Το Ημερολόγιο πολέμου του Κων/νου Σιαδήμα, εφέδρου ανθ/χαγού στο Αλβανικό Μέτωπο.

 

Γράφει η δημοσιογράφος -ερευνήτρια Χριστίνα Φίλιππα

Η ανακάλυψη και η παρουσίαση του ημερολογίου του Κωνσταντίνου Σιαδήμα, αποτελεί, χωρίς υπερβολή, συνεισφορά στην ανάδειξη τεκμηρίων μιας εποχής που ελάχιστα ερευνήθηκε στις πραγματικές διαστάσεις και τις αντιφάσεις της, αποστειρωμένη εν πολλοίς από την εθνική ιδεολογία. Τέτοιες καταθέσεις δίνουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο στον πολίτη της εποχής, αναδεικνύοντάς τον σε ιστορική φυσιογνωμία και μάς βοηθούν να κατανοήσουμε το ρόλο του στην κίνηση της ιστορίας.

Κωνσταντίνος Σιαδήμας

Ο Κωνσταντίνος Σιαδήμας του Διονυσίου γεννήθηκε το 1907 στη Λαμία. Υπήρξε υπάλληλος της Εθνικής Τράπεζας και κάτοικος Φιλοθέης.

Κατά την επιστράτευση το 1940 κατετάγη ως έφεδρος ανθυπολοχαγός στο 34ο Σ.Π. για να πέσει «υπέρ βωμών και εστιών»  στις 18/3/41 στο ύψωμα 1143, βορειοδυτικά της Πεστάνης. Ο Σιαδήμας  από την πρώτη μέρα που επιστρατεύτηκε έως και την μέρα που άφησε την τελευταία του πνοή, έγραφε καθημερινά όσα έβλεπε και ζούσε.  Άφησε  ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΠΟΛΕΜΟΥ, ένα πολύτιμο κειμήλιο, ένα ιστορικό ντοκουμέντο.  Είναι από τους πρώτους νεκρούς  μας.  Το ημερολόγιό του περιήλθε στα  χέρια της αδελφής του Ευφροσύνης που το παρέδωσε στην Εθνική Τράπεζα και είναι παρακαταθήκη για όλο το γένος.  Η Φιλοθέη  τον τίμησε για τον  ηρωϊσμό του. Ονόμασε την κεντρική πλατεία του προαστίου σε «πλατεία Κων/νου Σιαδήμα» Η προσφερόμενη μνήμη είναι ελάχιστος φόρος τιμής και καθήκον.

Μερικά αποσπάσματα του Ημερολογίου παρατίθενται παρακάτω:

25.2.1941 θα γράψει: «Πρωί λίαν βροχερόν. Πορεία 22 χλμ. εν μέσω ομίχλης και ραγδαίων βροχών, κατά διαλείμματα, και λιακάδας. Αφιξις εις χωρίον Νέα Κουτσούφλιανη προς διανυκτέρευσιν εις οικίαν Χρήστου Σαμούρη (λίαν φιλόξενοι άνθρωποι). Ανεξάντλητοι κορδέλλαι δρόμου κατά μήκος των πηγών του Πηνειού. Θέαμα ωραίον των βουνών με ολοπράσινα δάση πεύκης, τα οποία έχουν το σχήμα ελάτης(.. ) Ο στρατός πορεύεται πάντοτε με ενθουσιασμόν και κέφι( …)».

Και στις 1.3.1941: «Ημέρα ανοιξιάτικη αλλά με δυνατόν και κρύον άνεμον. Ξεκινήσαμε πρωί πρωί και ο ήλιος φάνηκε πίσω από τα ψηλά και υπερήφανα ηπειρώτικα βουνά, όταν πλησιάζαμε τον Δρίσκο. Μόλις περάσαμε το διάσελο του Δρίσκου, φάνηκε η λίμνη και τα ξακουσμένα Γιάννενα. Στη μνήμη μου αμέσως ήλθε η αδελφούλα μου, διότι συνήθιζα συχνά να την φωνάζω «κυρά Φροσύνη». Λίγο πιο κάτω αγοράσαμε ένα μεγάλο κομμάτι ψημένη γίδα, την οποίαν κατεβροχθίσαμε εν ριπή οφθαλμού. Το θέαμα των Ιωαννίνων υπέροχο, εξάλλου έπειτα από πορείαν 7 μερών δια πρώτην φοράν εβλέπαμε ολίγην πεδιάδα και πολλά χωριά τα οποία πλαισιούν την λίμνην πέριξ των Ιωαννίνων. Την κοιλάδα την περιτριγυρίζουν ψηλά ολόλευκα βουνά. Η αεροπορία μας εν πλήρει δράσει. Κίνησις αυτοκινήτων ως και της Λεωφ. Συγγρού ως Κηφισίας εν εορτή. Το σταμάτημα εγένετο 4 χλμ. έξωθεν της πόλεως εν αναμονή οδηγών. Εδώ δεν έχομεν πλέον αέρα και καύσωνα από την λιακάδα, αναπολώ ωραίας αθηναϊκάς ημέρας. Εδώ είδαμε και τα τραυματισθέντα η λόγω των κακουχιών μεταχθέντα εις τα μετόπισθεν ζώα,  όλα σχεδόν αποσκελετωμένα. Τι μεγάλη προσφορά υπηρεσίας χωρίς κομπορρημοσύνην και παχειά λόγια, αφού θεληματικά και υπομονετικά υποφέρουν. Διά πρώτην φοράν σήμερον αντί κουραμάνας μας εδόθη γαλέττα. Τα απόγευμα αργά ξεκινήσαμεν και εισήλθομεν εις την πόλιν των Ιωαννίνων. Το θέαμα ως επί το πλείστον τραγικόν, αρκετά σπίτια ημικατεστραμμένα εκ των βομβαρδισμών, πάρα πολλά σπίτια χωρίς τζάμια. Ζωσιμαία Σχολή κατεστραμμένη και αυτή….».

12.3.1941. « …Η μάχη εξακολουθεί, το έδαφος σείεται από τους κρότους και τις εκρήξεις μέχρι τη εσπέρας, οπότε μας έγινε επίθεση αποτυχούσα. Κρύο αφόρητο, διαρκώς τα χέρια και τα πόδια μου κρύα. Θαυμάζω την αντοχήν εις την πείναν και την δίψαν. …»

14.3.1941. «Κανένα συννεφάκι, αλλά ο χιονιάς εξακολουθεί ορμητικός, μετά βίας κρατώ το μολύβι για να γράψω τα παρόντα…..»

 17.3.1941, ο Σιαδήμας θα γράψει: «(…). Οι κανονιοβολισμοί και ολμοβολισμοί εξακολουθούν αδιακόπως. Από ημερών ήρχισα το ψείρισμά μου με αρκετήν εσοδείαν. Δεν θα περάσης βουνό ή φαράγγι χωρίς να δης δύο ξυλάκια σε σχήμα σταυρού ή παρακάτω αφρατοσκαμμένο χώμα. Παράμερα ένα κουρελάκι από τα ρούχα του θαμένου μαρτυρεί αν είναι Έλληνας ή Ιταλός….Η ζωή και τα νειάτα είναι πολύτιμα αγαθά και δεν ξέρω αν αξίζει να τα σπαταλά κανείς για ανθρώπινες ανοησίες όπως είναι ο πόλεμος».

Είναι η τελευταία του «αναφορά» που μας υπενθυμίζει ότι η σύλληψη της ιστορικότητας μιας συγκυρίας έχει τόνο αμφιλεγόμενο και όχι θριαμβευτικό, σε αντίθεση με την ιδεολογική της χρήση και κυρίως κατάχρηση.

Στις 18.3.1941 θα περάσει στην «αντίπερα όχθη του Αχέροντα» και από κει στην Ιστορία.

Το  1943  το Κοινοτικό συμβούλιο της Φιλοθέης σε συνεδρίαση του θέλοντας να απονείμει τιμή «εις τον κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 πεσόντα ηρωικώς εν Αλβανία συμπολίτη μας Κων/ντίνο Σιαδήμα, (…) αποφαίνεται ομοφώνως:

Ονομάζει την πέριξ του σημερινού περιπτέρου αναμονής του αυτοκινήτου πλατείαν την τεμνομένην υπο της οδού Γεωργίου Σταύρου «Πλατείαν Κωνσταντίνου Σιαδήμα».

 

Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι, που ξέρουν στο διάβα τόσων αιώνων γιατί ο Αισχύλος θέλησε να του γράψουν πάνω στον τάφο του επιτύμβιο, όχι πως στάθηκε ο δημιουργός της «Ορέστειας», αλλά πως πολέμησε στον Μαραθώνα..

Ενας απ αυτούς πρέπει να ήταν και ο Κωνσταντίνος Σιαδήμας.