“Η μικρή – μεγάλη καμπάνα του εικοσιδυό” /Αντώνης Μπουλούτζας

Η καμπάνα άρχισε να χτυπάει δυνατά αναστατώνοντας την ύπαρξη του Στέλιου Σεμερτσίδη. Ο ήχος έφτασε ίσαμε το μεδούλι των οστών του εκκωφαντικός, ξανά, για άλλη μία φορά, όπως συνέβαινε την ίδια πάντα ημέρα κάθε χρόνο, όσο ο ίδιος το θυμόταν στη γερασμένη του ζωή. Αλλά δεν ερχόταν από σήμαντρο κανονικό, φερ’ ειπείν του κοντινού ναού της Αγίας Φωτεινής. Τον γεννούσε κάποιο κουδουνάκι που η μοίρα το είχε συσχετίσει με τη ζωή και τον πόνο των προγόνων του, κατά τη διάρκεια του εθνικού Ξεριζωμού και στα χρόνια που ακολούθησαν. Παρέμενε κολλημένο, είχε γίνει σχεδόν σώμα, στο καψαλισμένο δερμάτινο περιλαίμιο του πρώτου σκύλου των μελών της οικογένειας ο οποίος δέθηκε με έναν τραγικό τρόπο μαζί τους κατά την πυρπόληση της Σμύρνης από τα στρατεύματα του Ατατούρκ, περί τα τέλη Αυγούστου του ζοφερού έτους χίλια εννεακόσια είκοσι δύο.

Επρόκειτο για ένα χάλκινο κομψοτέχνημα σε μέγεθος κερασιού, που ο παππούς του Στέλιου, Στύλων, το είχε αγοράσει στην Κωνσταντινούπολη για το μικρόσωμο νεαρό σκυλί κοκόνι που εμφανίστηκε εξαντλημένο έξω από την πόρτα του σπιτιού τους παρακαλώντας με ξεψυχισμένα αλυχτίσματα να του σώσουν τη ζωή. Και εκείνο το κουτάβι, απείθαρχο και σκανταλιάρικο όπως αποδείχθηκε μόλις συνήλθε, και δικαιολογημένα ονοματίστηκε Μπελάς, δεν έκανε άλλο τίποτα όλη μέρα από το να ξεχώνει τα λουλούδια της γιαγιάς Αρχόντης ξεγυμνώνοντας τα παρτέρια και τις περίτεχνες κεραμικές γλάστρες της αυλής.

Το κουδουνάκι ηχούσε, άλλοτε αδύναμα, μερικές χρονιές πιο δυνατά, όταν ξημέρωνε η τριάντα μία Αυγούστου από το σούρουπο ίσαμε το πρωί, και ήταν πραγματικά φαινόμενο απόκοσμο, σημαδιακό. Άρχιζε την ίδια πάντα ημερομηνία και συνεχιζόταν με αραιές επαναλήψεις για ένα τετραήμερο. Μετρημένο. Έπρεπε να το είχε συνηθίσει, όμως πάντοτε ακουγόταν σαν αντίλαλος από έναν κόσμο βυθισμένο στη λήθη, ο οποίος αφυπνιζόταν ξαφνικά. Και ποτέ δεν είχε διανοηθεί κανείς από την οικογένειά του να το καταστρέψει, είτε από δέος ή και επειδή κάτι τέτοιο θα υποδήλωνε ασέβεια και προσβολή. Άλλωστε, ήξεραν, το διαβεβαίωνε μια εσωτερική φωνή, ότι εκείνο θα εξακολουθούσε να χτυπάει…

 

Άνοιξε τα μάτια ταραγμένος, και χρειάστηκαν μερικά δευτερόλεπτα ώσπου να συνειδητοποιήσει ότι βρισκόταν στη βεράντα του σπιτιού του, στον οικισμό Ριζό της Σκύδρας, νοτιοανατολικά της Έδεσσας, και είχε αποκοιμηθεί στην αγαπημένη του ημιανακλινόμενη πολυθρόνα. Ο Μπελάς (το νούμερο οκτώ) ροχάλιζε ελαφρά, ξαπλωμένος φαρδιά πλατιά στα πόδια του, μάλιστα κάθε τόσο ο ύπνος του σκυλιού διακοπτόταν από μερικά πνιχτά γαυγίσματα, όπως όταν τύχαινε να δει όνειρο ότι μάλωνε τον γάτο Μπαμπαλή ή καυγάδιζε με ένα τσοπανόσκυλο στο διπλανό χωράφι.

Ο ήλιος χανόταν πίσω από μια συστάδα χαμηλών καλλωπιστικών δένδρων στην προορισμένη για πλατεία κεντρική αλάνα του χωριού, ακριβώς απέναντι, όπου πέντε αγόρια κυνηγούσαν με αγριοφωνάρες μια ξεφουσκωμένη μπάλα ποδοσφαίρου. Ο Στέλιος συνήλθε ολότελα και αισθάνθηκε γαλήνη περιτριγυρισμένος από γνώριμες εικόνες μέσα σε εκείνο το δροσερό δειλινό. Ο γιος του, Βάσος, με τη σύζυγό του, Αγάπη, μια ευγενική και μονίμως χαμογελαστή ύπαρξη, βρίσκονταν στην ΄Εδεσσα σε εκδήλωση με αφορμή την εκατονταετηρίδα της Γενοκτονίας των Ποντίων, συνδυάζοντας και έναν περίπατο στα μαγαζιά με είδη δώρων. Πλησίαζαν τα γενέθλια της δεκατετράχρονης κόρης τους, και η Πελαγία ήταν πολύ απαιτητική…

«Εμείς φεύγουμε… τα εγγόνια έρχονται…» μονολόγησε ο Στέλιος. «Και τι τους αφήνουμε;»

Σηκώθηκε με κόπο από την πολυθρόνα, μπήκε στο σπίτι και, αφού πήρε από την αποθήκη της κουζίνας μια μικρή μεταλλική σκάλα, κατέληξε στο δωμάτιό του. Δίστασε, φοβούμενος το ύψος αλλά τελικά ανέβηκε με τρεμάμενα πόδια τρία σκαλοπάτια και τράβηξε από το πάνω ράφι της ντουλάπας ένα τετράγωνο μισοσκουριασμένο κουτί. Είχε καμιά δεκαπενταριά χρόνια να το ανοίξει. Ίσως επειδή πάντα φοβόταν να αντιμετωπίσει το περιεχόμενό του, και όσες, ελάχιστες, φορές το αποτόλμησε χρειάστηκε αρκετό καιρό για να κατασιγάσει τις οδύνες που αναδύθηκαν από αυτό…

Έβαλε τη σκάλα στη θέση της, ξαναβγήκε στη βεράντα με το κουτί αγκαλιά και κάθισε να το ανοίξει πάνω στο τραπέζι.

Ήξερε τι περιείχε, δεν ήταν κάτι που γινόταν να ξεχάσει εύκολα κανείς. Εκεί μέσα βρίσκονταν φυλαγμένα τα λιγοστά αγαπημένα αντικείμενα της γιαγιάς του: μια παλιά καρτποστάλ που έδειχνε την προκυμαία της Σμύρνης, όπως ήταν στις αρχές του περασμένου αιώνα, με τα όμορφα σπίτια προτού γίνουν στάχτη, και επίσης μια ξεθωριασμένη φωτογραφία από τη διώροφη κατοικία, με τον μεγάλο μπροστινό κήπο, της οικογένειας Σεμερτσίδη.

Κάποτε υπήρχαν περισσότερες εικόνες, ακόμα και αποκόμματα εφημερίδων ή περιοδικών της εποχής, και από μεταγενέστερα επετειακά έντυπα, με τη Σμύρνη να καίγεται ολόκληρη από τη μιαν άκρη ώς την άλλη, και το τοπίο πνιγμένο στους καπνούς, μα η γιαγιά τις έκαψε στο τζάκι σε μια κρίση απελπισίας και θυμού.

«Δεν τις χρειαζόμασταν για να μας θυμίζουν το κακό» του δήλωσε όταν  ο Στέλιος είχε φτάσει σε ηλικία να καταλαβαίνει.

Αλλά δεν υπήρχαν μόνο οι φωτογραφίες. Μέσα στο κουτί βρήκε την αγαπημένη χτένα της Αρχόντης από ταρταρούγα, και το μαυρισμένο περιλαίμιο με το μπρούτζινο κουδουνάκι του πρώτου Μπελά, αυτό που ο ίδιος υπερβολικά φοβόταν και έτρεμε όποτε ηχούσε, θαρρείς και κάποιο αόρατο χέρι το ταρακουνούσε, ή ωσάν το φάντασμα του σκυλιού να το φορούσε τις νύχτες σε κάθε επέτειο της Καταστροφής.

 

Ένιωσε ένα ελαφρύ άγγιγμα στον ώμο και ανατρίχιασε. Ήταν της Πελαγίας που είχε βγει από το σπίτι, έτοιμη να επισκεφθεί δύο φίλες της στο τελείωμα του χωριού. Η μικρή γνώριζε από το σχολείο μέσες άκρες την ιστορία του Ξεριζωμού. Όμως, ποτέ δεν άκουσε το κουδούνι, ούτε καν οι γονείς της, διότι, όπως είχε καταλάβει ο Στέλιος, τούτο το φαινόμενο αφορούσε μόνο τη γιαγιά, τον γιο της και πατέρα του… και τελικά τον ίδιο. Και σταματούσε εκεί.

«Τι κοιτάς, παππού;» τον ρώτησε αδιάφορα η μικρή.

«Είναι κάποιες φωτογραφίες από την προγιαγιά σου, μαζί με ένα κολάρο που φορούσε ο Μπελάς…» απάντησε αόριστα.

Η εγγονή έγειρε απορημένη το κεφάλι. Βιαζόταν να βρει την παρέα της, ακούγοντας όμως το όνομα του κοκονιού αποφάσισε ότι δεν θα έχανε και τίποτα αν καθυστερούσε λίγο. Τελικά, έσυρε μια καρέκλα και κάθισε δίπλα του.

 

Ο Στύλων, Στυλιανός Σεμερτσίδης, χάθηκε μέσα στις φλόγες του πυρπολημένου σπιτιού, προσπαθώντας να σώσει το μικρόσωμο σκυλί από τη φωτιά. Νωρίτερα, μαζί με τη γυναίκα του, Αρχόντη, και τον δωδεκάχρονο γιο τους, Ιορδάνη, που έπειτα από είκοσι χρόνια θα γινόταν πατέρας του Στέλιου, είχαν τυλίξει σε δύο μπόγους μερικά ρούχα, λίγα τρόφιμα και ό, τι άλλο χρήσιμο αλλά ελαφρύ μπορούσε το ανδρόγυνο να μεταφέρει, και κινούσαν για να ενωθούν με κάποιους γείτονες που έφευγαν, ενόσω απλωνόταν η φωτιά… όταν ο  μικρός, αντιλήφθηκε ότι το κουτάβι δεν βρισκόταν μαζί τους. Κάπου είχε τρυπώσει ή ήταν παγιδευμένο, και όλα έδειχναν ότι θα έφευγαν χωρίς αυτό. Οι ελπίδες να βρεθεί ήταν σχεδόν μηδενικές, μιας και ο χρόνος πίεζε, εξελισσόταν και αυτός σε εχθρό ανελέητο! Το αγόρι, με περασμένο ένα ταγάρι χιαστί στους ώμους, άφησε το χέρι της μητέρας του και στράφηκε πίσω φωνάζοντας δυνατά:

«Μπελά! Μπελά!»

Ο πατέρας του Ιορδάνη προφασίστηκε ότι δεν άκουσε. Κοίταξε την πρώτη ομάδα που απομακρυνόταν, ύστερα έριξε μια τελευταία ματιά στο σπίτι τους, το οποίο ήταν ήδη αρπαγμένο από τις φλόγες, και κάνοντας νεύμα στη γυναίκα και τον γιο να τον ακολουθήσουν έκανε μερικά βήματα μπροστά. Κοντοστάθηκε όμως. Δεν το άντεχε η καρδιά του να αφήσει ένα ανυπεράσπιστο ζωάκι, το αγαπημένο του μονάκριβου παιδιού τους, να χαθεί, και πισωγύρισε να ψάξει. Πλησίασε το σπίτι και άρχισε επίσης να  κραυγάζει με βραχνή φωνή:

«Μπελά! Μπελά… Έλα έξω! Βόλτααα!»

Όμως εκείνος ήταν άφαντος, χαμένος στους καπνούς.

«Μπελά!» έβγαλε άλλη μια φωνή.

Τίποτα.

Και τότε συνέβη το αδιανόητο! Ο παππούς Στυλιανός, δίχως άλλη σκέψη, ξεκρέμασε τον μπόγο του από την πλάτη και χύμηξε στις φλόγες για να σώσει το σκυλί.

Δεν ξαναβγήκε από την πυρκαγιά. Στο επόμενο λεπτό γκρεμίστηκε με έναν βαρύ γδούπο η οροφή του πατρογονικού σπιτιού, τινάζοντας ολόγυρα σπίθες και αποκαΐδια.

Και τον έχασαν. Ούτε φωνή δική του, μήτε γαύγισμα. Μόνο εκείνο το ανατριχιαστικό τρίξιμο, θα το έλεγε κανείς και βογγητό, του ξύλου ενόσω το κατέτρωγαν με λαιμαργία οι φλόγες.

Η γυναίκα του ξαμόλησε ένα ουρλιαχτό και άρχισε να χτυπάει το κεφάλι της με τις γροθιές. Παράτησε και αυτή τον μπόγο της, και σπρώχνοντας πιο πέρα το παιδί χύμηξε προς το φλεγόμενο ερείπιο. Ο μικρός Ιορδάνης έτρεξε πίσω της αγνοώντας τον κίνδυνο, όμως πρόλαβαν οι άλλοι και τους έκλεισαν τον δρόμο, αν και με δυσκολία μιας και η Αρχόντη είχε ήδη περάσει σε κατάσταση παραφροσύνης. Τελικά, κατάφεραν να τη συγκρατήσουν αλλά εκείνη εξακολούθησε να κλαίει και να οδύρεται ανάμεσα σε δύο άλλες γυναίκες οι οποίες την τραβούσαν σιγά σιγά μακριά.

«Έχεις τον γιο σου!» της φώναξε η μία, δείχνοντας τον Ιορδάνη που είχε καθίσει στο έδαφος και το κορμί του τρανταζόταν από αναφιλητά. «Τι ζητάς; Να τον αφήσεις ολωσδιόλου ορφανό;’»

Η Αρχόντη σταμάτησε απότομα, μοιάζοντας να ξυπνάει βίαια από εφιάλτη. Και αμέσως μετά, σαν να κατάλαβε μόλις εκείνη τη στιγμή τι είχε γίνει… και τι το χειρότερο θα μπορούσε να συμβεί, γύρισε και αγκάλιασε το αγόρι της τόσο δυνατά που όλοι φοβήθηκαν ότι θα το έπνιγε. Όμως, γρήγορα συνήλθε. Κοίταξε ξανά τα αποκαΐδια και σφίγγοντας τα σαγόνια άδραξε το χέρι του Ιορδάνη και τον τράβηξε για να ενωθούν με τους άλλους που απομακρύνονταν.

Δεν πρόλαβαν να προχωρήσουν ούτε δέκα μέτρα. Άκουσαν πίσω τους τον ήχο ενός κουδουνιού, μαζί και ένα μικρό παραπονιάρικο γαύγισμα. Και όλα τα κεφάλια στράφηκαν να δουν.

Ήταν το ασπρόμαυρο κουτάβι της οικογένειας Σεμερτσίδη! Που το νόμιζαν νεκρό. Και που για χάρη του είχε βρει τον θάνατο μια ανθρώπινη ζωή. Καθώς μάλιστα εκείνο περπατούσε κατά τη μεριά τους τρέμοντας και παραπατώντας, έμοιαζε σαν να είχε μόλις δραπετεύσει από την Κόλαση!

Η Αρχόντη ταράχτηκε, πάντως δεν καταδέχθηκε να ρίξει ούτε ματιά προς το τετράποδο που αμέσως βρέθηκε στην αγκαλιά του Ιορδάνη κλαψουρίζοντας από τον τρόμο και τα σκόρπια εγκαύματα πάνω στο κορμί. Μόνο, έψαξε στον λαιμό του, έλυσε το περιλαίμιο που ήταν καψαλισμένο, έχοντας κάψει τρίχωμα και λίγο από το δέρμα στον λαιμό, και το πέταξε μακριά κάνοντας το μικρό κουδουνάκι να ηχήσει και εκείνο σπαρακτικά. Όμως, ο μικρός Σεμερτσίδης έτρεξε να το μαζέψει και να το ρίξει στο ταγάρι.

Η μαμά του άφησε ασχολίαστη τη συγκεκριμένη κίνηση. Έστειλε μάλιστα το βλέμμα αλλού, ίσως επειδή δεν ήθελε να δει ο μικρός τα μάτια της πλημμυρισμένα από δάκρυα.

«Και με τι θα τον ταΐζεις;» τον ρώτησε σε μια στιγμή. «Από αυτό που δεν έχουμε να φάμε ούτε εμείς;»

Ύστερα από μερικά λεπτά, πάλι, καθώς πλησίαζαν το λιμάνι της Σμύρνης, η Αρχόντη έριξε μια λοξή ματιά στον γιο της:

«Αυτός δεν είναι Μπελάς…» του είπε με πονεμένο ύφος. «Πρόκειται για σκέτη καταστροφή! Να τον λες Εικοσιδυό… έτσι πρέπει!» επέμεινε, δίνοντας έμφαση. «Θα τον φωνάζουμε Εικοσιδυό. Πιο ταιριαστό όνομα δεν υπάρχει!» πρόσθεσε, εννοώντας ότι εξαιτίας του, για να τον σώσει, είχε πεθάνει ο άνδρας της εκείνη τη σκοτεινή μέρα.

Πάντως, συμπονούσε το κατοικίδιό τους, νοιαζόταν γι’ αυτό. Ο Ιορδάνης την είχε δει να δίνει στον Εικοσιδυό κρυφά λίγο ψωμί, ένα κομμάτι από την ημερίσια μερίδα για την ίδια, πλαγιοκοιτάζοντας ταυτόχρονα δεξιά και αριστερά, φοβούμενη μη γίνει αντικείμενο χλεύης και οργής από τους  κατατρεγμένους της μεγάλης συντροφιάς.

Έπειτα, ήταν η βασανιστική αναμονή στην προκυμαία, στριμωγμένοι ανάμεσα σε ένα πλήθος πονεμένων ανθρώπων, που δεν ήξεραν τι είχε γράψει η μοίρα, αν δηλαδή ήθελε να καταλήξουν κάπου ζωντανοί, καθώς περίμεναν τη σωτηρία με τα μάτια κόκκινα από τους καπνούς και την καρδιά κατάμαυρη. Τελικά, η γιαγιά Αρχόντη και ο γιος της, Ιορδάνης, κουβαλώντας μέσα στο ταγάρι τον Εικοσιδυό, επιβιβάστηκαν σε ένα από τα πλοία της διαφυγής, με προορισμό τη Θεσσαλονίκη. Και μερικές μέρες αργότερα, ακολουθώντας μια οικογένεια συγγενών που βρέθηκαν και αυτοί εκεί διωγμένοι από τον Πόντο, κατέληξαν, οδοιπορώντας ή και με κάρο, σε ένα μικρό χωριό της μεσοδυτικής Μακεδονίας…

 

Ο Στέλιος Σεμερτσίδης έβγαλε το μαντήλι από την πίσω τσέπη του παντελονιού και φύσηξε δυνατά τη μύτη θέλοντας να δείξει ότι τον είχε δήθεν συναχώσει η ψύχρα της βραδιάς. Τελικά, κοίταξε την εγγονή του, που τον άκουγε με τα μάτια γουρλωμένα.

«Η προγιαγιά σου μου τα διηγήθηκε όλα αυτά» της εξήγησε. Ανασήκωσε τους ώμους και αναστέναξε: «Εντάξει… δεν θυμάμαι ακριβώς πώς είχε πει τα λόγια, πάντως είναι αλήθεια. Την ίδια ιστορία για τον Μπελά έλεγε και ο πατέρας μου…»

«Μα, από τότε πέρασε κοτζάμ αιώνας, παππού!» έκανε η μικρή. «Πόσα χρόνια ζει ένα σκυλί;»

Ο Στέλιος γέλασε κάνοντας τις ρυτίδες στο γερασμένο του πρόσωπο να φωτιστούν.

«Κατ’ αρχάς, αυτό είναι μικρόσωμο όπως βλέπεις. Κι ένα σκυλί στο μέγεθός του ζει καμιά δεκαπενταριά χρόνια, μπορεί και περισσότερο αν δεν αρρωστήσει.

«Άρα;» επέμεινε το κορίτσι.

«Είχαμε  πάντα ίδια σκυλιά μετά τον πρώτο Μπελά, που τους δίναμε το όνομά του. Και πες από τύχη… ή γιατί έτσι τα διαλέγαμε, ο πατέρας μου και στη συνέχεια εγώ, ήταν όλα ασπρόμαυρα κοκόνια. Και αρσενικά, για να μην ξεχνάμε τον Εικοσιδυό… όπως ήθελε η γιαγιά μου. Και ξέρεις κάτι ακόμα; Ο μπαμπάς μου με είχε βάλει να του υποσχεθώ ότι ποτέ, μα ποτέ, δεν θα εγκαταλείψω κανένα, ούτε θα το αφήσω αβοήθητο».

«Και γιατί έτσι;»

«Διαφορετικά, δεν θα είχε νόημα η αυτοθυσία του δικού του πατέρα. Που πέθανε στις φλόγες για να σώσει τον πρώτο Μπελά».

«Ούτε εγώ θα τον αφήσω να πάθει το παραμικρό… Όποιον αριθμό και αν έχει στη σειρά» υποσχέθηκε δακρύζοντας η Πελαγία. Κι έσκυψε να χαϊδέψει το κεφάλι του σκυλιού, που βάλθηκε να κουνάει ευχαριστημένο την ουρά παρακολουθώντας την καθώς εκείνη πήγαινε να πάρει το ποδήλατό της.

 

Είχε βραδιάσει. Η αλάνα απέναντι, ήταν τώρα έρημη, μισοκρυμμένη στο σκοτάδι, ενώ η γειτονιά αχνοφωτιζόταν από μια γωνιακή κολώνα ηλεκτρισμού. Τα βλέφαρα του ογδοντάχρονου βάραιναν, μάλλον από τη νύστα, εκτός και αν έφταιγε η συγκίνηση με τα όσα ανακάλεσε για μία ακόμη, πολλοστή, φορά στον νου. Σκέφτηκε να ανάψει τις εξωτερικές απλίκες του σπιτιού αλλά τα πόδια δεν υπάκουαν, και έτσι παρέμεινε στη θέση του, περιμένοντας να επιστρέψουν ο γιος και η νύφη από την Έδεσσα. Άλλωστε, θα έφερναν και πίτσα που πολύ του άρεσε. Τελικά, έριξε την πλάτη πίσω στην ημιανακλινόμενη πολυθρόνα και έκλεισε τα μάτια. Ένας υπνάκος δεν θα έβλαπτε…

Ξαφνικά, φάνηκαν φώτα από μακριά. Ήταν πολλά, μικρά, και διάσπαρτα, σαν άστρα σε αφέγγαρο ουρανό, τα οποία ολοένα πλησίαζαν. Και δυνάμωναν. Ώσπου, όλα μαζί ενώθηκαν γεννώντας μια εντυπωσιακή λάμψη, όμοια με αστραπή, που μετέτρεψε τη νύχτα σε ημέρα!

Την επόμενη στιγμή, ο Στέλιος Σεμερτσίδης βρισκόταν στο σπίτι των προγόνων του, στη Σμύρνη, δίχως όμως τις φωτιές και τους καπνούς. Φάνταζε ίδιο και απαράλλαχτο όπως αχνοφαινόταν στην ξεθωριασμένη φωτογραφία πριν από την Καταστροφή, μόνο που τώρα όλα πρόβαλλαν ανάγλυφα και ζωντανά. Ξεχώριζαν σε πρώτο πλάνο η μεγάλη αναρριχώμενη λευκή τριανταφυλλιά και το αγαπημένο χιώτικο γιασεμί της γιαγιάς του, αντικριστά στους δύο πέτρινους τοίχους της αυλής, με την ολάνθιστη μυρτιά ακριβώς στη μέση…

Και οι γεννήτορές του ήταν εκεί! Η Αρχόντη, όπως πρόλαβε να τη γνωρίσει, τον κοιτούσε από ένα ανοιχτό παράθυρο του επάνω ορόφου και χαμογελούσε, αν και φαινόταν λυπημένη για κάποιον απροσδιόριστο λόγο, ενώ κάτω στα σκαλοπάτια της εξώπορτας καθόταν ο γιος της, Ιορδάνης, ο δικός του πατέρας σε μεγάλη ηλικία όπως τον ήξερε προτού πεθάνει, και όρθιος δίπλα του ένας άλλος άνδρας. Ναι, ήταν ο παππούς του Στέλιου, Στύλων, Στυλιανός, και τον αναγνώριζε με βάση τις περιγραφές. Οι δύο άνδρες παρακολουθούσαν το μικρόσωμο ασπρόμαυρο σκυλί της οικογένειας να σκαλίζει με τα μπροστινά ποδάρια του τους κατηφέδες, και έκαναν τάχα ότι προσπαθούσαν να το αποτρέψουν, σκασμένοι στα γέλια.

Είχαν όλοι ξαναβρεί τη γη της ευτυχίας τους!

 

Η λαχτάρα έκανε τον ογδοντάχρονο να ανοίξει τα μάτια. Και τότε είδε  ξανά φώτα, τούτη τη φορά όμως ήταν μόνο δύο, από φανάρια αυτοκινήτου. Ο Βάσος και η Αγάπη γύριζαν, πλησίαζαν στο σπίτι.

Άκουσε πάλι το κουδουνάκι να χτυπάει δυνατά. Με την ίδια επιμονή.

Και το αποφάσισε εκείνη τη στιγμή, θαρρείς και κάποια σιγανή φωνή που έμοιαζε με εκείνην της γιαγιάς Αρχόντης, του το υπαγόρευσε στο αφτί:

Με το ξημέρωμα θα πήγαινε κρυφά στο Κοιμητήριο του χωριού να θάψει κολλητά στον τάφο του πατέρα του το καψαλισμένο περιλαίμιο με το κουδουνάκι που φορούσε ο πρώτος Μπελάς. Και ποιος ξέρει; Δίπλα στο αφεντικό του μπορεί και να ησύχαζε…

«Οι ζωντανοί δεν το έχουμε ανάγκη» μονολόγησε παίρνοντας ξανά αγκαλιά το μεταλλικό κουτί για να το βάλει προσωρινά στη θέση του. «Όσα μας υπενθύμιζε ίσαμε τώρα το κουδουνάκι του Εικοσιδυό είναι καλά κρατημένα στο μυαλό. Και στην καρδιά μας…»

 

(15 Ιουνίου – 8 Ιουλίου 2022)

 

 

  • Ο Αντώνης Μπουλούτζας γεννήθηκε στην Πάτρα το Νοέμβριο του 1946. Από πολύ νωρίς ασχολήθηκε με την ποίηση, όμως δεν δημοσίευσε παρά ελάχιστα ποιήματά του. Πέρασε στη δημοσιογραφία με χρονογραφήματα και ευθυμογραφήματα στα μέσα της δεκαετίας του ’60 και από το 1969 δούλεψε επαγγελματικά πλέον στις εφημερίδες “Ημερήσιος Κήρυξ Πατρών”, “Νεολόγος”, και “Ημέρα Πατρών”. Εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το 1975, όπου εργάστηκε ως συντάκτης και αρχισυντάκτης ύλης στην “Καθημερινή” (1976-1990 και 1993-1995). Επίσης ασχολήθηκε με την επιμέλεια κειμένων σε περιοδικά, βιβλία, εγκυκλοπαίδειες και άλλες ειδικές εκδόσεις. Ίδρυσε και εξέδωσε το περιοδικό τέχνης “Εικαστικά” (1982), το οποίο και διηύθυνε ως το 1985, και το δίγλωσσο “ARTI International” (1990 έως 1998, οπότε και ανέστειλε την έκδοσή του). Έχει γράψει τα μυθιστορήματα “Η Παναγία των Αγγέλων”, “Ο μεσολαβητής”.

Το καινούργιο του μυθιστόρημα είναι «Το ξύπνημα της Πατρινέλλας», εκδ. Νίκας

Το κείμενο του δημοσιογράφου Αντώνη Μπουλούτζα φιλοξενείται στην επετειακή για τη Μικρά Ασία διαδικτυακή έκδοση του fractalart.gr σε επιμέλεια Ελένης Γκίκα