ΣΠΟΝΔΗ ΣΤΟ ΓΑΛΑΖΙΟ: ‘Ισως θα είχε νόημα να αποδεχτεί κανείς το εύκαμπτο της σκέψης του άλλου.

Συνέντευξη Ρίτσα Μασούρα docx

– Πώς ξεκίνησε το δημιουργικό ταξίδι;

Ένα ταξίδι δύσκολα βρίσκει την αφετηρία του. Ίσως γιατί στη διαδρομή ξεχνάς πώς ξεκίνησες και από πού. Για μένα η αρχή βρίσκεται βαθιά ριζωμένη μέσα μου, στα σπλάχνα που προσπάθησα πάντα να προστατεύσω, στο νου που ταξίδευε από την εμβρυακή ηλικία. Πάντα υπήρχαν τα πάντα μέσα μου. Το ότι μερικά βιώματα ή μερικές εικόνες της ζωής μου τις “ακούμπησα” πάνω στον στίχο δεν σημαίνει ότι συναντήθηκα αργά μαζί τους. Όχι, κάθε άλλο. Προϋπήρχαν κι αυτό για μένα είναι σχεδόν μαγικό γιατί όταν έπιασα το μολύβι, δεν σκεφτόμουν το παραμικρό. Απλώς έγραφα αυθόρμητα και χωρίς διορθώσεις. Κάτι που δεν είναι σωστό, αλλά έτσι συνέβη.

Τι σας εμπνέει ή πυροδοτεί;

Συνήθως με απασχολεί οτιδήποτε έχει μεγάλες κοινωνικές προεκτάσεις, αλλά πολύ συχνά εμπλέκομαι σε μικρές, καθημερινές εντελώς τυπικές ιστορίες που σε μια άλλη περίπτωση θα προσπερνούσα.

Γιατί επιλέξατε να εκφραστείτε με την ποίηση;

Πάντα έγραφα ελαφρώς ποιητικά στα δημοσιογραφικά μου κείμενα. Και ενδεχομένως αυτό να με έβλαψε,  αλλά η ποίηση με βρήκε στην αρχή της πρώτης κρίσης, όπου δεν μπορούσα να διαχειριστώ το παραμικρό. Οπότε, ό,τι βγήκε στο χαρτί, ήταν ένας λυγμός για χιλιάδες μικρά ή μεγάλα γεγονότα της ζωής μου. Κι ύστερα, όταν αυτό καταλάγιασε, όταν καταλάγιασε και ο θυμός μου, βγήκε στην επιφάνεια, το γαλάζιο, αλλά και το βαθύ μπλε που κι αυτό με τη σειρά του ήθελε να τοποθετηθεί σε γραμμές και στίχους. Ένοιωθε ότι είχε ξεβολευτεί πολύ μέσα στην κρίση.

– Να υποθέσω πως η «Σπονδή στο γαλάζιο» αφορά έργα που προέκυψαν από την επαφή με ουρανό και θάλασσα;

 Η Θάλασσα προϋπήρχε μέσα μου, μεγάλωσα στα πόδια της, έζησα στην αγκαλιά της, ταξίδευσα, αγκυροβόλησα σε λιμάνια, διέσχισα κολυμπώντας μεγάλες αποστάσεις χωρίς το φόβο της συντριβής. Κι ο ουρανός με παρακολουθούσε, με κατασκόπευε, με ξεσκέπαζε, με ξεμπρόστιαζε και κάθε φορά παραδιδόμουν στο γαλάζιο. ‘Όλα αυτά σε χρόνο παρελθόντα, γιατί η διετία του ιού μου αφαίρεσε αυτή την καθημερινότητα του νου και με οδήγησε στον συγκρατημό. Τώρα ελπίζω στο να αναφλογιστεί το είναι μου.

– Πώς προέκυψε η συνύπαρξη με τα έργα της Ελπίδας Βουτσά;

Τυχαία, εντελώς τυχαία. Τη συνάντησα σε μια έκθεση της το καλοκαίρι στη Τζιά. Βρήκα τα χρώματα που χρησιμοποιεί στη δουλειά της αρκετά σκοτεινά και κοντά στη δική μου ψυχοσύνθεση. Συζητήσαμε, διείσδυσα στον τρόπο σκέψης της και τη δεδομένη στιγμή της έκανα την πρόταση μου. Την αποδέχτηκε μάλλον με συγκίνηση. Την προηγούμενη ποιητική συλλογή – Οι Άγκυρες δεν Ωφελούν –  την είχε διανθίσει ο σπουδαίος Γιάννης Ψυχοπαίδης.

– Τι θα λέγατε σε εκείνον που επρόκειτο να διαβάσει το βιβλίο σας; (αν υπάρχει κάτι) Και τι θα θέλατε να κρατήσει ο αναγνώστης στο τέλος;

Ο καθένας μας είναι ένα πλωτό νησί και με αυτή την έννοια σχηματίζει μέσα του την εντύπωση ότι είναι…  «απέθαντος», ότι δεν θα πληγεί ποτέ. Αν δε πράγματι ο αναγνώστης θέλει κάτι να κρατήσει από τη συλλογή, ίσως θα είχε νόημα να αποδεχτεί το εύκαμπτο της σκέψης του άλλου.

– Πώς θα χαρακτηρίζατε τη συλλογή σας με μια λέξη;

                                     Μοναχική

KOUKIDAKI.GR