Πάουλ Κλέε, ο Ελβετός ζωγράφος της αφηρημένης τέχνης, από τους πιο πρωτότυπους του 20ου αιώνα και από τους σημαντικότερους στοχαστές σε θέματα τέχνης.
«Δεν μπορώ να αρπαχτώ από αυτόν τον κόσμο. Γιατί νιώθω τόσο κοντά με τους νεκρούς, όσο και με τα όντα εκείνα που δεν έχουν ακόμα γεννηθεί».
Ο Κλέε ασπάστηκε τη ζωγραφική, όπως κάποιος θα ασπαζόταν τη θρησκεία. Αφιερώθηκε στην τέχνη με την ίδια προσήλωση που θα αφιερωνόταν στον Θεό. Με μέσα απλά και ποιητικά. Για πολλούς, όμως, παρέμεινε ένα αίνιγμα
Τα πρώτα του σχέδια περιλάμβαναν τοπία γεμάτα ευαισθησία, στα οποία οι γονείς του διείδαν την πιθανότητα μιας καλλιτεχνικής σταδιοδρομίας για τον γιο τους. Το 1898 ο Κλέε έφυγε για το Μόναχο κι ένα χρόνο αργότερα γράφτηκε στην Ακαδημία του Μονάχου, διευθυντής της οποίας ήταν ο Φρίντριχ φον Στουκ, τότε πολύ διάσημος ζωγράφος. Ο Κλέε ολοκλήρωσε τη μαθητεία του με μία επίσκεψη στην Ιταλία, όπου εμπνεύστηκε καθοριστικά από την αναγεννησιακή τέχνη.
Το 1906 παντρεύτηκε την πιανίστρια Λίλι Στουμπφ, που είχε γνωρίσει ως σπουδαστής, και εγκαταστάθηκε στο Μόναχο. Ο Κλέε εισήλθε στους κόλπους της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας όταν το 1911 έγινε μέλος της καλλιτεχνικής ομάδας «Γαλάζιος Καβαλάρης» («Der Blaue Reiter»), που είχαν ιδρύσει ο Βασίλι Καντίνσκι ο Φραντς Μαρκ.
Ωστόσο, ως το 1914 ο Πάουλ Κλέε δυσκολευόταν να ζωγραφίσει. Του έλλειπε η αυτοπεποίθηση και δεν εμπιστευόταν την ικανότητά του ως κολορίστα, γι’ αυτό και τα περισσότερα έργα του ως εκείνη τη χρονιά ήταν ασπρόμαυρα. Τον Απρίλιο του 1914 όμως ταξίδεψε στην Τυνησία κι εντυπωσιάστηκε από το τοπίο τόσο πολύ που άρχισε να ζωγραφίζει χρησιμοποιώντας έντονα χρώματα. Οι υδατογραφίες που φιλοτέχνησε στην Τυνησία θα μπορούσε να πει κανείς ότι αποτέλεσαν τη βάση για τον χειρισμό του χρώματος σ’ όλη τη μετέπειτα ζωγραφική του.
Ζωγραφίζοντας… αεροπλάνα
Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, υπηρέτησε στον γερμανικό στρατό (1916-1918) και τοποθετήθηκε σε αεροπορικές βάσεις, όπου ζωγράφιζε και στίλβωνε αεροπλάνα. Κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Πολέμου, ο ψυχισμός του επηρεάστηκε έντονα από το θάνατο στα πεδία τω μαχών των φίλων του ζωγράφων Αουγκούστ Μάκε (1914) και Φραντς Μαρκ (1916).
Το 1920 ο Πάουλ Κλέε κλήθηκε να διδάξει στη Σχολή Αρχιτεκτονικής και Εφαρμοσμένων Τεχνών Μπάουχαους της Βαϊμάρης. Οι διαλέξεις που έδωσε – οι οποίες αργότερα συγκεντρώθηκαν σε περισσότερες από 3.000 σελίδες σημειώσεων κι έχουν εκδοθεί πολλές φορές σε πολλές χώρες – αποτελούν μια σημαντική συνεισφορά στον τομέα της θεωρίας της τέχνης.
Η βασική αρχή της τέχνης και της διδασκαλίας του Κλέε εκφράζεται καλύτερα με την παραβολή του με το δέντρο, που κορμός του είναι ο καλλιτέχνης. Το πρότυπο με βάση το οποίο αναπτύσσονται οι ρίζες του δέντρου είναι το πρότυπο της φύσης (πηγής μορφών και ιδεών για τον καλλιτέχνη). Το πρότυπο αυτό αντανακλάται στην ανάπτυξη των κλαδιών και των ανθών, αλλά στην τελική ανθοφορία (που είναι το έργο τέχνης) η φύση έχει μετασχηματιστεί χάρη στον πλούτο των φαντασιακών ενστίκτων του καλλιτέχνη. Σημαντικός είναι εξάλλου για τον Κλέε και ο ρόλος του αυτοσχεδιασμού: το έργο τέχνης, όπως κι ένα απλό σκαρίφημα, μπορεί να ακολουθήσει τη δική του πορεία εξέλιξης, οδηγούμενο από το υποσυνείδητο του καλλιτέχνη και χωρίς κανένα στοιχείο συνειδητού ελέγχου από μέρους του.
Η πρώτη ατομική έκθεση στο Παρίσι
Στα μέσα της δεκαετίας του ’20 ο Κλέε πραγματοποίησε την πρώτη του ατομική έκθεση στο Παρίσι. Η αυξανόμενη προσήλωσή του στην τέχνη του από τη μία και η πολιτική ένταση που επικρατούσε στη σχολή Μπάουχαους από την άλλη τον εξώθησαν να παραιτηθεί από την έδρα του το 1931, επιλέγοντας μία λιγότερο απαιτητική θέση καθηγητή στην Ακαδημία του Ντίσελντορφ.
Παρέμεινε εκεί ως την άνοδο του Αδόλφου Χίτλερ στην εξουσία το 1933. Αφού υπέστη αλλεπάλληλες ταπεινώσεις από την Γκεστάπο, ξαναγύρισε στην Ελβετία, όπου και παρέμεινε ως το θάνατό του. Την περίοδο του ναζιστικού καθεστώτος, 102 έργα του από διάφορα γερμανικά μουσεία κατασχέθηκαν και απ’ αυτά 17 συμπεριλήφθηκαν στην έκθεση για την «εκφυλισμένη τέχνη», που οργάνωσαν οι Ναζί στο Μόναχο το 1937.
Μολονότι ο Κλέε ουδέποτε εντάχθηκε σε σχολή ή κίνημα (πέραν των χαλαρών δεσμών του με τον «Γαλάζιο Καβαλάρη»), επηρέασε τις περισσότερες καλλιτεχνικές τάσεις που χαρακτήρισαν την πρωτοπορία του 20ού αιώνα. Χωρίς να είναι ούτε παραστατικός, ούτε ανεικονικός, αλλά με τη δική του ενδοσκοπική, «χαμηλόφωνη», ιδιότυπη προσέγγιση, μας άφησε περισσότερους από 9.000 πίνακες, σχέδια και υδατογραφίες, τεκμήρια της εξαντλητικής του αφοσίωσης στο προσωπικό του όραμα. Το έργο του διακρίνεται για την εξαιρετική ευαισθησία του χρώματος, της γραμμής και της υφής του και είναι συχνά εμπλουτισμένο με φαντασία και χιούμορ.
Ο Πάουλ Κλέε άφησε την τελευταία του πνοή στις 29 Ιουνίου 1940 στην κλινική της Αγίας Αγνής στο Μουράλτο του Λοκάρνο. Την 1η Ιουλίου έγινε η αποτέφρωση της σορού του στο Λουγκάνο και η τεφροδόχος τάφηκε τελικά τον Σεπτέμβριο του 1942 στο κοιμητήριο Σοσχάλντεν της Βέρνης. Πάνω στην επιτύμβια πλάκα του είναι γραμμένο ένα απόσπασμα από το ημερολόγιό του: «Δεν μπορώ να αρπαχτώ από αυτόν τον κόσμο. Γιατί νιώθω τόσο κοντά με τους νεκρούς, όσο και με τα όντα εκείνα που δεν έχουν ακόμα γεννηθεί».
Γράφει η Ρίτσα Μασούρα
Η πρώτη φορά που «συναντήθηκα» με τον Ελβετό ζωγράφο Πάουλ Κλέε ήταν όταν σε νεαρή ηλικία διάβασα το βιβλίο του Ερνστ Φίσερ «Η αναγκαιότητα της Τέχνης». Σ’ ένα από τα κεφάλαια του βιβλίου, ο Φίσερ, μέσα από σκέψεις διάσημων διανοητών και συγγραφέων επιχειρεί να περιγράψει τις νέες πραγματικότητες, τον αγώνα του ανθρώπου ενάντια στα κλισέ, στα δόγματα και τις κενές φράσεις και ενάντια στις προκαταλήψεις. Κι εκεί, στη γεμάτη προσδοκίες αναζήτηση, ωθεί στην πρώτη γραμμή τον Βάλτερ Μπένζαμιν. Μαζί του, σαν δεκανίκι τής τότε πραγματικότητας, ο «Άγγελος» του Κλέε!
«Υπάρχει ένας πίνακας του Κλέε που ονομάζεται Angelus Novus», λέει ο Μπένζαμιν. «Δείχνει έναν άγγελο που φαίνεται σα να ετοιμάζεται να απομακρυνθεί από κάτι που κοιτάζει. Τα μάτια του είναι ορθάνοιχτα, το στόμα του χάσκει, τα φτερά του είναι τεντωμένα. Τέτοια ύψη πρέπει να ’χει ο άγγελος της Ιστορίας. Εκεί όπου εμείς βλέπουμε μπροστά μας μια αλυσίδα συμβάντων, αυτός βλέπει μια και μόνη καταστροφή και ασταμάτητα σωρεύει ερείπια πάνω στα ερείπια και τα εκσφενδονίζει στα πόδια του. Θα ήθελε να χασομερήσει, να ξυπνήσει τους νεκρούς και να μαζέψει ό,τι έχει γκρεμιστεί. Αλλά μια θύελλα φυσά από τον παράδεισο κι έχει μπερδέψει τα φτερά του, ώστε ο άγγελος να μην μπορεί πια να τα κλείσει. Αυτή η θύελλα τον ωθεί αδιάκοπα προς το μέλλον, προς το οποίο γυρίζει την πλάτη του, ενώ ο σωρός των ερειπίων μπροστά του υψώνεται ως τα ουράνια. Αυτό που ονομάζουμε πρόοδο είναι η θύελλα», καταλήγει ο Μπένζαμιν.
Δεν ξέρω τι ήταν αυτό που ώθησε τον Κλέε να ζωγραφίσει έναν διχασμένο άγγελο. Μπορώ όμως να υποθέσω ότι ο ζωγράφος ήταν επηρεασμένος από το μετέωρο βήμα της εποχής του, που πάλευε να ισορροπήσει ανάμεσα στον πόλεμο και την ειρήνη.
Ο Κλέε ασπάστηκε τη ζωγραφική, όπως κάποιος θα ασπαζόταν τη θρησκεία. Αφιερώθηκε στην τέχνη με την ίδια προσήλωση που θα αφιερωνόταν στον Θεό. Με μέσα απλά και ποιητικά. Για πολλούς, όμως, παρέμεινε ένα αίνιγμα. Γεννήθηκε το 1879. Ανήκε στη γενιά του Πικάσο, του Ζορζ Μπρακ και του Αντρέ Ντερέν, αλλά ήταν σχεδόν άγνωστος στους Γάλλους ώς το 1925, όταν για πρώτη φορά παρουσίασε ένα τμήμα της σουρεαλιστικής δουλειάς του. Ούτε και τότε όμως αγαπήθηκε όσο του άξιζε. Απόδειξη ότι ελάχιστα βιβλία γράφτηκαν για την προσωπικότητα του μελαγχολικού άνδρα, που γεννήθηκε στη Βέρνη από Γερμανό πατέρα και που στην εφηβεία του ταλαντευόταν ανάμεσα στην ποίηση, τη μουσική και τη ζωγραφική. Η ζωγραφική τελικά τον κέρδισε οριστικά το 1914, ενώ βρισκόταν στην Τυνησία, όπου τυφλωμένος από τον δυνατό ήλιο αναφώνησε: «Με κατέκτησε το χρώμα. Από δω και πέρα θα του ανήκω, αυτό και εγώ θα μείνουμε για πάντα ενωμένοι. Είμαι ζωγράφος».
Η πορεία προς τη διασημότητα ήδη είχε ξεκινήσει μέσα από σχέδια με έντονα χρώματα και φανταστικές υδατογραφίες. Το 1920, ο διευθυντής της διάσημης σχολής Μπάουχαους Βάλτερ Γκρόπιους κάλεσε τον Κλέε να διδάξει στη Βαϊμάρη. Ετσι ο ζωγράφος βρέθηκε ξανά δίπλα στον Καντίνσκι με τον οποίον είχε συναντηθεί και παλαιότερα. Κι ήταν ο Καντίνσκι αυτός που τον έφερε σε επαφή με τον «Γαλάζιο Καβαλάρη», μια από τις πιο δραστήριες ομάδες – κινήματα της avant-garde αισθητικής στη Γερμανία που έτρεφε μεγάλο ενδιαφέρον για τη μεταφυσική. (Το κίνημα του Γαλάζιου Καβαλάρη ήταν για τον Καντίνσκι και την παρέα του κάτι ευρύτερο από ένα κίνημα στη ζωγραφική. Ουσιαστικά ήταν έκκληση για πνευματική αναγέννηση σε όλες τις μορφές τέχνης.)
Στο Μπάουχαους, ο Κλέε υπήρξε δάσκαλος των μορφών στο εργαστήρι βιβλιοδεσίας και παράλληλα προσέφερε τις γνώσεις του στα εργαστήρια τοιχογραφίας και υαλογραφημάτων. Εκείνη την εποχή μάλιστα και πριν αναγκαστεί να εγκαταλείψει τη σχολή έγραψε το βιβλίο «The thinking Eye», μοναδικό, απ’ ό,τι λέγεται, εγχειρίδιο για την «επιστήμη» του σχεδιασμού. Ο εκκεντρικός ζωγράφος που θαύμαζε την πολύμορφη ελευθερία των παιδιών και σεβόταν απεριόριστα την αθωότητά τους έβλεπε τον κόσμο σαν πλανητάριο που λειτουργούσε με τη βοήθεια κοσμικού ωρολογοποιού –ο Ελβετός Θεός– με στόχο την πνευματική αλήθεια. Ήταν η οπτική ματιά ενός καλλιτέχνη που πίστευε ότι αν ο κόσμος δεν είχε οριστική πραγματικότητα θα μπορούσε να την αναπαριστά με το πιο ελεύθερο, το πιο σχηματικό πνεύμα… Κάτι που λείπει από την εποχή μας, καθώς ο δικός μας Άγγελος κοιτάζει συνεχώς τα συσσωρευμένα ερείπια του κόσμου, αρνούμενος να προχωρήσει.