Franz Liszt ο γνωστός άγνωστος.
Γράφει η Εφη Αγραφιώτη
Από την καθημερινή ζωή ενός παιδιού -θαύματος μέχρι τον ταξιδευτή μουσικό και παιδαγωγό πιάνου, τον τρομερό δεξιοτέχνη και τις εκδηλώσεις υστερίας των θαυμαστριών του, η ιστορία του Φραντς Λιστ έχει πολλές ανατροπές, συμπεριλαμβανομένων μερικών μυστικιστικών αλλά και ερωτικών κρίσεων. Συνθέτης εμπνευσμένος τόσο από τη λογοτεχνία όσο και από ποίηση, ρομαντική και δύσκολη προσωπικότητα, περίεργος και ακούραστος, ο Φραντς Λιστ φαίνεται να ενσαρκώνει τέλεια τη φιγούρα του ρομαντικού σταρ μουσικού. Πέρα όμως από το έργο του και τον χαρακτήρα του, είναι επίσης στοχαστής και ερευνητής, που αναρωτιέται τόσο για το ρόλο του καλλιτέχνη στην κοινωνία όσο και για ζητήματα σωστής προβολής της μουσικής.
Το μοναχοπαίδι του Αδάμ και της Άννας Λιστ, γεννήθηκε στις 22 Οκτωβρίου 1811 στην Ουγγαρία, στο μικρό χωριό Raiding. Ο πατέρας του, ερασιτέχνης βιολοντσελίστας και πιανίστας, του δίδαξε τις πρώτες βασικές γνώσεις για να παίξει πιάνο και για να αναγνωρίσει τους κανόνες της μουσικής. Πολύ νωρίς, παρατήρησε και διέγνωσε το ταλέντο του γιου του.
«Ήταν έξι ετών όταν με άκουσε να παίζω το κοντσέρτο του Ries σε ντο δίεση ελάσσονα στο πιάνο. Ο Φραντς, ακουμπώντας πάνω από το πληκτρολόγιο, άκουγε απορροφημένος. Το βράδυ, μας τραγούδησε το θέμα του κονσέρτου. […] Αυτό ήταν το πρώτο σημάδι της ιδιοφυΐας του κατά τη γνώμη μου.” Έτσι γράφει ο πατέρας Λιστ, που δεν σταμάτησε να τον ενθαρρύνει αλλά και να τον πιέζει στο έπακρο, έχοντας στο νου του διαρκώς το πώς θα γίνει και ο γιος του αντίγραφο Μότσαρτ.
Το 1820, η οικογένεια Liszt μετακόμισε στη Βιέννη, έτσι ώστε το παιδί να μπορεί να ακούσει συμβουλές από τους πιο μεγάλους τότε δασκάλους, τον Carl Czerny και τον Antonio Salieri. Ένα χρόνο αργότερα βρισκόταν στο Παρίσι. Στην Αυστρία όπως και στη Γαλλία, άρχισαν να μιλούν για «ένα πιανιστικό φαινόμενο». Το παριζιάνικο κοινό τον ακούει να παίζει στο Théâtre-Italien, το πορτρέτο του γίνεται πρωτοσέλιδο. Αυτός συνθέτει εκείνη την εποχή την πρώτη του όπερα, τον Don Sanche, το έργο όμως αυτό του δεκατριάχρονου δεν θα σηματοδοτήσει ούτε την ιστορία της μουσικής, ούτε τη δική του ιστορία.
1838, ο Λιστ από τον ζωγράφο Henri Lehmann. Musée Carnavalet, Παρίσι.
Η καθημερινότητα του παιδιού σταρ, που μετακινείται αδιάκοπα από πόλη σε πόλη για ατελείωτες σειρές συναυλιών, δεν αρέσει ιδιαίτερα στον νεαρό Λιστ. Όταν ο πατέρας του πέθανε ξαφνικά το 1827, ο νεαρός εγκατέλειψε την συναυλιακή καριέρα του. Στο Παρίσι, με τη μητέρα του, επέλεξε να δίνει μαθήματα πιάνου και παράλληλα να επιδίδεται σε μια πολύ ακατάστατη ζωή, δίνοντας θέση και χρόνο τους πρώτους του έρωτες. Τότε ερωτεύεται παράφορα μια από τις μαθήτριές του, την Καρολίν ντε Σαιν-Κρικ. Ο πατέρας της νεαρής κοπέλας δεν επιτρέπει γάμο, με το πρόσχημα ότι ο μουσικός δεν είναι σε αρκετά καλή και σταθερή οικονομική και επαγγελματική κατάσταση. Απελπισμένος, ο Λιστ καταφεύγει στη μοναξιά και στον θρησκευτικό διαλογισμό. Οι εφημερίδες ανακοινώνουν κάποια στιγμή μέχρι και τον θάνατό του! « Αυτό ήταν το κανόνι που σε θεράπευσε», του είπε η μητέρα του.
Το 1830 ξέσπασε η Επανάσταση του Ιουλίου: για τρεις ημέρες οι κάτοικοι του Παρισιού ξεσηκώθηκαν και ανέτρεψαν τον βασιλιά Κάρολο. Εμπνευσμένος, ο Λιστ σκιαγραφεί μια επαναστατική συμφωνία, που μένει ημιτελής για 20 χρόνια.
Ο Φραντς Λιστ συνδεεται με την αφρόκρεμα της εποχής του: Βίκτορ Ουγκώ (του οποίου υπήρξε ένθερμος θαυμαστής), Λαμαρτίνος, Ονορέ ντε Μπαλζάκ, Ευγένιος Ντελακρουά, Γεωργία Σανδη. Όσον αφορά τη μουσική, συνδεθηκε με ποικιλλους τρόπους με τον Μπερλιόζ, τον Σοπέν, τον Σούμαν και τον Βάγκνερ. Μεταξύ αυτών των γνωριμιών, δύο είναι ιδιαίτερα σημαντικές. Με τον Μπερλιόζ, που ήταν παιδικός φίλος, μοιράζεται πολλές συζητήσεις για τη λογοτεχνία, τη ζωγραφική, τη μουσική. Τον δευτερο,τον Βάγκνερ, τον γνώρισε αργότερα. Εδώ υπήρξαν και ζήλιες, καβγάδες (ο γάμος του Βάγκνερ με την κόρη του Λιστ την Κοζίμα, ήταν μια αιτία). Ο Λιστ δεν τσιγκουνεύτηκε να προσφέρει την βοήθεια του για να προωθήσει τη μουσική των φίλων του. Στη Βαϊμάρη, τότε που ήταν διευθυντής χορωδίας και μαέστρος, ανέβασε τον Benvenuto Cellini του Μπερλιόζ, και τον Τανχόϊζερ και τον Λόενγκριν, του Βάγκνερ.
Wagner και Liszt, από τον Hemann Torggler © Getty
Καθοριστικό για τον Λιστ στάθηκε το έτος 1832. Το βράδυ της 9ης Μαρτίου 1832, παρακολούθησε για πρώτη φορά συναυλία του Νικολό Παγκανίνι. Έκπληκτος από τη μουσική δεξιοτεχνία του Παγκανίνι, αποφάσισε να δουλέψει μέχρι να ξεπεράσει τα μέχρι τότε όρια του στο πιάνο. Δηλώνει στην Gazette Musicale, στις 11 Φεβρουαρίου 1838 ότι το πιάνο είναι πια όπως η φρεγάτα για έναν ναύτη. Το πιάνο μου είμαι εγώ, είναι ο λόγος μου, είναι όλη η ζωή μου. Είναι ο προσωπικός χώρος για να αποθηκεύω όλα όσα αναδεύονται στον εγκέφαλό μου στις πιο ζεστές μέρες της νιότης μου.
Η τεχνική πιανιστική προσωπικότητα του Φραντς Λιστ απελευθερώνει τα πλήθη. Οι θεατές τον περιμένουν μετά τις συναυλίες, κάποιοι θαυμαστές λιποθυμούν πιάνοντας το σκισμένο άκρο ενός από τα μεταξωτά γάντια του και οι γυναίκες αντιδρούν εκστασιασμένες. Μεταξύ 1839 και 1847, ο πιανίστας έκανε ζωή…ροκ σταρ. Αυτά τα χρόνια της απίστευτης φήμης του οι μουσικολόγοι τα αποκάλεσαν Golden Age . Η επιτυχία του δεν οφείλεται βέβαια μόνο στην δεξιοτεχνική του ικανότητα, ο Λιστ εξέπεμπε έναν πλούσιο μαγνητισμό. Πίσω από το πιάνο του, το πρόσωπό του κρυμμένο πίσω από τα μακριά μαλλιά που πέφτουν μπροστά, ο Λιστ κάνει γκριμάτσες που υποβάλλουν το κοινό του. Η περίοδος δεν σηματοδότησε μόνο το κοινό του 19ου αιώνα, αλλά και την μετέπειτα ιστορία της μουσικής. Ο Λιστ επινοεί τη σύγχρονη μορφή του ρεσιτάλ, τα τρία βασικά συστατικά του οποίου είναι: ο ένας ερμηνευτής επί σκηνής, το πρόγραμμα που εκτελείται χωρίς παρτιτούρα και η ανάγκη του προγράμματος να περιέχει έργα πολλών συνθετών.
Ο Λιστ ενοχλεί μερικές φορές. Κάποιοι βρίσκουν τα προγράμματα των συναυλιών του αδιάφορα, σαν συνδυασμό έργων που μπορούν να ευχαριστήσουν το κοινό με το υπερβολικό παίξιμο αλλά ως εκεί. Μια επόμενη εποχή ξεκινά για τον Λιστ όταν μετακινήθηκε στη Βαϊμάρη, αλλά κι εκεί οι φανατικοί υπερ και οι φανατικοί εναντίον ικανοποιούνται να διαφωνούν όχι μόνον στο ρόλο του ως πιανίστα αλλά και ως διευθυντή ορχήστρας. Τον Δεκέμβριο του 1858, στο θέατρο της Βαϊμάρης, ξέσπασε μια βίαιη αναταραχή μεταξύ των υπερασπιστών και των επικριτών του που τον ανάγκασε να διακόψει την ενασχόληση με την διεύθυνση. Τώρα όμως μπαίνει στην εποχή των ώριμων δύο ερώτων που σημάδεψαν τη ζωή του βαθιά: Marie d´Agoult και Caroline Wittgenstein. H Marie d’Agoult με ανδρικό ψευδώνυμο Daniel Stern, γράφει και δημοσιεύει το μυθιστόρημα: Nélida, στο οποίο αναφέρεται σε μια νεαρή αριστοκράτισσα που ερωτεύτηκε παράφορα έναν καλλιτέχνη.
Marie d’Agoult, alias Daniel Stern
Ως έφηβος, υποφέροντας από μοναξιά, ο Λιστ κατέφυγε στη μελέτη θρησκευτικών βιβλίων. Ο νεαρός μουσικός σκεφτόταν και το να γίνει ιερέας. Μετά το θάνατο του πατέρα του ο Φραντς φαντάζεται τον εαυτό του να υπηρετεί την ευσεβή ζωή. Τελικά αφού διάβασε πολύ και μαθήτευσε με τον ιερέα και φιλόσοφο Lamennais, ξέσπασε δημιουργικά με τη σύνθεση θρησκευτικών έργων. Το 1865, προς έκπληξη των γύρω του κάνει τη θρησκευτική του φιλοδοξία πραγματικότητα.
Ο Λιστ γράφει προσωπικές επιστολές, αλλά και άρθρα για το Paris Musical Gazette. Βρίσκεται επίσης στην αρχή ενός δοκιμίου για τον Σοπέν, που δημοσιεύτηκε το 1850, καθώς και ένα έργο για τη τσιγγάνικη μουσική. Ως συνθέτης, αναρωτιέται: ποια θέση μπορεί να καταλάβει ο καλλιτέχνης στην κοινωνία; Ποια είναι η κατάσταση της Τέχνης σε σχέση με τον Θεό; Ερωτήσεις και συνομιλίες που τον έκαναν να ενταχθεί στην μασονική στοά στη Φρανκφούρτη το 1841 αν και δεν υπήρξε ιδιαίτερα τακτικός. Μέχρι τα τελευταία χρόνια της ζωής του, συνέχισε να ταξιδεύει, αφοσιώθηκε ιδιαίτερα στη διδασκαλία και τη σύνθεση πάντα ακούραστος. Τα ταξίδια του τρέφουν την κοσμοπολίτικη ταυτότητά του: αν και γεννήθηκε στην Ουγγαρία, εκπαιδεύτηκε στη Βιέννη και στο Παρίσι. Στην πραγματικότητα, όπως γράφει στα γραπτά του, κάθε ένας, όσο πιστός πρέπει να είναι στην πατρίδα του τόσο πιστός και στις χώρες υποδοχής του. Με το ίδιο πάθος πρέπει να προσφέρει σε όλα τα κέντρα μουσικής δημιουργίας. Στόχος είναι ένας: το ουσιαστικό ενδιαφέρον για τη μουσική του μέλλοντος.