Kίεβο: Τα καφέ, τα ανθοπωλεία και οι πολίτες που παραμένουν στην πόλη προσπαθούν για τη νέα κανονικότητα.
Ρωσικοί πύραυλοι χτυπούν την πόλη κάθε βράδυ, αλλά όσοι κάτοικοι αποφάσισαν να μείνουν δημιουργούν και συνθέτουν τη νέα κανονικότητα στην πρωτεύουσα της Ουκρανίας.
Η Ουκρανία είναι μια χώρα που πραγματικά μπορείς να απολαύσεις έναν ωραίο καφέ. Οι πολίτες της έχουν μια…έφεση σε αυτό, κάπως σαν τους Ιταλούς. Ακόμη και ο πόλεμος, με τους νυχτερινούς βομβαρδισμούς και τα ρωσικά στρατεύματα να διαπράττουν θηριωδίες μόλις μερικές δεκάδες χιλιόμετρα μακριά, αρκετά από τα καφέ της πόλης παρέμειναν ανοικτά.
Ο Βαλεντίν Κονονέκο, 22 ετών, προσφέρθηκε να βοηθήσει έναν φίλο σε έναν πάγκο στη μοντέρνα συνοικία Podil όταν άνοιξε ξανά την περασμένη Δευτέρα. Είναι ένας από τα εκατομμύρια των πολιτών που έμειναν στην πόλη, από επιλογή ή από ανάγκη, και τώρα προσπαθεί να δώσει μια νέα πνοή ζωής στον δρόμο του και να …αισθανθεί τη ρουτίνα εν καιρώ πολέμου.
«Αν σκέφτομαι καθημερινά κατά πόσον θα προσγειωθεί ένας πύραυλος στο κεφάλι μου, ε, εντάξει, προτιμώ να το σκέφτομαι εδώ”, λέει, αφήνοντας να εννοηθεί ότι οι κάτοικοι της πόλης έχουν ανάγκη από την ψευδαίσθηση μιας στοιχειώδους ζωής.
Η Oλένα Oσαντσα 51, λογίστρια, παίρνει δύο εσπρέσσο για το δρόμο και δηλώνει αποφασισμένη να μείνει, παρ’ ότι ο εργοδότης της έχει κατεβάσει ρολά. «Πάντα ζούσα εδώ και δεν μπορώ να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς το Κίεβο», δηλώνει.
Όπως πολλοί άνθρωποι στην πόλη, μιλάει για τους ρωσικούς πυραύλους τις νύχτες και αναφέρεται σε έναν που έπληξε ένα συγκρότημα λίγο πιο κάτω από εκεί που στεκόταν εκείνη. «Για να κρατήσεις τα νεύρα σου σε όλο αυτό, πρέπει να προσπαθήσεις να ζήσεις την κανονική σου ζωή όσο το δυνατόν περισσότερο».
Τουλάχιστον ο μισός πληθυσμός του Κιέβου έχει φύγει, οι δρόμοι του είναι διάσπαρτοι με οδοφράγματα, τα γραφεία είναι κλειστά και τα πεζοδρόμια είναι άδεια. Αλλά όσοι έχουν μείνει είναι συχνά περήφανοι.
Τα τραμ, σήμα κατατεθέν της πόλης, λειτουργούν τακτικά, τώρα πλέον δωρεάν για όποιον τα χρειάζεται. «Δεν μπορώ να αφήσω τη μαμά μου για πολύ, γι’ αυτό είναι καλό να μπορώ να προμηθεύομαι τα αποθέματα μεταξύ των απαγορεύσεων κυκλοφορίας», είπε ένας πολίτης που κατευθυνόταν προς το σπίτι με γεμάτες τσάντες.
Πολλές γυναίκες περπατούσαν στους κεντρικούς δρόμους με μια αγκαλιά τουλίπες που πήραν από τα ανθοπωλεία, αφού τα λουλούδια που κάποτε προορίζονταν για κιόσκια ανθοπωλείων της πόλης χρησιμοποιήθηκαν για να δημιουργήσουν μια γιγάντια τρίαινα – το εθνικό σύμβολο της Ουκρανίας – στο κέντρο της πόλης προ δύο εβδομάδων.
«Ορισμένοι εργαζόμενοι τα πήραμε από την τρίαινα και τα μοιράσαμε για να δώσουμε σε όλους κάτι χαρούμενο», είπε ο Γιούρι Μέλνικ, 30 ετών, που εργάζεται ή εργαζόταν – κανείς δεν ξέρει αυτή τη στιγμή – πίσω από το μπαρ στο καφέ First Point, όπου κάθονταν κάτοικοι της πόλης απολαμβάνοντας – τρόπον τινά – τον ήλιο και χαιδεύοντας το σκυλί τους. Είχαν μπροστά τους φρεσκοψημένα κρουασάν, φτιαγμένα από κατεψυγμένη ζύμη πριν τον πόλεμο, αν και είναι πιθανό κι αυτό να τελειώσει σύντομα. Μπορεί αυτή τη στιγμή, η ζύμη πράγματι να έχει τελειώσει. Ποιος ξέρει πια με τόσους βομβαρδισμούς και τόση βαρβαρότητα….
Σε ένα κοντινό εστιατόριο που ειδικεύεται σε αρτοσκευάσματα από τη δυτική πόλη Λβιβ και εξακολουθεί να φτιάχνει πίτες για να τις δώσει ή να τις πουλήσει σε κατοίκους, πωλούνται ακόμη σοκολάτες πολυτελείας, λέει η 20χρονη Βικτώρια Πατιτσένκο.
Οι πελάτες των καφέ είναι πλέον στρατιώτες ή ένοπλοι πολίτες Ουκρανοί που φρουρούν τα κοντινά οδοφράγματα, αλλά η εικόνα είναι τόσο ζωντανή, όσο και πριν έναν μήνα, όταν οι δρόμοι ήταν γεμάτοι από ανθρώπους που γύριζαν από καφέ σε καφέ και από μπαρ σε μπαρ χωρίς να περιμένουν να σημάνει η ώρα της απαγόρευσης της κυκλοφορίας.
Ο 21χρονος Ντανίλο Χοσλούσκο εργάζεται στη Rozetka, μια ουκρανική αλυσίδα διαδικτυακών καταστημάτων, αλλά και κανονικών καταστημάτων, κάτι σαν το Amazon. Κοιμάται ακόμα στο σπίτι του σε μια περιοχή του βόρειου Κιέβου που έχει υποστεί πολλαπλές επιθέσεις. Μοιράζεται ένα διαμέρισμα με τη γιαγιά και τον παππού του, οι οποίοι αρνούνται να πάνε σε καταφύγιο βομβών.
«Όταν άρχισαν να βομβαρδίζουν το Obolon, τους ζήτησα να έρθουν τουλάχιστον στον διάδρομο, όπου είναι λίγο πιο ασφαλές. Η γιαγιά μου συμφώνησε να έρθει, αλλά είπε «άσε με να τελειώσω να μαγειρέψω πρώτα τις τηγανίτες μου». Στα 70 τους, έχουν ζήσει πολλές αναταραχές και απλά δεν θέλουν να φύγουν από το σπίτι.
Μερικοί άνθρωποι εξακολουθούν να έρχονται στη δουλειά απλώς και μόνο επειδή πρέπει. Η Μαρίνα Πσενκόφσκαγια χρειάζεται να είναι στους δρόμους πάνω από τέσσερις ώρες πήγαινε – έλα γιατί το μετρό δεν έχει πλέον δρομολόγια που να την πηγαίνουν στο προάστειο όπου ζει.
Η Μαρίνα έχει να πληρώσει ενοίκιο και να φροντίσει τον 13χρονο γιο της, οπότε κάνει το εξαντλητικό ταξίδι καθημερινά. Καπνίζει πολλά τσιγάρα. «Οι άνθρωποι καπνίζουν περισσότερο όταν είναι ανήσυχοι», λέει. Αλλά το απόθεμα θα διαρκέσει μόνον άλλη μια εβδομάδα και δεν ξέρει τι θα κάνει μετά.
Κατά μήκος του δρόμου, φεύγοντας από το Κίεβο, η Tατιάνα Γκουντίμα έστησε ένα μικρό πάγκο – ένα κιόσκι – για να πουλήσει τις τουλίπες που καλλιεργεί η ίδια. Κηπουρός τοπίων, είχε ένα ανθοπωλείο στο Κίεβο, αλλά ο πόλεμος την ανάγκασε να το κλείσει.«Είχα μια καλή, κερδοφόρα επιχείρηση, αλλά τώρα πάει, τέλειωσε», είπε, καθώς ένας πελάτης σταμάτησε να αγοράσει ένα λουλούδι για να το προσφέρει στη γυναίκα του. «(Το κάνω αυτό) γιατί πρέπει να ζήσω με κάποιο τρόπο και χρειάζομαι κάτι για να αγοράσω λίγο ψωμί».
Isobel Koshiw and Emma Graham-Harrison in Kyiv