Home Το Ποίημα της Ημέρας Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας

Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας

by bot


ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας

ο πετροπαιχνιδιάτορας

από την άκρη των ακρώ

κατηφοράει στο Ταίναρο

Φωτιά ‘ναι το πηγούνι του
χρυσάφι το πιρούνι του.

 


Ο ΗΛΙΟΣ
Ε σεις στεριές και θάλασσες

τ’ αμπέλια κι οι χρυσές ελιές

ακούτε τα χαμπέρια μου

μέσα στα μεσημέρια μου

«Σ’ όλους τους τόπους κι αν γυρνώ
μόνον ετούτον αγαπώ!»

Από τη μέση του εγκρεμού

στη μέση του άλλου πελάγου

κόκκινα κίτρινα σπαρτά
νερά πράσινα κι άπατα

«Σ’ όλους τους τόπους κι αν γυρνώ
μόνον ετούτον αγαπώ!»

Με τα μικρά χαμίνια του

καβάλα στα δελφίνια του

με τις κοπέλες τις γυμνές

που καίγονται στις αμμουδιές

με τους λοξάτους πετεινούς

και με τα κουκουρίκου τους!


ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Εμείς ψωμί δεν έχουμε

και τέτοια δεν κατέχουμε

Χρόνους πολλούς μας πολεμάν
κι ανάσα δεν επήραμαν.

ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ

Φύγανε τα πουλιά γι’ αλλού

μα εγώ στο κύμα του γιαλού

θεμέλιωσα το σπιτικό

να τ’ αποσώσω δεν μπορώ.

ΟΛΕΣ ΜΑΖΙ

Τέσσερις μήνες χτίζουμε

και τους οχτώ γκρεμίζουμε

και κάθε γινωμένη ελιά

στοιχίζει και μια φαμελιά.

ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ

Όνειρο πόκανα κρυφά

για τα παιδιά π’ ανάθρεφα

Ποιος το ‘λεγε πως θε να μου
τα στείλουνε του σκοτωμού.

ΟΛΕΣ ΜΑΖΙ

Άλλος εβγήκε απ’ τα βουνά

κι άλλος απ’ τα πλεούμενα

με το πουκάμισο χακί

κατάρα οι ξένοι κι οι εδικοί.

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Τ’ άκουσε ο ήλιος κι έφριξε
το φως το κόκκινο έριξε

Πήραν να καίγονται οι κορφές
κι όλες οι πάνω γειτονιές.

Ο ΗΛΙΟΣ

Ωρ’ τι ‘ναι τούτ’ η αποκοτιά

βρε συ Βοριά βρε συ Νοτιά

Πουνέντε και Λεβάντε μου
ένα ραπόρτο κάντε μου.

ΑΝΕΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ

Θέλω καράβια σπρώχνω θέλω σταματώ
Τα δυο βουνά χωρίζω και τα περπατώ

Μες στις αγάπες μπαίνω και ζαλίζομαι
κι από τα μυστικά τους αντραλίζομαι

Σ’ όλους το παραγγέλνω σ’ όλους το μηνώ

Τρώγεται ο νους του ανθρώπου μόνο αλίμονο.

ΑΝΕΜΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ

Ανάθεμα την ώρα ποιος ορίζει εδώ

το ανάποδο βαφτίζει και το λέει σωστό

Του αδύναμου το δίκιο μήτε λέει ποτέ

βγαίνει τη νύχτα μέρα και τ’ ορκίζεται

Όπου μεγάλη πόρτα πίσω της αυτός

κάνεις να την ανοίξεις γίνεται άφαντος.

ΑΝΕΜΟΣ ΤΡΙΤΟΣ

Κάμποι της Σαλονίκης κι όρη του Μοριά

που ‘ν’ τα παρμένα κάστρα που ‘ναι τα χωριά

Μες στον αέρα κοίτα μισοφέγγαρο

κοίτα κορίτσι πράμα που να το χαρώ

Δευτέρα μεγαλώνει Τρίτη πολεμά

Τετάρτη γονατίζει Πέμπτη ξεψυχά.

ΑΝΕΜΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ

Δρόμοι περπατημένοι κι απερπάτητοι

Ποιος τους εδιάβη πέρα ποιος δεν τους πατεί

Μα ο που τους πήρε κι ήμπε μες στα αίματα
Μήτε Θεός μήτ’ άλλος δεν τον σταματά

Κατακαημένη πλάση που σε γήτεψαν

Όλ’ οι τρελοί του κόσμου κι εστρατήγεψαν!

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Παράπονα κι αθιβολές

γύρισε ο κόσμος τρεις φορές

Γιόμα βράδυ μεσάνυχτα

κι όλα τα δώματα ανοιχτά

Στ’ αλώνια και στις εμπατές

ξυπνούν οι ελαφροΐσκιωτες

σύρνουν ανάβουνε μαλλί

στων αστεριών τη χόβολη

και τους μικρούς αγγέλους σταμ

ατάν και παίζουν αμ στραμ νταμ

Καημέ που πάρα εβάρυνες
τον κόσμο δεν εμάρανες

Τα μαύρα λεν και τ’ άσπρα σου
οι άνεμοι κι όλο τα φυσούν

Κι ένα κορίτσι εννιά χρονώ
για λόγου τραγουδά ολονώ.

ΚΟΡΙΤΣΙ

Δύο συ και τρία γω

πράσινο πεντόβολο

μπαίνω μέσα στον μπαξέ
γεια σου κύριε Μενεξέ

Σιντριβάνι και νερό

και χαμένο μου όνειρο

Τζίντζιρας τζιντζίρισε
το ροδάνι γύρισε

Χοπ αν κάνω δεξιά

πέφτω πάνω στη ροδιά

Χοπ αν κάνω αριστερά

πάνω στη βατομουριά

Το ‘να χέρι μου κρατεί
μέλισσα θεόρατη

τ’ άλλο στον αέρα πιάνει

πεταλούδα που δαγκάνει.

ΧΟΡΟΣ
Βότσαλο μέσα στα νερά

του κοριτσιού η αποθυμιά

Κύκλοι και πως ανοίγουνε
και με τα σένα σμίγουνε

ψηλά στη γλάστρα του βουνού
χρυσό γεράνι τ’ ουρανού

Ήλιε μου και τρισήλιε μου

ένα σου λόγο στείλε μου.

ΑΝΕΜΟΙ
Άκου κι εμάς που μόλις εγυρίσαμε

νησιά και πολιτείες που γνωρίσαμε

Κρήτη και Μυτιλήνη Σάμο κι Ικαριά
Νάξο και Σαντορίνη Ρόδο Κέρκυρα

Σπίτια μεγάλα κι άσπρα σπίτια βουερά

πάνω στη μαύρη πέτρα πάνω στα νερά

Ξάνθη Θεσσαλονίκη Βέροια Καστοριά

Γιάννενα Μεσολόγγι Σπάρτη και Μιστρά

Καμπαναριά και στέγες μες στη συννεφιά
κι όλα μαζί μια λύπη και μιαν ομορφιά.

Ο ΗΛΙΟΣ
Όμορφη και παράξενη πατρίδα

Ωσάν αυτή που μου ‘λαχε δεν είδα

Ρίχνει να πιάσει ψάρια πιάνει φτερωτά
Στήνει στη γη καράβι κήπο στα νερά

Κλαίει φιλεί το χώμα ξενιτεύεται

Μένει στους πέντε δρόμους αντρειεύεται

Κάνει να πάρει πέτρα τηνε παρατά

Κάνει να τη σκαλίσει βγάνει θάματα

Μπαίνει σ’ ένα βαρκάκι πιάνει ωκεανούς
Ξεσηκωμούς γυρεύει θέλει τύραννους

Πέντε μεγάλους βγάνει πάνω τους βαρεί

Να λείψουν απ’ τη μέση τους δοξολογεί.

ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ
 
Πολλά δε θέλει ο άνθρωπος

να ‘ν’ ήμερος να ‘ναι άκακος

λίγο φαΐ λίγο κρασί

Χριστούγεννα κι Ανάσταση

κι όπου φωλιάσει και σταθεί

κανείς να μην του φτάνει εκεί

Μα ‘ρθαν αλλιώς τα πράματα
τονε ξυπνάν χαράματα

τον παν τον φέρνουν πίσω μπρος
του τρώνε και το λίγο βίος

κι από το στόμα την μπουκιά
πάνω στην ώρα τη γλυκιά

του τηνε παίρνουνε κι αυτή

Χαρά στους που ‘ναι οι Δυνατοί!

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Χαρά στους που ‘ναι οι Δυνατοί

γι’ αυτούς δεν έχει «εγώ» κι «εσύ»

Χαρά στους που ‘ναι οι Δυνατοί
γι’ αυτούς δεν έχει χόρταση.

ΑΦΗΓΗΤΗΣ
Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας

ο πετροπαιχνιδιάτορας

λίγο το στόμα του άνοιξε

κι ευθύς εμύρισε άνοιξη

Τα δέντρα κελαηδήσανε
τα ζωντανά σουνίσανε

κι οι άνεμοι χρωματιστούς
γεμίσανε χαρταετούς.

Ο ΗΛΙΟΣ
Τι να σας πω γυναίκες τι να μη σας πω

παρηγοριά κι αλήθεια που να μην ντραπώ

Μόνο να σας ακούω πότε θλίβομαι

πιάνω τα σκοτεινά στα νέφη κρύβομαι

Πότε μα το Θεό περηφανεύομαι

βάζω τα κόκκινα μου και πορεύομαι

Στα χώματα όπου η ρίζα μ’ αφουκράστηκε
γύρισε τ’ άνθος κι από μένα πιάστηκε

Με το φαρμάκι δένει κόμπο στα κρυφά

το γιατρικό που σώζει κι όλ’ η ομορφιά

Το φως όπου σηκώνω και τον έρωτα

έννοια σας μήτ’ εγώ δεν τα ‘χω απλέρωτα

Μέσα μου ρίχνει ο χρόνος ασταμάτητα

του κόσμου όλα τα βρόμικα και τ’ άπλυτα

Κι όσον καιρό κρεμιέμαι πάνω απ’ τα νερά
κι όσον περνώ στα μακρινά τα Τάρταρα

Τυραγνίες ζηλοφθονίες φόνους παιδεμούς

τ’ αλέθω για τους χρόνους τους μελλούμενους

Τ’ αλέθω τα γυρίζω και τα πάω στη γη

που ‘δωσε το σκοτάδι φως για να το πιει

Κουράγιο περιστέρες και ανεμώνες μου

Οι ωραίες κι οι συντροφιαστές κι οι μόνες μου

Όπου μαυρίλα κλώθεται και γνέθεται

Ήλιοι μικροί γενείτε κι όλο αλέθετε

Σ’ ευλογημένη μέρα βγάζει το κακό

σε δημοσιά πλατιά το στενοσόκακο

Κι είναι στη σκοτεινιά και στην ερήμωση
όπου ριζώνει κι ευωδιάζει η θύμηση

Ρίζα πικρή μου ρίζα και κρυφή πηγή

δώσε την περηφάνια πάρε την οργή

Σ’ όλα τα σπίτια σ’ όλα τα παράθυρα

δάφνες και κουμαριές και φοινικόκλαρα

Σ’ ένα μακρύ τραπέζι κόκκινο κρασί

νέοι και γέροι κι άντρες ξεμανίκωτοι

Πάρτε μεράκι φλόγα λόγο μάλαμα

πάρτε μικρό λαγούτο πάρτε μπαγλαμά

Ν’ αρχίσει το τραγούδι ν’ ανεβεί ο καημός

να πάρει και να δώσει ο νους κι ο λογισμός

Τι με το «χα» και με το «νο» και με το «νται»
όλα του κόσμου τ’ άδικα ξε-χά-νο-νται.

ΤΟ ΤΡΕΛΟΒΑΠΟΡΟ – Τραγούδι
Βαπόρι στολισμένο βγαίνει στα βουνά

κι αρχίζει τις μανούβρες «βίρα μάινα»

Την άγκυρα φουντάρει στις κουκουναριές

φορτώνει φρέσκο αέρα κι απ’ τις δυο μεριές

Είναι από μαύρη πέτρα κι είναι απ’ όνειρο
κι έχει λοστρόμο αθώο ναύτη πονηρό

Από τα βάθη φτάνει τους παλιούς καιρούς
βάσανα ξεφορτώνει κι αναστεναγμούς

Έλα Χριστέ και Κύριε λέω κι απορώ
τέτοιο τρελό βαπόρι τρελοβάπορο

Χρόνους μας ταξιδεύει δε βουλιάξαμε

χίλιους καπεταναίους τους αλλάξαμε

Κατακλυσμούς ποτέ δε λογαριάσαμε
μπήκαμε μες στα όλα και περάσαμε

Κι έχουμε στο κατάρτι μας βιγλάτορα

παντοτινό τον Ήλιο τον Ηλιάτορα!


1971
 

Λίγα λόγια για το έργο του Οδυσσέα Ελύτη 

«Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας» 
 
Ο ποιητής του Αιγαίου µέσα από τη µοναδική του πένα, περιγράφει την πατρίδα µας σε όλες της τις στιγµές, χρησιµοποιώντας κατά βάση την αλληγορία. 
Ουσιαστικά πρόκειται για µια ιστορική αναδροµή µέσα στους αιώνες και στις περιπέτειες που πέρασε ο τόπος µας. 
Αυτό το ελληνικό κόσµηµα της λογοτεχνίας, που γράφτηκε από το νοµπελίστα ποιητή, Οδυσσέα Ελύτη, καταδεικνύει τη φύση των αγώνων που έχει αντιµετωπίσει ο ελληνισµός κατά τη διάρκεια όλων αυτών των ετών. 
Οι πρόγονοί µας, στα χρόνια των πολέµων αγωνίστηκαν για την πατρίδα τους µε νίκες και µε ήττες. 
Κεντρική και κυρίαρχη θέση, όχι µόνο στο συγκεκριµένο ποίηµα αλλά γενικά στην ποίηση του Ελύτη, κατέχει, ο ήλιος, σύµβολο φωτός και δικαιοσύνης. 
Αυτός ο ελληνικός, λαµπερός και φωτεινός ήλιος βοηθά τους ανθρώπους να λύνουν τα προβλήµατά τους µε χαρά και αισιοδοξία. 

Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας είναι ένα λυρικό ποίηµα, το οποίο φανερώνει την αγάπη του ποιητή για την Ελλάδα και έχει έντονα φυσιολατρικό περιεχόµενο. 
Η δοµή του έργου είναι θεατρική, καθώς συµµετέχουν ο ήλιος, ο αφηγητής, ο χορός των γυναικών, οι άνεµοι, το κορίτσι και ο χορός των αντρών. Τα οµιλούντα αυτά πρόσωπα προσδίδουν ύψιστη δραµατικότητα στο ποίηµα. 
Γράφτηκε το 1971 την εποχή δηλαδή, όπου στην Ελλάδα κυριαρχούσε το καθεστώς των συνταγµαταρχών. Το έργο αυτό καταφέρνει να δείξει ότι, παρ’ όλες τις δυσκολίες που περνάει καθ’ όλη την πορεία της ιστορίας της η Ελλάδα, υπάρχει πάντα ο Ήλιος ο Ηλιάτορας. 
Αυτός ο Ήλιος δίνει την ελπίδα και δείχνει τον δρόµο, για ένα καλύτερο αύριο, στους Έλληνες, οι οποίοι µε τη δύναµή τους, το κουράγιο τους και την πεποίθησή τους, καταφέρνουν να καταπολεµήσουν όλες αυτές τις δυσκολίες που έρχονται στο δρόµο τους. 
Στην αρχή του έργου, ο Ήλιος, σύµβολο δικαιοσύνης, ελπίδας και αισιοδοξίας, απευθυνόµενος στην ελληνική φύση, περιγράφει το τοπίο της Ελλάδας, της ορεινής χώρας που βρέχεται σχεδόν ολόκληρη από τη θάλασσα και δηλώνει την αγάπη του γι αυτόν τον τόπο. 
Ο ποιητής ζωγραφίζει περίεργες εικόνες, σουρεαλιστικές, πλούσιες σε χρώµατα. Απεικονίζει την Ελλάδα χρησιµοποιώντας από την παλέτα του το πράσινο της ελπίδας, το κόκκινο του έρωτα και της αγάπης και το κίτρινο, το χρώµα του φωτός, το χρώµα του Ήλιου. 
Μέσα από το συµβολισµό των χρωµάτων παρουσιάζονται 2 αυτά που κάνουν τη χώρα του ποιητή, µαζί µε τη φυσική της οµορφιά, ξεχωριστή, ενώ ο προσωποποιηµένος και κοσµογυρισµένος Ήλιος, λάµποντας επάνω στη φανταστική τροχιά του, αναγγέλλει πως η Ελλάδα µε τα κίτρινα χωράφια και τις σµαραγδένιες της θάλασσες είναι η πιο αγαπηµένη του χώρα. 
 
Ο χορός των γυναικών, αποκρίνεται πως η χώρα αυτή δεν είναι όπως τη νοµίζουν πολλοί, αλλά µια φτωχή και βασανισµένη γη που τα παιδιά της τα στέλνουν κάθε τόσο να σκοτωθούν στον πόλεµο. 
Ο χορός των γυναικών λοιπόν, απευθυνόµενος στον Ήλιο, µιλάει µε λόγια πικρά για την πείνα, τους πολέµους, την ξενιτιά, τους σκοτωµούς που ταλαιπωρούν την Ελλάδα. 
Ενώ, ο ήλιος ζητά αµέσως από τους τέσσερις ανέµους να τρέξουν πάνω στη γη και να διαπιστώσουν αν όλα αυτά είναι αλήθεια. 
Οι άνεµοι αναφέρουν ότι η Ελλάδα πραγµατικά είναι µια χώρα πίκρας, αλλά ταυτόχρονα και µια χώρα παραδεισένιας οµορφιάς. 
Ο ήλιος λοιπόν, στο έργο του Ελύτη, κατέχοντας εξέχουσα θέση, λίγο το στόµα του άνοιξε κι ευθύς εµύρισε Άνοιξη, όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Ελύτης, ενώ δηλώνει τη χαρά την ελπίδα και την αισιοδοξία για την Ελλάδα. 
Στο τέλος του έργου ο ποιητής ζωγραφίζει στη φαντασία µας, την Ελλάδα. 
Ως ένας άλλος λυρικός ποιητής του 7ου αιώνα π.Χ. ζωγραφίζει την Ελλάδα σαν βαπόρι. Ο Αλκαίος τότε µιλούσε µε αλληγορικά λόγια για το τυραννικό καθεστώς της Λέσβου, και παραλλήλιζε το κράτος του, το οποίο παράπαιε µε ένα καράβι που θαλασσοδέρνεται. 
Ο Ελύτης λοιπόν, µιλάει και αυτός µε αλληγορικό τρόπο για την Ελλάδα και την ζωγραφίζει σαν βαπόρι, γιατί είναι περιτριγυρισµένη από θάλασσα, να βγαίνει στα βουνά που είναι το κύριο χαρακτηριστικό της πατρίδας µας. Βουνά, κουκουναριές, θάλασσα είναι εικόνες γνωστές κι αγαπητές της ελληνικής γης. 
Εικόνες σουρεαλιστικές, πλούσιες σε χρώµα και ήχους που µας προσφέρονται σαν σε παραµύθι και µας γεµίζουν χαρά, αισιοδοξία και νεανικότητα. 
Σε αυτόν τον επίλογο του έργου ο Ελύτης χρησιµοποιεί τις αντιθέσεις για να τονίσει τις αντιθέσεις της ελληνικής φύσης, που συσχετίζονται µε τους Έλληνες και την ιστορία τους. 
Από τη µια η Ελλάδα των ιστορικών δυσκολιών και από την άλλη η ονειρική οµορφιά της ελληνικής γης και η ιστορική δόξα της. 
Από τη µια ο αθώος και καλοκάγαθος Έλληνας κι από την άλλη το πνεύµα, του πανέξυπνου και πολυµήχανου Οδυσσέα. 
Η περιγραφή ολοκληρώνεται, µε µια αναφορά στη µακραίωνη και πολυτάραχη ιστορία της Ελλάδας, που το φορτίο της, δεν είναι άλλο, παρά βάσανα και αναστεναγµοί. ∆εν µπορεί όµως να µας µείνει η εντύπωση µιας διάχυτης απαισιοδοξίας. 
Παρακάτω τα πράγµατα αλλάζουν. 
Έτσι, επικαλείται τον Κύριο. 
Ο Χριστός, πάντα κοντά σ’ αυτή τη χώρα και στους ανθρώπους της. Αυτόν καλεί και τώρα ο ποιητής, να τον βοηθήσει να κατανοήσει, αυτά που συµβαίνουν γύρω του, στην παράξενη αυτή γωνιά της γης. Κάνοντας λοιπόν έναν απολογισµό της ιστορίας των Ελλήνων διαπιστώνει, µε απλή και αγνή περηφάνια, ότι τόσες διακυµάνσεις και δοκιµασίες, δεν κατάφεραν να εξαφανίσουν την Ελλάδα απ’ το προσκήνιο της ιστορίας. 
Στις δύσκολες στιγµές, µέσα στις πιο δραµατικές φάσεις της ιστορίας τους, οι Έλληνες αγωνίστηκαν χωρίς να φοβηθούν, χωρίς να λυγίσουν και κατάφεραν να επιβιώσουν και να περάσουν νικητές. Το έργο πραγµατικά κλείνει µε µια δυνατή φωνή χαράς µε ένα δυνατό νικητήριο σάλπισµα. 
Ο ήλιος, είναι για τον Ελύτη, σύµβολο χαράς της ελληνικής ψυχής, είναι η επιβεβαίωση της πίστης του ποιητή στη δύναµη της ζωής, στην παντοτινή λάµψη του ελληνικού πνεύµατος. 
Αναζητά όµως και µια λέξη σπάνια και έντονη, που θα βάλει την προσωπική του σφραγίδα και αυτή, στο “Τρελοβάπορο” , δεν είναι άλλη από τον “Ήλιο τον Ηλιάτορα”. 
 
Επιµέλεια κειµένου: 
Μαρία ∆εµερτζή, Εκπαιδευτικός Μουσικής – Πολιτισµολόγος

You may also like

artpointview.gr @ 2024