ΝΙΝΑ ΜΠΕΡΜΠΕΡΟΒΑ  Τσαϊκόβσκυ, Η ιστορία μιας μοναχικής ζωής

Γεννήθηκε τον Αύγουστο του 1901, υπήρξε σπουδαία ποιήτρια και συγγραφέας. Ο λόγος της γλαφυρός, μεστός, ερευνητικός, ουσιαστικός. Διαβάστε το βιβλίο της για τον Τσαϊκόβσκυ, που με γνώση και λεπτολόγο διάθεση μετάφρασε από τα ρωσικά ο Γιώργος Πλουμπίδης. Θα ενθουσιαστείτε όχι μόνον από την ποιότητα της αφήγησης αλλά και από το ιστορικό περιεχόμενο, που περιδιαβαίνει τη ζωή του υπέροχου μουσικού, μη παραλείποντας ούτε τα απλά ούτε τα δύσκολα της ζωής και του έργου του. Ένα πολύ μεγάλο μπράβο για την πρωτοβουλία να μεταφραστεί το βιβλίο στα ελληνικά, έστω κι αν από το 1936 (που γράφτηκε ως Chaikovskii: istoriia odinokoi zhizni, στα ρωσικά) μέχρι σήμερα πέρασαν δεκαετίες και μεταφράστηκε σε πάμπολλες γλώσσες, σχεδόν είκοσι, αλλά, όπως μας ενημερώνει ο Γιώργος Πλουμπίδης, όχι στα αγγλικά. Προσωπικά παραμένω μαγεμένη, το διάβασα τουλάχιστον πέντε φορές ως αυτή τη στιγμή. Επανέρχομαι λοιπόν, προτείνω σε όλους να το διαβάσετε, έχετε ή όχι κλασικές μουσικές και λογοτεχνικές ευαισθησίες.

Η έκδοση του 2010

Προσωπικότητα δομημένη μέσα στην Επανάσταση του 1917, κόρη μιας αστικής οικογένειας, έγραφε ποίηση από μικρό παιδάκι στην πατρίδα της. Από πολύ νέα η ανεξάρτητη αυτή γυναίκα απέκτησε γνωριμίες με προοδευτικούς στοχαστές και συγγραφείς. Το 1922 αναγκάστηκε να φύγει από την Πετρούπολη μαζί με τον ποιητή σύζυγό της Βλαντισλάβ Χοντάσεβιτς, που ίσως αναγνωρίζετε τους στίχους του από την υπέροχη Λήδα του (1921): Απλώνεται το πρωινό σκοτάδι: Εκείνη έρχεται από μακριά σχεδόν αθόρυβα, σαν να λάμπει. Σαν να πρόσφερε στον Άγγελο της Πτώσης το ελεύθερο της χέρι. Κατηγόρησαν τους πολιτικούς της πατρίδας τους ότι τουφεκίζουν τους συγγραφείς.

Η περιπλάνηση στον κόσμο έφερε την Μπερμπέροβα αντιμέτωπη με τεράστιες δυσκολίες αλλά την ικανοποίησε και με ευτυχείς συγκυρίες. Στο Σορρέντο της Ιταλίας για παράδειγμα, η Μπερμπέροβα γνωρίζει το 1925 τον Μαξίμ Γκόργκυ!

Στην αυτοβιογραφία της (Kursiv moj) που στα αγγλικά μεταφράστηκε The Italics are Mine (Harcourt, Brace & World, 1969) μιλά διεξοδικά για την εξορία στο Βερολίνο, για το θάνατο του συντρόφου της το 1939, για την εποχή που έζησε στην Πράγα και στο Παρίσι (μέχρι το 1950). Μετά, ταλαιπωρημένη, εξαθλιωμένη, σαν τους εμιγκρέ της εποχής εκείνης, αποφασίζει να πάρει το πλοίο για να πάει στην Αμερική. Εκεί η ζωή της βελτιώθηκε, η ίδια αναγνωρίστηκε, διορίστηκε καθηγήτρια ρωσικής λογοτεχνίας στα πανεπιστήμια του Γέηλ και του Πρίνσετον, τα οποία αργότερα της απένειμαν τον τίτλο του επίτιμου διδάκτορα. Η Νίνα Μπερμπέροβα πέθανε το 1993 στη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ σε ηλικία 92 ετών.

Μαθαίνει κανείς την ιστορία του αιώνα μέσα από το λογοτεχνικό διάβα της σπουδαίας αυτής συγγραφέως. Στα κείμενα της συνδυάζει λογοτεχνική ευαισθησία και ιστορική αλήθεια και μιλάει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο για τη μουσική.
Σπουδαίο είναι το βιβλίο της L’Accompagnatrice, που εκδόθηκε στα γαλλικά το 1985 και ανέβηκε χρόνια πριν ως θεατρική παράσταση στην Αθήνα, από νέους ηθοποιούς της σχολής θεάτρου της Δήμητρας Χατούπη, στο «Βαφείο»: στη Ρωσία μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση μια όμορφη σοπράνο και μια άσχημη, φτωχή ακομπανιατρίς δένονται αρχικά με τη μουσική, αλλά δημιουργούν μια αμφιλεγόμενη σχέση εξάρτησης και αντικρουόμενων συναισθημάτων, καθώς η σκληρή πραγματικότητα πυροδοτεί ανάμεσα στη Σόνια και τη Μαρία ζήλεια, νοσταλγία και αδιέξοδο ανταγωνισμό, σκοτώνοντας σε πολύ μεγάλο βαθμό τη δημιουργική δύναμη της μουσικής τους επικοινωνίας. Η ιστορία δύο διαφορετικών κόσμων, μια προφητική ανάγνωση της ιστορίας της ρωσικής επανάστασης και της κατάληξής της. Μια συμπλεγματική σχέση αφέντη-υπηρέτη, που προβλέπει με εντυπωσιακή δύναμη την δαιδαλώδη εξέλιξη του δυτικού τρόπου σκέψης. Και το μήνυμα; μόνον ο πολιτισμός μπορεί να μας σώσει. Διαβάστε το βιβλίο στα ελληνικά από τις εκδόσεις Αιγόκερος (2008).


Στην εργογραφία της Μπερμπέροβα δεν υπάρχει σχεδόν κανένα βιβλίο που να απουσιάζει η αναφορά στην τέχνη. Μέσω αυτής η συγγραφέας παράγει και αξιοποιεί πάντα τους δυνατούς συμβολισμούς της. Στα ελληνικά σας προτείνω να διαβάστε και το Αυτά τα γράμματα είναι δικά μου (εκδόσεις Λιβάνη) και τη Σιδηρά Κυρία (εκδόσεις Μελάνι).
Υποθέτω ότι γίνεται σαφές το πόσο θαυμάζω την συγγραφέα. Και ο Τσαϊκόβσκυ; Πώς η Μπερμπέροβα ασχολήθηκε με την ιστορία της μοναχικής ζωής του;

Ο συνθέτης το 1880

Ήταν για τους συμπατριώτες του ο πιο αγαπημένος Ρώσος συνθέτης, πιθανώς μάλιστα να μην έχει χάσει το θρόνο του. Aν και ομοφυλόφιλος σε μια εποχή που η εξουσία επισήμως απαγόρευε τη σχέση μεταξύ ανδρών και η ιδέα και μόνον προκαλούσε αντιδράσεις στον απλό λαό, τον αποχαιρέτησαν 8.000 θαυμαστές της μουσικής του στην κηδεία του! Οι περισσότεροι ίσως γνώριζαν βέβαια, αν και δεν το ομολογούσαν, ότι η ομοφυλοφιλία στα στρώματα της εξουσίας δεν ήταν και τόσο σπάνιο φαινόμενο πουθενά στον κόσμο.
Ο Τσαϊκόβσκυ ήταν πράγματι ένας μοναχικός, τρυφερός άνθρωπος; Και αν ναι, γιατί κατέληξε στα χρόνια της επιτυχίας τόσο δυστυχής; Η Μπερμπέροβα έχει γράψει και για άλλους μουσικούς πχ για τον Μποροντίν, αλλά σχετικά με τον Τσαϊκόβσκυ, τι την οδήγησε στην «αποκατάσταση» ή την «απομυθοποίηση» της δικής του προσωπικότητας; Η ίδια αναφέρει ως πρώτο λόγο «το γεγονός ότι στη δεκαετία του 1930 γράφονταν βιογραφίες και αυτή ήθελε πολύ να φλερτάρει με το είδος». Αυτό είναι βέβαια το κερασάκι. Ο ουσιαστικός λόγος ήταν ότι η γενιά που γνώρισε καλά (και επομένως είχε εμπειρίες να μοιραστεί) είχε ανθρώπους ολκής και αδιαμφισβήτητου κύρους, όπως ο Τσαϊκόβσκυ, αλλά αποδημούσε σιγά-σιγά, επομένως λιγόστευαν οι ουσιαστικές μαρτυρίες σχετικά με τη ζωή τους και την τέχνη, έτσι όπως αυτοί την υπηρέτησαν, σε πραγματικές συνθήκες και μέσα στο περιβάλλον που επέβαλαν οι ιστορικές αλήθειες. Η βιογραφία λοιπόν τέτοιων ανθρώπων με το πέρασμα του χρόνου όλο και θα καθίστατο εξ ανάγκης νουβέλα. Η συγγραφέας αποφάσισε να κάνει το μεράκι διήγημα και να προσθέσει τη δική της μελέτη και έρευνα στη «μόδα» της βιογραφίας. Μνήμες, ημερολόγια, αλληλογραφίες… δεν είναι μια μουσική αναφορά ούτε μια μουσικολογική σπουδή αυτό το βιβλίο, είναι μια διήγηση που σέβεται τις σημαντικές λεπτομέρειες, δεν διστάζει να τις πλέξει με τα γενικότερα δεδομένα και δεν γίνεται ούτε για ένα λεπτό αδιάφορη και πληκτική! Μιλάει για όλα και δεν προκαλεί ούτε στα πιο προκλητικά σημεία της βιογραφίας. Ο Γκλαζούνοφ και ο Σέργιος Ραχμάνινοφ ανήκουν στην ομάδα των ανθρώπων που ήξεραν πολλά για τον Τσαϊκόβσκυ και μίλησαν στη συγγραφέα γι’ αυτόν. Εξ ίσου καλά τον περιέγραψαν οι φίλοι, οι άνθρωποι της εξουσίας, οι ανταγωνιστές, οι συγγενείς, οι συμμαθητές, μη αφήνοντας έξω ούτε τις μουσικές του αναζητήσεις αλλά ούτε και τους έρωτες, από τα χρόνια των δύσκολων εφηβικών προσπαθειών μέχρι το τέλος. Από τα ευτυχισμένα μικρά του χρόνια της δεκαετίας του 1840 μέχρι τα γκρίζα επόμενα μέχρι το 1893. Ο Τσαϊκόβσκυ έγινε διάσημος, αποδεκτός, στα τελευταία χρόνια του μπορούσε να ταξιδεύει, να χαίρεται τις επιτυχίες του, να εκτιμήσει τον εαυτό του. Κι όμως, κατέληξε με τρόπο που σήκωσε πολλές συζητήσεις και οι αντιφάσεις της διαδρομής του πολύ δύσκολα εξηγούνται. Μήπως είναι αλήθεια ότι  ένας άνθρωπος όσο πιο σημαντικός θεωρείται, τόσο πιο μοναχικός καθίσταται; Είναι κανόνας ή εξαίρεση ο Τσαϊκόβσκυ;

Το βιβλίο που μετέφρασε ο Γιώργος Πλουμπίδης αποτελείται από 390 περίπου σελίδες στην ελληνική του μορφή. Δικαιολογημένα μπορεί να εκτιμηθεί συνολικά, σαν μια ακέραιη, συνεχής, σφιχτοδεμένη διήγηση, περιγραφή μιας εποχής, μιας νοοτροπίας, μιας πολιτικής και κοινωνικής συγκυρίας, άλλοτε ιδεολογικά τίμιας κι άλλοτε αλλόκοτης. Ένα βιβλίο που δεν πρέπει να λείπει από τη βιβλιοθήκη κανενός, εξαιρετικά μεταφρασμένο, από έναν άνθρωπο με σοβαρή εμπειρία και γνώση γύρω από τη ρωσική μουσική αλλά και τέλειο γνώστη της ρωσικής γλώσσας, τον συνθέτη, επιμελητή και μεταφραστή μουσικών βιβλίων και σοβαρό καθηγητή θεωρητικών Γιώργο Πλουμπίδη, που μελέτησε για πολλά χρόνια μουσικολογία και μουσική στο Ωδείο Τσαϊκόβσκυ της Μόσχας.

Το βιβλίο που μας δίνει αυτή την ευκαιρία δεν είναι το πρώτο που κυκλοφορεί στα ελληνικά σχετικά με τη ζωή του Τσαϊκόβσκυ, αν και το προηγούμενο, αυτό με τον τίτλο Δικαστήριο τιμής: η ζωή και ο θάνατος του Τσαϊκόφσκι του Γάλλου συγγραφέα Ντομινίκ Φερναντέζ, χρησιμοποιεί τη μυθιστορηματική τεχνική κυρίως, άρα έντονο υποκειμενισμό και δεν είναι βιογραφία.

1893, λίγο πριν το τέλος: Λάδι, του ζωγράφου Nikolaï Kuznetsov, που
εκτίθεται στην Πινακοθήκη Tretiakov.

Με την τεχνική της γραφής του ο Φερναντέζ πλάθει τον κύριο όγκο του βιβλίου πάνω στην τελευταία εποχή, στο θάνατό του. Επισήμως ο θάνατος οφείλεται σε επιδημία χολέρας. Οι αρχές δήλωσαν ότι η επιδημία δεν ήταν φιλόμουση, γι’ αυτό χτύπησε και τον δημιουργό της Ντάμα Πίκα και του Ευγένιου Ονιέγκιν. Το περίεργο είναι πως αυτή η επίσημη εκδοχή κανέναν δεν έπεισε, λέει ο Φερναντέζ. Το Δικαστήριο τιμής στήθηκε για να τιμωρήσει τον συνθέτη και να τρομοκρατήσει και τους πολλούς ακόμα ομοφυλόφιλους προβεβλημένους που πρόσβαλλαν την ηθική της πατρίδας τους. Ακούστηκε εξ άλλου ότι είχε σχέσεις με πρόσωπα κοντινά στις «¨μεγάλες» οικογένειες της εποχής. Ο Φερναντέζ υποστηρίζει, ότι ο συνθέτης ήπιε μονορούφι μεγάλη δόση αρσενικού για να δώσει τέλος στο μαρτύριο του, ένα βήμα πριν την αναγγελία της καταδίκης του από το Δικαστήριο Τιμής. Γεγονός είναι ότι μετά από λίγες μέρες πέθανε (σύμφωνα με το βιβλίο αυτό) όχι από χολέρα προερχόμενη από μολυσμένο νερό. Απόδειξη για τον Φερναντέζ είναι το γεγονός ότι το φέρετρο αντί να σφραγιστεί έμεινε ανοιχτό (κατά το ορθόδοξο έθιμο) και ότι ο νεκρός δέχτηκε έτσι τον τελευταίο ασπασμό χιλιάδων θαυμαστών του.

Η Μπερμπέροβα δίνει πιο πολλές ιστορικές πληροφορίες – μαρτυρίες σχετικές με την τελευταία πράξη της ζωής του: Όταν στις αρχές Οκτωβρίου 1893 πήγε στην Αγία Πετρούπολη να διευθύνει την τελευταία- Συμφωνία (που δεν σημείωσε την επιτυχία που αυτός περίμενε) ήταν ήδη άρρωστος, υπέφερε από γαστρικής φύσεως προβλήματα και η σόδα με την οποία προσπαθούσε να βοηθηθεί δεν του πρόσφερε τίποτα. Κάποιοι παλιοί φίλοι του έδωσαν μεγάλη χαρά με την παρουσία τους εκεί, τον φρόντισαν, τον στήριξαν, κάποιοι άλλοι δυστυχώς ήταν ήδη νεκροί, κάτι που μεγέθυνε την κατάθλιψή του. Μετά από ένα γεύμα, αντί για το ρετσινόλαδο που θα έπρεπε να πάρει σαν γιατρικό, ήπιε νερό από την κανάτα, αλλά νερό άβραστο, μολυσμένο. Εμετοί, σπασμοί, πόνοι αβάσταχτοι. Χολέρα λέει μόνος του, οι φίλοι και οι νοσηλευτές προσπαθούν όσο μπορούν να τον συνεφέρουν για ώρες και μετά, το τέλος. Η μάνα του, σαράντα χρόνια πριν είχε πιεί το ίδιο μολυσμένο νερό, από την άλλη μεριά του Νέβα ποταμού. Όπως κι αν είναι τα πράγματα, στην αρχή ήδη του βιβλίου η Μπερμπέροβα μας δίνει μια πληροφορία για το πώς διαδόθηκε από τις απογόνους του Ρίμσκι Κόρσακοφ το ότι ο συνθέτης αυτοκτόνησε πίνοντας αρσενικό. Η μία εγγονή του ήθελε να παντρευτεί τον Τσαϊκόβσκυ (και η άλλη τον Μουσσόργκσκυ, κάτι που δεν έγινε όμως τελικώς. Η αποτυχία προκάλεσε δηλαδή μακρόβιο θυμό και οδήγησε στο ψέμα περί αυτοκτονίας.

Ναι, είναι ο ίδιος άνθρωπος, αυτός που για κάποιες έστω σύντομες εποχές κατάπινε αχόρταγα τη ζωή, χαιρόταν τα ταξίδια, απολάμβανε το κάθε τι, ο άνθρωπος που έξι ετών μπορούσε να μιλάει δύο ξένες γλώσσες και να μελετά με πάθος μουσική στις πιο αντίξοες συνθήκες.
«Μη νομίζεις ότι ονειρεύομαι να γίνω μεγάλος καλλιτέχνης. Θέλω μόνο να κάνω αυτό στο οποίο έχω κλίση».. έγραφε νεαρός ακόμα, στην αδελφή του. «Είτε γίνω μεγάλος συνθέτης, είτε φτωχός δάσκαλος μουσικός, η συνείδησή μου θα είναι ήσυχη και δεν θα έχω το βαρύ δικαίωμα να παραπονιέμαι για τη μοίρα μου και για τους ανθρώπους».