, όπως οι βαλτικές δημοκρατίες, στις οποίες μια «αντιρωσική» τοποθέτηση ήταν τμήμα της αναδυόμενης εθνικής ταυτότητας. Οι χώρες αυτές ήταν πολύ πιο κοντά σε μια «ευρωατλαντική» στάση και πιο έτοιμες για μια κατεύθυνση αντιπαράθεσης με τη Μόσχα.
Αυτή η διαίρεση συνεχίστηκε ακόμη και μετά την ουκρανική κρίση και την εκ νέου ενσωμάτωση της Κριμαίας στη Ρωσική Ομοσπονδία. Τότε η ΕΕ αποφάσισε την επιβολή κυρώσεων στη Ρωσία, που παραμένουν σε ισχύ μέχρι σήμερα, διέκοψε τις τακτικές συναντήσεις κορυφής και ανέστειλε τις συζητήσεις για μια νέα συμφωνία. Από το 2016 η σχέση ανάμεσα στην ΕΕ και τη Ρωσία ορίστηκε στη βάση των ακόλουθων πέντε κατευθυντήριων γραμμών: (1) εφαρμογή των συμφωνιών του Μινσκ για τη σύγκρουση στην Ανατολική Ουκρανία ως βασικής προϋπόθεση για κάθε ουσιαστική αλλαγή της στάσης της ΕΕ έναντι της Ρωσίας· (2) ενίσχυση των σχέσεων με τους ανατολικούς εταίρους της ΕΕ και άλλες γειτονικές χώρες, μεταξύ άλλων και στην Κεντρική Ασία· (3) ενίσχυση της θέσης της ΕΕ (για παράδειγμα στους τομείς της ενεργειακής ασφάλειας, των υβριδικών απειλών ή της στρατηγικής επικοινωνίας)· (4) επιλεκτική συνεργασία με τη Ρωσία σε θέματα που ενδιαφέρουν την ΕΕ· (5) ανάγκη συμμετοχής σε διαπροσωπικές σχέσεις και στήριξης της ρωσικής κοινωνίας πολιτών.
Ωστόσο, ήταν σαφές ότι ορισμένες χώρες η διατήρηση σημαντικών οικονομικών σχέσεων παρέμεινε προτεραιότητα. Αυτό αποτυπώθηκε τόσο στην πολιτική της Γερμανίας με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα το γεγονός ότι εν μέσω των κυρώσεων για την Ουκρανία και την Κριμαία προχώρησε κανονικά στη συμφωνία και την κατασκευή του αγωγού Nord Stream 2.
Αλλά και η Γαλλία έδειξε ότι επιθυμούσε να υπάρχουν πολιτικές σχέσεις με τη Ρωσία. Ο Εμανουέλ Μακρόν, παρότι είχε υπάρξει ιδιαίτερα επικριτικός για τη ρωσική πολιτική συναντήθηκε με τον Βλαντιμίρ Πούτιν στη Γαλλία τον Αύγουστο του 2019, ενώ τον Σεπτέμβριο του 2019 πραγματοποιήθηκε το Ρωσογαλλικό Συμβούλιο Συνεργασίας για την Ασφάλεια στη Μόσχα με παρουσία των γάλλων υπουργών Εξωτερικών και Άμυνας.
Ωστόσο, το τελευταίο διάστημα οι σχέσεις Ρωσίας και ΕΕ είχαν επιδεινωθεί. Ούτως ή άλλως, οι διαρκείς αντιπαραθέσεις και συμβιβασμοί στο εσωτερικό της Ένωσης με αντικείμενο αρχικά τη διαμόρφωση της νέας Κομισιόν και στη συνέχεια την απάντηση της ΕΕ στην οικονομική κρίση που έφεραν τα μέτρα για την αντιμετώπιση της COVID-19, δεν άφησαν πολλά περιθώρια για την άσκηση εξωτερικής πολιτικής, την ώρα που η προοπτική μιας κυβέρνησης Μπάιντεν τόνωσε ακόμη περισσότερο της αντιρωσικές φωνές, εντός της Ένωσης. Στην ουκρανική κρίση προστέθηκε η υπόθεση Ναβάλνι, με την ΕΕ να κατηγορεί τη Ρωσία για παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για την υπόθεση του αντιπολιτευόμενου πολιτικού (αλλά ουσιαστικά και για απόπειρα δηλητηρίασής τους) και τη Ρωσία να υποστηρίζει ότι έχει τηρηθεί η ρωσική νομιμότητα, ενώ πρόσφατα επανήλθε στο προσκήνιο και το ζήτημα των κυβερνοεπιθέσεων και των κατηγοριών για δράση Ρώσων πρακτόρων.
Ήταν αυτή η νέα επιδείνωση που προκάλεσε την οργισμένη αντίδραση του ρώσου υπουργού Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ που στις 23 Μαρτίου δήλωσε: «Δεν υπάρχουν σχέσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση ως οργανισμό. Όλη η υποδομή αυτών των σχέσεων έχει καταστραφεί από τις μονομερείς αποφάσεις των Βρυξελών». Για να συμπληρώσει: «Εάν η Ευρώπη διέκοψε αυτές τις σχέσεις – απλώς καταστρέφοντας όλους τους μηχανισμούς που είχαν οικοδομηθεί εδώ και πολλά χρόνια – και έχουμε μόνο μεμονωμένες ευρωπαϊκές χώρες που επιθυμούν να καθοδηγηθούν από τα εθνικά τους συμφέροντα, τότε αυτό πιθανώς αντικειμενικά οδηγεί στο γεγονός ότι οι σχέσεις μας με την Κίνα εξελίσσονται γρηγορότερα από αυτό που έχει απομείνει από τις σχέσεις μας με τη ευρωπαϊκές χώρες».
Με αυτόν τον τρόπο ουσιαστικά η Ρωσία πετούσε το γάντι στην Ευρώπη, κάνοντας σαφές ότι ακόμη και με περαιτέρω επιδείνωση των διμερών σχέσεων, η Ρωσία εξακολουθεί να έχει το περιθώριο να επενδύσει περισσότερο στην ευρασιατική σύγκλιση με την Κίνα και στις σχέσεις με χώρες εκτός ΕΕ.
Η απόφαση του Τζο Μπάιντεν να προχωρήσει στη συνάντηση με τον Βλαντιμίρ Πούτιν, παρά τις ιδιαίτερα σκληρές δηλώσεις που είχε κάνει αρχικά, αποτύπωσε ότι εν μέσω αντιπαράθεσης οι ΗΠΑ αναζητούσαν δρόμους συνεννόησης με τη Ρωσία.
Αυτό θεωρήθηκε από το Βερολίνο (που στο μεταξύ είχε εξασφαλίσει την αμερικανική ανοχή στην ολοκλήρωση του αγωγού Nord Stream 2) ως σημάδι για μια επανέναρξη υψηλού επιπέδου διαλόγου ανάμεσα στη Ευρωπαϊκή Ένωση και τη Ρωσία. Εάν μπορεί να συναντηθεί ο πρόεδρος των ΗΠΑ με τον Ρώσο πρόεδρο γιατί όχι και η ηγεσία της ΕΕ; Άλλωστε, αυτό θα κατοχύρωνε εκ νέου και την ικανότητα της Ευρώπης να παίζει ένα ρόλο στη διεθνή σκηνή.
Μόνο που δεν υπολόγισαν ότι μια σειρά από χώρες στην ΕΕ δεν είχαν καμία διάθεση να εγκαταλείψουν την αντιρωσική τους στάση, ιδίως από τη στιγμή που εκτιμούσαν ότι η ΕΕ ορθά είχε κλιμακώσει το προηγούμενο διάστημα την αντιπαράθεση με τη Ρωσία. Το αποτέλεσμα ήταν μια πολιτική αποτυχία της Μέρκελ (στην τελευταία παρουσία της σε σύνοδο κορυφής της ΕΕ πριν από τις γερμανικές εκλογές) αλλά και του Εμανουέλ Μακρόν.
Επιπλέον, ούτε η Γερμανία ούτε η Γαλλία πρότειναν μια ριζική αναπροσαρμογή των ευρωπαϊκών θέσεων έναντι της Ρωσίας. Δεν πρότειναν για παράδειγμα αναστολή του συνόλου ή έστω μέρους των κυρώσεων, ή επανέναρξη πιο στρατηγικού διαλόγου. Η πρότασή τους έδειχνε περισσότερο μια σπουδή να δείξουν ότι η Ευρώπη αναζητά έναν διάλογο, παρά μια συγκροτημένη στρατηγική, ενώ ανακοινώθηκε λίγο πριν τη σύνοδο κορυφής της ΕΕ.
Οι επιπτώσεις της διαίρεσης
Ανεξαρτήτως των ορίων του σχεδιασμού που είχαν κάνει Βερολίνο και Παρίσι, η προοπτική μιας συνάντησης κορυφής ΕΕ-Ρωσίας θα αποτελούσε βήμα αποφόρτισης μέρους της σωρευμένης έντασης στον ευρωπαϊκό χώρο και θα μπορούσε να εξασφαλίσει μια διαδικασία αναζήτησης συνεννόησης και έστω και μερικής άρσης μερικών από τα προβλήματα που έχουν δημιουργήσει οι κυρώσεις. Παράλληλα, θα σηματοδοτούσε ότι η Ευρώπη έχει τη δυνατότητα να έχει κάποιου είδους εξωτερική πολιτική και δεν αποτελεί απλώς τμήμα μιας υπό αμερικανική ηγεσία «Δύσης» (ιδίως από τη στιγμή που οι ίδιες οι ΗΠΑ δεν είχαν πρόβλημα με τον συμβολισμό της συνάντησης κορυφής).
Όμως, αποδείχτηκε για άλλη μια φορά ότι η λογική του ελάχιστου κοινού παρονομαστή και της αναζήτησης συμφωνίας εντός ΕΕ σε ορισμένες περιπτώσεις απλώς καταλήγει στη απουσία πολιτικής, σε μια ιδιότυπη παραλυσία που απλώς κάνει τα πράγματα χειρότερα.