Ιστορίες Γιατρών: Θάλαμος αριθμός 6 του Άντον Τσέχωφ

Το συγκλονιστικό αυτό κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε το 1892 και μιλά για ένα τολμηρό θέμα της εποχής

 

Ο Θανάσης Δρίτσας εξηγεί γιατί η νουβέλα «Θάλαμος αριθμός 6» του Τσέχωφ είναι ένα διαχρονικό σχόλιο στο βίωμα της ασθένειας μέσα από τη σχέση γιατρού-ασθενή.

Athens Voice 

Φαίνεται ότι από ένστικτο λάτρεψα στη μετεφηβεία μου τα διηγήματα του Άντον Παύλοβιτς Τσέχωφ (1860-1904). Στη συνέχεια είδα όλα τα θεατρικά του έργα και ζήλεψα την τέχνη του σε δημιουργίες όπως «Ο Γλάρος», «Ο Θείος Βάνιας», «Οι τρεις Αδερφές» και το απόσταγμα της θεατρικής του γραφής που είναι «Ο Βυσσινόκηπος». Επιπλέον, εντελώς τυχαία, ανακάλυψα και άλλες αφάνταστες συμπτώσεις που μπορεί ίσως να προσφέρουν μια μεταφυσική εξήγηση στη γοητεία που νοιώθω για τον Άντον Τσέχωφ: αφενός ήταν και εκείνος γιατρός στο επάγγελμα και αφετέρου έχει γεννηθεί ακριβώς την ίδια ημερομηνία με εμένα με διαφορά εκατό χρόνια, ακριβώς την ίδια ημέρα έναν αιώνα πριν!

Ο Τσέχωφ είναι για εμένα ο άφθαστος Ρώσος μινιατουρίστας και ο μεγάλος δάσκαλος της μικρής νουβέλας. Το καλλιτεχνικό μυστήριο των μικρών του διηγημάτων, χωρίς αρχή και τέλος, στην ουσία δίχως τυπική πλοκή, που γράφονται συχνά σαν απλά προσχέδια θέματος δεν μπορεί κατά βάθος να αναλυθεί. Τίποτα δεν περνάει χωρίς να αφήσει τα αχνάρια του. Η κάθε πράξη ασκεί μιάν επιρροή στο παρόν και στο μέλλον. Η επιφανειακή ζωή κρύβει μια ζωή που συμβαίνει σε ένα βαθύτερο επίπεδο και μέσα στο περίπλοκο αδιέξοδο της οι άνθρωποι ανεμοδέρνονται ασταμάτητα. Ο λόγος του Τσέχωφ καθαρός, ρεαλιστικός και αφαιρετικός, βγάζει έξω ότι άχρηστο με το χειρουργικό του νυστέρι χωρίς όμως να σε πονάει, σίγουρα η άσκηση της ιατρικής έπαιξε ρόλο στη διαμόρφωση της λογοτεχνικής του ταυτότητας. Τον έπνιγε όμως η μιζέρια της ρωσικής επαρχίας όπου και έζησε (στη μικρή πόλη Ταγκανρόγκ) τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια. Γράφει χαρακτηριστικά στο θεατρικό του έργο «Ο Θείος Βάνιας»: «Αγαπώ τη ζωή γενικά, αλλά τη ζωή της ρώσικης επαρχίας, τη μικρόψυχη αυτή ζωούλα, την απεχθάνομαι και την περιφρονώ με όλη μου τη δύναμη». Το 1887, με ένα αίσθημα απαξίωσης προς τον τόπο που έζησε την παιδική του ηλικία, γράφει ο Τσέχωφ σε ένα γράμμα προς τον αδελφό του τα εξής: «Πόσο άδειο είναι το Ταγκανρόγκ, πόσο τεμπέλικο, αγράμματο και βαρετό. Εδώ δεν υπάρχει ούτε μια επιγραφή χωρίς ορθογραφικό λάθος. Οι δρόμοι είναι έρημοι, η τεμπελιά γενική, καθώς και η ικανότητα να αρκείται κανείς σε καπίκια και ένα αβέβαιο μέλλον. Όλα αυτά είναι τόσο απεχθή ώστε, σε σύγκριση, ακόμη και η Μόσχα με τη λίγδα της και τον εξανθηματικός της τύφο, φαίνεται συμπαθητική».

Ο Τσέχωφ βοήθησε πολύ ως γιατρός, με πρωτοποριακά για την εποχή του συστηματικά μέτρα και πειθαρχία, στην αντιμετώπιση των επιδημιών της χολέρας που μάστιζαν τότε όλη τη Ρωσία. Αν και ένοιωθε αηδία για τον κοινωνικό βάλτο στον όποιο ήσαν βουτηγμένοι οι ασθενείς του υπηρέτησε την τέχνη της ιατρικής με αξιοθαύμαστη αφιέρωση και αίσθηση του καθήκοντος. Ο ίδιος έπασχε από φυματίωση με πολλές αιμοπτύσεις και καταβολή δυνάμεων, όμως αδιαφορούσε συστηματικά για την κατάσταση της υγείας του. Η αρρώστια αυτή τον έσπρωξε αργά-αργά στο τέλος του στις 2 Ιουλίου 1904 στο Μπαντενβάιλερ (σε ηλικία 44 ετών) ενώ βρισκόταν σε ταξίδι με τη γυναίκα του στο Μέλανα Δρυμό. Ο Άντον Τσέχωφ πρόλαβε να παρακολουθήσει στις 17 Ιανουαρίου του 1904 στη Μόσχα, επτά μήνες πριν το τέλος του, την πρώτη παράσταση του τελευταίου και ίσως κορυφαίου θεατρικού του έργου που είναι «Ο Βυσσινόκηπος».

Ένα από τα κορυφαία κείμενα του Τσέχωφ το οποίο αποτελεί διαχρονικό σχόλιο πάνω στο βίωμα της ασθένειας μέσα από τη σχέση γιατρού-ασθενή είναι η νουβέλα «Θάλαμος αριθμός 6» (*). Το συγκλονιστικό αυτό κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε το 1892 και μιλά για ένα τολμηρό θέμα της εποχής Τσέχωφ που ήταν η κατάσταση στις ψυχιατρικές πτέρυγες των νοσοκομείων, η ιδρυματοποίηση των ασθενών και η αντιμετώπιση που τους επιφυλάσσουν ιατροί και νοσηλευτές.

Κεντρικός ήρωας ο γιατρός Αντρέι Εφίμιτς, ένας άντρας μορφωμένος, καλών προθέσεων, διευθυντής σε επαρχιακό νοσοκομείο μιας κωμόπολης, εξαιρετικά όμως αδρανής για αυτή τη θέση. Ο γιατρός αφήνει το νοσοκομείο στην τύχη του, τις επεμβάσεις στους κουτοπόνηρους βοηθούς του, δεν επισκέπτεται  ο ίδιος τον θάλαμο αρ. 6 με τους ψυχιατρικούς ασθενείς. Εκεί μέσα αλωνίζει ένας αγροίκος, ο Νικήτας, ο οποίος ασκεί βία, κλέβει, αφήνει νηστικούς και βρώμικους τους τροφίμους του θαλάμου. Ο γιατρός Εφίμιτς έχει έναν μοναδικό φίλο σε ολόκληρη την πόλη, τον διευθυντή του ταχυδρομείου, αγαπά να διαβάζει τα βιβλία του και ακολουθεί με ευλάβεια την ρουτίνα του, έχει συναίσθηση της καταστάσεως, αλλά από μακριά. Δεν τολμά να κάνει κάτι, δεν θέλει να ξεβολευτεί, αφήνει αυτό που δεν τον αφορά άμεσα να τον προσπερνά.

Γράφει τα εξής μέσα στο κείμενό του ο Τσέχωφ για τον χαρακτήρα και την κοσμοθεωρία του γιατρού που πρωταγωνιστεί στο έργο «Θάλαμος αριθμός 6»: «Έχοντας επιθεωρήσει το νοσοκομείο, ο Αντρέι Εφίμιτς κατέληξε στο συμπέρασμα πως το ίδρυμα αυτό δεν βασίζεται επί ηθικών αρχών και είναι επιπλέον βλαβερότατον δια την υγεία των κατοίκων. Κατά τη γνώμη του, το λογικότερο από όλα θα ήταν να αφήσει τους αρρώστους να πάνε σπίτια τους και να κλείσει το νοσοκομείο. Σκέφτηκε, όμως, πως για να γίνει κάτι τέτοιο δεν αρκεί μονάχα η δική του θέληση. Τελικά θα ήταν και ανώφελο αν διώξεις την σωματική και την ηθική βρωμιά από ένα μέρος θα μεταφερθεί σε άλλο. Πρέπει να περιμένεις να εξαλειφθεί από μόνη της». Όταν όμως ο γιατρός πιάσει τυχαία φιλίες με έναν από τους ασθενείς της ψυχιατρικής πτέρυγας, οι κατώτεροί του θα βρουν την ευκαιρία να τον αποκαθηλώσουν, να του «αρπάξουν» τη θέση και τελικά να κλείσουν τον ίδιο τον γιατρό στον θάλαμο αρ.6. Ο γιατρός μεταβάλλεται αυτόματα ο ίδιος σε ασθενή και συνειδητοποιεί όλα τα τραγικά δρώμενα από την πλευρά του ασθενή πλέον.

Ο Τσέχωφ μας μιλάει τελικά για έναν γιατρό (τον Αντρέι Εφίμιτς) σε μία κλινική επαρχιακής πόλης, έναν φιλήσυχο, πολύ ευαίσθητο άνθρωπο αλλά παράλληλα απρόθυμο να αλλάξει τη ροή δυσάρεστων καταστάσεων. Είναι βέβαιο επίσης ότι ο γιατρός αυτός κινείται μακριά από τα πλοκάμια του διεφθαρμένου κυκλώματος των συναδέλφων και συνεργατών του, οι οποίοι μεταχειρίζονται τους αρρώστους ως ζώα. Ο γιατρός διαπράττει μάλιστα το «αμάρτημα» να έρθει σε επικοινωνία με έναν έγκλειστο της κλινικής, που ήταν πρώην δικαστικός κλητήρας. Αυτός ο έγκλειστος ασθενής (Ιβάν Ντμήτριτς) δεν έχει κανέναν αντικειμενικό λόγο να βρίσκεται στην κλινική αθλιότητας και ντροπής για το ανθρώπινο είδος. Ο έγκλειστος/ασθενής αυτός υποτίθεται ότι έπασχε από «μανία καταδίωξης» και οι ιατρικές οδηγίες συνέστησαν ότι  αρμόζει να παραμείνει μέσα σε ένα απομονωμένο δωμάτιο-φυλακή μακριά από τον έξω κόσμο των «υγιών» τους οποίους υπάρχει κίνδυνος να «μολύνει».

Ο γιατρός Αντρέι Εφίμιτς, μέσα από ένα κίνητρο ευαισθησίας αναπτύσσει μία ιδιότυπη σχέση με τον ασθενή του, γιατί έχει αντιληφθεί από την επικοινωνία μαζί του ότι έχει απέναντί του έναν άνθρωπο καθόλου διαταραγμένο αλλά αντιθέτως πνευματικά ισορροπημένο με τον οποίο μπορεί να συνδιαλέγεται σε μια κοινή γλώσσα. Συζητούν επί ώρες για θέματα φιλοσοφίας-εσωτερισμού που απασχολούν πνευματικά αναπτυγμένους ανθρώπους την ποιότητα των οποίων όμως αδυνατούν να καταλάβουν οι υπόλοιποι. Έτσι τους οδηγούν σε μια τοποθεσία όπου βρίσκονται υπό έλεγχο, υπό επιτήρηση και σε καθεστώς φόβου. Το συγκεκριμένο δίδυμο γιατρού-ασθενή είναι επικίνδυνο ως προς την αφύπνιση των «συνειδήσεων» με αποτέλεσμα να ασκεί πρόκληση στην καθεστηκυία τάξη πραγμάτων. Και αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός πως ο ίδιος ο γιατρός γρήγορα γίνεται αντιληπτός από έναν νεότερο γιατρό, ο οποίος πλαγίως και υπόγεια καθίσταται διάδοχός του σε ένα σύστημα που υπηρετεί χαφιέδες και αποδοκιμάζει την αξιοκρατία.

Η «ρώσικη αρκούδα» και τα φέουδα της ήταν η αντικειμενική εικόνα της πολιτικής εξουσίας την εποχή του Τσέχωφ. Αυτήν την εικόνα εμμέσως πλην σαφώς επιχειρεί να μας μεταφέρει ο Άντον Τσέχωφ με μία έντονη δραματικότητα στην πορεία της αφήγησής του. Ο γιατρός Εφίμιτς καταλήγει ούτε λίγο ούτε πολύ να αποτελέσει το επόμενο θύμα των δήμιων που τον περιτριγυρίζουν και τον αναγκάζουν με δόλια μέσα να υποκύψει. Δίχως αντίσταση και με δόση χριστιανικής υπομονής και ευσπλαχνίας για τον άνθρωπο που τον καταδίκασε σε μία ζωή φυλακισμένη πεθαίνει από αποπληξία.

Είναι γεγονός πως στον «Θάλαμο αριθμός έξι» ανακαλύπτουμε όλη την βαναυσότητα και τον εξευτελισμό της φύσης του ανθρώπου σε ένα ψυχιατρικό άσυλο που κάθε άλλο παρά προσπαθεί να θεραπεύσει τις πληγές των τροφίμων του. Αποτελεί άσυλο φάντασμα, ένας χώρος καταραμένος όπου τα κελιά μετατρέπουν τους αρρώστους σε άγρια θηρία χωρίς βούληση μέσα από βασανιστικές μεθόδους που εφαρμόζουν κτηνώδεις υπηρέτες της εξουσίας. Ο Τσέχωφ με αυτήν την νουβέλα επιτελεί κοινωνικό έργο αφού καταπιάνεται με την συγγραφή ενός έργου που είναι εμπνευσμένο από την προσωπική του εμπειρία ως γιατρού και μέσα από το παρατηρητικό βλέμμα ενός ρεαλιστή ο οποίος κατακεραυνώνει το κοινωνικό σύστημα πρόνοιας. Επί της ουσίας ο συγγραφέας προτείνει μιαν επαναστατική αλλαγή αφού θα κρούσει τον «κώδωνα κινδυνου» προκειμένου να εξαλειφθούν εικόνες ντροπής για το ανθρώπινο είδος. Και επίσης μας λέει παράλληλα πως όποιος αφήνει την ζωή του να περνά με αδιαφορία για τα σημαντικά ζητήματα, τελικά τη χάνει.

Ο Άντον Τσέχωφ πίστευε με ενθουσιασμό ότι ο αυριανός κόσμος που θα κερδίζει μέσα από την επιστημονική γνώση και την τίμια εργασία θα είναι δικαιότερος, πιο ορθολογικός και σίγουρα καλύτερος για τον άνθρωπο από τον κόσμο του 1904. Τελικά ο συγγραφέας δεν δικαιώθηκε καθόλου αφού ο 20ός αιώνας μας έδωσε δύο ανθρωποφάγους παγκόσμιους πολέμους, την θηριωδία των στρατοπέδων μαζικής εξόντωσης των Ναζί, την θηριωδία της ρίψης ατομικής βόμβας στην Χιροσίμα. Πιθανά, μέσα στον 21ο αιώνα, η νέα μέθοδος εξόντωσης εμφανίζεται μέσα από την οικονομική δουλεία. Τελικά η ιδέα της «προόδου» είναι απατηλή για το ανθρώπινο είδος, η ιστορία πάντα κύκλους κάνει και η ανθρώπινη φύση παραμένει ίδια.

(*) Το έργο του Άντον Τσέχωφ με τίτλο Θάλαμος αριθ. 6 κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Γκοβόστη σε μετάφραση του Άρη Αλεξάνδρου (2012).