Η Μεσόγειος της ποίησης και της έμπνευσης

Γράφει η Πέρσα Κουμούτση //

 

Λίγα λόγια για την ποιητική συλλογή του Ζοάο Λουίς Μπαρρέτο Γκιμαράες, «Μεσόγειος», σε μετάφραση από τα Πορτογαλικά της Μαρίας Παπαδήμα, εκδόσεις Νήσος

 

Η συλλογή του Πορτογάλου  ποιητή Ζοάο Λουίς Μπαρρέτο Γκιμαράες  εγκαινιάζει τη σειρά ποίησης  των εκδόσεων νήσος σε μετάφραση από τα πορτογαλικά της Μαρίας Παπαδήμα που επιμελείται και τη σειρά, η οποία φιλοδοξεί να αναδείξει, όχι μόνο σημαντικές φωνές της περιοχής της Μεσογείου και των ‘πέριξ’ περιοχών της, αλλά και τις σημαντικές αλληλεπιδράσεις και τις γόνιμες διασταυρώσεις που προκύπτουν μέσα από αυτήν την γοητευτική και βεβαίως πολυφωνική πολιτισμική ‘ζύμωση’. Άλλωστε η Μαρία Παπαδήμα περιφέρεται μεταφραστικά στη λεκάνη της Μεσογείου εδώ και τρεις τουλάχιστον δεκαετίες. Τα ταξίδια αλλεπάλληλα, οι γνωριμίες πολλές, οι ‘συστάσεις’ ποικίλες και εξαιρετικά ενδιαφέρουσες. Μας γνώρισε τον Πορτογάλο ποιητή Φερνάντο Πεσσόα, και άλλους σπουδαίους συγγραφείς της Νοτιοδυτικής Ευρώπης, κι από την Πορτογαλία, (που αν και γεωγραφικά δεν βρέχεται από τη Μεσόγειο θάλασσα, αλλά υπάγεται συναισθηματικά, δημιουργικά και ιδιοσυγκρασιακά σε αυτή, όπως υποστηρίζει η ίδια σε κείμενό της),  μας μετέφερε στην Αφρική, και συγκεκριμένα στη Μοζαμβίκη και στην Αγκόλα με τον μεγάλο Πορτογάλο συγγραφέα Αντόνιο Λόμπο Αντούνες  αλλά και τον Αγκολέζο συγγραφέα, Οντζάκι, μεταφράζοντας το έργο του «Οι διάφανοι».

Η τελευταία της, ωστόσο, μεταφραστική δουλειά εδραιώνει την άποψή της, αλλά και τη δική μου, ότι ακόμη κι αν γεωγραφικά η Πορτογαλία δεν ανήκει στην Μεσόγειο, πολιτισμικά προσαρτάται  σε αυτήν –«αν λάβουμε υπόψη μας ότι μυθικός ιδρυτής της Λισαβόνας είναι ο Οδυσσέας εξ ου και το όνομά της», επισημαίνει η μεταφράστρια. Η συλλογή του σύγχρονου Πορτογάλου ποιητή João Luis Barretto Guimarães, η πρώτη της σειράς, φέρει και ως τίτλο της τον γεωγραφικό προσδιορισμό «Μεσόγειος», καταδεικνύοντας τη δύναμη της επιρροής και της γοητείας που ασκεί σε όλους ανεξαίρετα τους δημιουργούς, ακόμα και σε εκείνους που (μόνο) ‘τυπικά’ δεν ανήκουν σε αυτή. Έτσι ο αναγνώστης θα περιπλανηθεί σε τόπους γνώριμους και σε θέματα, ζητήματα και γεγονότα που είναι οικεία, ‘ιδωμένα’ ωστόσο από μια διαφορετική οπτική και εκφρασμένα σε μια διαφορετική και ενδεχομένως ‘αλλότρια’ ποιητική γλώσσα που η Μαρία Παπαδήμα την καθιστά οικεία και προσιτή, ‘ανασυστήνοντας’ μέσω της εξαιρετικής της απόδοσης (και το λέω αυτό με πλήρη συνείδηση ως μεταφράστρια ποίησης, γνωρίζοντας τις δυσκολίες μιας τέτοιας λογοτεχνικής ‘μεταγραφής σε μια άλλη γλώσσα) τόπους, περιστατικά, μύθους και κυρίως πρόσωπα της Ιστορίας που έχουν περάσει πλέον στη σφαίρα του «μυθικού», για να μας συμπαρασύρει μαζί της, και βεβαίως μέσα από τους στίχους του σπουδαίου αυτού ποιητή σε μια διαφορετική διάσταση και αίσθηση της Μεσογείου. Έτσι, ιστορικά πρόσωπα, όπως ο Ιπποκράτης, ο Πίνδαρος ο Φειδίας, ο Οδυσσέας, η Υπατία, και άλλα πολλά παρελαύνουν και συστήνονται εκ νέου στον αναγνώστη μέσα από μια διαφορετική διάσταση και οπτική που επιμένει βεβαίως να εμπνέει και να καθηλώνει. Ο ποιητής μέσω των στίχων της συλλογής διατρέχει γνώριμους και εμβληματικούς τόπους της Μεσογείου, αρχής γενομένης από την Γαλλία, συνεχίζει με την Ιταλία, την Ιταλία, την Ελλάδα, το Ισραήλ, το Μαρόκο, την Τουρκία, τη Μάλτα, την Αίγυπτο, επικεντρωνόμενος ωστόσο, σε δυο από τους παλαιότερους πολιτισμούς της, τον ελληνικό και τον ρωμαϊκό. Δυο πολιτισμοί που ανέκαθεν ενέπνευσαν τους δημιουργούς και εν γένει τη λογοτεχνία, ανεξάρτητα από την καταγωγή ή την προέλευσή τους. Εξάλλου, η συλλογή ανοίγει και κλείνει με μια φράση του Κροάτη διανοούμενου Predrag Matvejević (1932-2017) από το βιβλίο του Μεσογειακό υμνολόγιο«Δεν γνωρίζουμε με σιγουριά μέχρι πού φτάνει η Μεσόγειο… Οι σοφοί της Αρχαιότητας δίδασκαν ότι τα όρια της Μεσογείου είναι εκεί όπου σταματάει  η ελιά».            

Όλα αυτά όμως θα ήταν ‘άνυδρα’, αν ο ποιητής είχε σταματήσει στον μύθο και την Ιστορία και δεν είχε ‘προσθέσει’ σ’ αυτά τα προσωπικά του στοιχεία, τη δική του ‘συνειδησιακή’ φωνή, που συνυπάρχει και διακλαδώνεται με μια έντονα υπαρξιακή διάσταση που διαπνέει και καθρεφτίζεται σε όλα σχεδόν τα ποιήματα της συλλογής. Με απλά λόγια αν δεν είχε «συνυφάνει» την Ιστορία, τα γεγονότα και τα πρόσωπα με την  προσωπική φιλοσοφική του θεώρηση, και τη θέασή του για τον κόσμο μας σήμερα, και το πετυχαίνει με απλότητα και θαυμαστή ενάργεια εικόνων και συλλογισμών, καθιστώντας τον αναγνώστη συμμετέχοντα ακροατή ή και συνομιλητή του «…Τυχερός που δεν είμαι Αιγύπτιος/ (ή /Ασσύριος ή απ’την Ουρ)// και ο ήλιος είναι μονάχα ήλιος/ (το φεγγάρι: τίποτα πέρα από φεγγάρι) /καθαρή γεωμετρία για να προβλέπουμε παλίρροιες και βροχές/ στο ημερολόγιο..». Ενώ και στο ποίημα του «Μεσογειακό τραγούδι»,  θέλοντας να επισημάνει τη ρευστότητα, αλλά και τη παντοδυναμία του Χρόνου που ο άνθρωπος πολλάκις προσπάθησε να ‘αιχμαλωτίσει’ μέσα στα ‘αθάνατα’ έργα που δημιουργεί, αναφέρει με μιαν αδιόρατη ειρωνεία, που θα έλεγα ότι  ανιχνεύεται σε αρκετούς από τους στίχους του «… Ιδού η Ακρόπολη της Λίνδου/ (που/εγκατέλειψαν οι θεοί)/ ένας ναός που ο Φειδίας αγάπησε και που ο χρόνος έχει αναλάβει τη δουλειά ενός σπουδαίου γλύπτη να τελειώσει./ Τώρα/σειρά της θάλασσας να μας αγγίξει /(η εσωτερική αρχέγονη θάλασσα/ το αμνιακό υγρό)/που χτες την έσκιζαν τα κουπιά απ’ τη Φοινίκη ως την Καρθαγένη./ Αυτή είναι η θάλασσα του Οδυσσέα (που/ μαστίγωσε ο Ξέρξης)/ μια θάλασσα που/ δεν είναι παρελθόν/(γιατί το παρελθόν είναι παρόν) /όπου ο χρόνος περνάει αργά γιατί κινείται σταματημένος ‒/όπως οι γάτες στα ερείπια /(σκοτώνοντας τον /χρόνο/με τον χρόνο)/ και διώχνοντας με την ουρά τους εχθρούς/φανταστικούς».

Ενώ στο ποίημα του με τίτλο «Οι αργοναύτες στην Οία» και υπότιτλο το ωραίο ταξίδι, εμπνευσμένο από το Κ Π Καβάφη, ο ποιητής αναφέρει στον ίδιο τόνο, επικρίνοντας τρόπον τινά την αφροσύνη του ανθρώπου και την τάση του να περιφρονεί την απλότητα και την ομορφιά που τον περιβάλει στοχεύοντας συχνά σε μια υπερβατική ερμηνεία των πάντων, αντί να την απολαμβάνει, χωρίς περιορισμούς και αναγωγές.« Για ορισμένους/ τα πέρατα της γης είναι με βεβαιότητα/τα πέρατα του κόσμου. Για άλλους τα/πέρατα του κόσμου είναι η αρχή του ταξιδιού…»/ «..Τι ωραία λοιπόν να μπορώ να μην ξέρω/να επιλέγω την άγνοια/να ξαπλώνω και να κοιτάζω τον ουρανό /(τη στέγη του παντός)/χωρίς να διαβάζω θεϊκές /προθέσεις/ή εξηγήσεις για τα ανθρώπινα…» Κατ’ αυτόν τον τρόπο ξεδιπλώνεται η σκέψη του σε όλο το φάσμα της συλλογής ενώ όλα σχεδόν τα ποιήματα, λειτουργούν  όπως ανέφερα  ως «διάμεσοι» πολιτισμικής ‘σύζευξης’, με επίκεντρο την δική του προσωπική αποτίμηση για τη ζωή και τον άνθρωπο σήμερα.

 

Η στέγη του παντός

 

Ο ουράνιος θόλος στη Ρόδο το βράδυ αυτό του Αιγαίου

είναι ένα θέατρο διαφορετικό

από αυτό που ατένισε

η Υπατία. Τυχερός που δεν είμαι Αιγύπτιος (ή

Ασσύριος ή

απ’την Ουρ) και ο ήλιος είναι μονάχα ήλιος

(το φεγγάρι: τίποτα πέρα από φεγγάρι)

καθαρή γεωμετρία για να προβλέπουμε παλίρροιες

και βροχές

στο ημερολόγιο. Τι ωραία λοιπόν να μπορώ να μην ξέρω

να επιλέγω την άγνοια

να ξαπλώνω και να κοιτάζω τον ουρανό

(τη στέγη του παντός)

χωρίς να διαβάζω θεϊκές προθέσεις

ή εξηγήσεις

για τα ανθρώπινα. Το Θείο είναι να μπορείς να βλέπεις

αλλά να χαμηλώνεις αμέσως το βλέμμα ‒

σαν την τραυματισμένη παπαρούνα

που ώρες μετά που την ξεχώρισες

παραδίδει το πνεύμα με μια υπόκλιση μπροστά στο μυστήριο

του κόσμου.

 

Ζοάο Λουίς Μπαρρέτο Γκιμαράες

 

Οι αργοναύτες στην Οία

το ωραίο ταξίδι

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ

 

Για ορισμένους  τα

πέρατα της γης είναι με βεβαιότητα

τα πέρατα του κόσμου. Για άλλους τα

πέρατα του κόσμου είναι

η αρχή του ταξιδιού. Δώστε τους

μια βάρκα με κουπιά και κανείς δεν θα ξέρει να πει

αν έκανε καλά αυτός

που διέσχισε το άγνωστο Αιγαίο αν

η ψιθυριστή αμφιβολία αυτού που μένει ‒

είναι τελικά το ταξίδι.

 

Το αργό τραγούδι του Αλλάχ

 

Θα ’πρεπε των γλωσσών να ’χεις το χάρισμα για να μην

χαθείς στους ήχους της πλατείας Τζεμάα Ελ-Φνα. Ένας

αλχημιστής απ’ τη Συρία ένας Αλγερινός κομπογιαννίτης

ένας αγωγιάτης απ’ την Τύνιδα ο

Μαροκινός νερουλάς ‒

όλοι

ζητούν την ψυχή σου όλοι

θέλουν το χέρι σου μέσα σε μια απέραντη γλωσσολαλιά

που πυρώνει ο

Σιρόκος. Δεν έχεις δει τίποτα ακόμη καλή μου

αν ακόμη δεν έχεις δει αυτό: απ’

την κορφή του μιναρέ στην αγορά του Μαρακές

το κάλεσμα του μουεζίνη που επιμένει

ότι ο Μωάμεθ είναι ο προφήτης (και

μοναδικός Θεός ο Αλλάχ)

σ’ αυτό το τραγούδι που  ο ξένος

σιγομουρμουρίζει

(αθώος και ευτυχής) με προφορά

«σχεδόν»

αραβική.

 

Μαρία Παπαδήμα, μετάφραση

 

Μεσογειακό τραγούδι

 

Ήδη

έχουμε δει τα πάντα δοκιμάσει τα πάντα ακούσει τα πάντα

τις επινίκιες ωδές του Πινδάρου

κρασί και λάδι εξαίσια) στις

πλαγιές όπου ο Ζέφυρος φέρνει στα πανιά από δυσμάς

μια μυρωδιά υγρή και

παγωμένη. Ιδού η Ακρόπολη της Λίνδου (που

εγκατέλειψαν οι θεοί) ένας

ναός που ο Φειδίας αγάπησε και που ο χρόνος

έχει αναλάβει τη δουλειά

ενός σπουδαίου γλύπτη να τελειώσει.  Τώρα

σειρά της θάλασσας να μας αγγίξει (η

εσωτερική αρχέγονη θάλασσα

το αμνιακό υγρό)

που χτες την έσκιζαν τα κουπιά απ’ τη Φοινίκη ως την

Καρθαγένη. Αυτή είναι η θάλασσα του Οδυσσέα (που

μαστίγωσε ο Ξέρξης) μια θάλασσα που

δεν είναι παρελθόν

(γιατί το παρελθόν είναι παρόν) όπου ο

χρόνος περνάει αργά γιατί κινείται σταματημένος ‒

όπως οι γάτες στα ερείπια (σκοτώνοντας τον

χρόνο

με τον χρόνο) διώχνοντας με την ουρά τους εχθρούς

φανταστικούς.