49
Γράφει ο Μάνος Στεφανίδης
Η τέχνη πέθανε,
η τέχνη είναι νεκρή,
μη μου πείτε ότι δεν το ξέρατε,
όλοι βοηθήσατε σε αυτό.
Τί κρίμα να είσαι καλλιτέχνης
σε μια εποχή που η τέχνη πέθανε
που η τέχνη είναι νεκρή
και που την κήδεψαν συλλέκτες,
έμποροι, εκδότες, εστέτ,
πρόεδροι της Εταιρείας Συγγραφέων,
πρόεδροι της Εταιρείας τεχνοκριτών,
διευθυντές μουσείων, θεάτρων, οπερών
και ανώτεροι, κρατικοί μανδαρίνοι.
Η τέχνη πέθανε, μάλλον είναι νεκρή
σαν εκείνη την αθώα μικρούλα,
την ανεπίληπτη κόρη του Ιαείρου,
που ήταν βαριά άρρωστη
και ο Χριστός πήγαινε να τη θεραπεύσει.
Στο δρόμο όμως ήρθε ένας υπηρέτης,
λυπημένος υπάλληλος του κράτους,
– πάντα οι υπάλληλοι είναι λυπημένοι,
η λύπη είναι το κύρος τους –
και είπε του Ιαείρου:
Μην κουράζεις τον διδάσκαλο
γιατί η κόρη σου πέθανε
γιατί η κόρη σου είναι νεκρή.
Τότε ο Ιάειρος είπε του Χριστού
η κόρη μου είναι νεκρή,
τί νόημα έχουν όλα πια;
Η θυγατέρα μου πέθανε,
όπως πέθανε η τέχνη,
επειδή η τέχνη είναι νεκρή.
Δεν έχουμε κάτι άλλο να περιμένουμε.
Τί θα κάνατε εσείς στη θέση του Κυρίου;
Τί θα κάνατε όλοι εσείς οι έμποροι,
οι διευθυντές, οι πρόεδροι, οι χορηγοί,
οι μαικήνες, οι κριτικοί, οι συλλέκτες;
Τί θα έκανε το κράτος του ωραίου
τώρα που η τέχνη πέθανε πια;
Ο Χριστός ήσυχα, σχεδόν σαν απών,
πήγε κι έτσι απλά την ανάστησε
ψιθυρίζοντας της στο αυτί:
Ζήσε, λίγο ακόμη, κοριτσάκι
σ’ έχουμε ανάγκη μικρούλα,
πρέπει να ζήσεις λίγο ακόμη.
Έτσι γίνεται, έτσι γίνονται τα θαύματα
κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε στιγμή
κάποιος από εμάς ανασταίνει
μία τέχνη που είναι νεκρή
ψιθυρίζοντας κάτι στο αυτί της
ώσπου να πεθάνει και πάλι.
Και τότε, ίσως, μπορεί, ποιος ξέρει,
ένας καινούργιος Χριστός
να της δώσει το φιλί της ζωής.
Η τέχνη είναι νεκρή, έτσι πιστεύουν
οι Ιάειροι αυτού του κόσμου
κι όλοι οι υπηρέτες τους.
Μέχρι να έρθει κάποιος από μακριά
και λίγο προτού σταυρωθεί,
να την αναστήσει…
(Προσχέδιο και ζωγραφιά: Αριάδνη Στεφανίδη)