Μια έκθεση από τη Σκιάθο και για τη Σκιάθο, ένα αφιέρωμα μνήμης για τα εκατό χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή, που αγαπήθηκε τόσο πολύ, ολοκληρώνεται την ερχόμενη Κυριακή και σε λίγες ημέρες ταξιδεύει σε προορισμό ιδανικό…
Η Άλλη Θάλασσα: πλέοντας από την Αγία Παρασκευή του Τσεσμέ στη Σκιάθο
«…Απ΄ τον τόπο που ΄ρθα εγώ, ξεύρουν ν΄ αγαπούν…»
Η έκθεση «Η Άλλη Θάλασσα», πραγματοποιήθηκε σε επετειακή διοργάνωση του Δήμου Σκιάθου με τη συμμετοχή σαράντα διακεκριμένων εικαστικών, στο Μουσείο Ναυτικής Παράδοσης Σκιάθου, διαδεχόμενη τη συγκινητική έκθεση «Πρώτη Σημαία», που παρουσιάστηκε τον Ιούνιο του 2021 στη Μονή Ευαγγελισμού στο νησί, με αφορμή τη συμπλήρωση 200 ετών από την έναρξη του Αγώνα για την Ελληνική Ανεξαρτησία.
Ως ελάχιστος φόρος τιμής στην Επέτειο Μνήμης των 100 ετών από τη Μικρασιατική Καταστροφή, σχεδιάστηκε μια ομαδική εικαστική και συμβολική εγκατάσταση, βασισμένη σε ένα αληθινό ιστορικό γεγονός: την καθολική φυγή των κατοίκων της Αγίας Παρασκευής του Τσεσμέ, λίγο πριν τα τραγικά γεγονότα του 1922. Σώζοντας πλήθος ανθρώπων και διαφεύγοντας και οι ίδιοι με τα περίφημα αλιευτικά πλοία τους λίγο πριν την καταστροφή, αναζήτησαν μια νέα πατρίδα στη Σκιάθο.
Η τρέχουσα μεταφορά της στην Ύδρα, συμβολική και ουσιαστική λόγω ισχυρών δεσμών των δύο νησιών, αποτελεί χαρά και τιμή!
Ο κύριος όγκος των έργων της «Άλλης Θάλασσας», παρουσιάζεται στο εσωτερικό του μουσείου, ανάμεσα στα μόνιμα εκθέματα, ενώ κάποιες μεγάλης κλίμακας εγκαταστάσεις υποδέχονται στον προαύλιο χώρο τον θεατή. Τα περισσότερα από τα έργα, που με ελάχιστες πολύτιμες αρχειακές εξαιρέσεις υλοποιήθηκαν σχεδόν όλα για τις ανάγκες της παρούσας έκθεσης, αφορούν σε τρισδιάστατες και δισδιάστατες απεικονίσεις συμβόλων μνήμης της άλλης θάλασσας ή πλωτών μέσων (ψαράδικων και άλλων μικρών πλοίων) που αποτέλεσαν τον τρόπο μετάβασης και διάσωσης από την Αγία Παρασκευή. Και ταυτόχρονα, τον τρόπο και το βασικό μέσο επιβίωσης από την επόμενη ημέρα. Πεδίο αναφοράς τους η φυσική και συμβολική έννοια της σωτήριας πλεύσης στην Άλλη Θάλασσα. Και του περάσματος από την Αγία Παρασκευή του Τσεσμέ στη Σκιάθο. Από τη πρώτη στη νέα πατρίδα.
Η παραθαλάσσια Αγία Παρασκευή ή Κιόστε (σημερινό Dalyan) στη χερσόνησο της Ερυθραίας, βρισκόταν σε απόσταση πέντε χιλιομέτρων βορειότερα από τον Τσεσμέ. Το όνομα Κιόστε – κιόσκι, συνδέεται με το γεγονός ότι η Αγία Παρασκευή υπήρξε ο τόπος αναψυχής του Τσεσμέ. Τρεις εκκλησίες χώριζαν το χωριό σε αντίστοιχες ενορίες, μία εξ αυτών και η Αγία Παρασκευή από όπου και το όνομα του τόπου. Με αμιγή ελληνικό πληθυσμό 5.000 κατοίκων, η Αγία Παρασκευή ήταν το σπουδαιότερο καπετανοχώρι της Ερυθραίας, με περισσότερα από 300 αλιευτικά πλοιάρια, που έφταναν μέχρι την Αδριατική – ένα χωριό μοναδικό για τον αλιευτικό στόλο του και τα υψηλά ετήσια εισοδήματα σε χρυσές λίρες εκ της αλιείας. Με τράτες και ανεμότρατες σπάνιες ή και ανύπαρκτες για την υπόλοιπη Μικρά Ασία και την Ελλάδα, με ψαροπούλες και καΐκια, οι κάτοικοι του χωριού ήταν ξακουστοί για τις επιτυχίες και τις γνώσεις τους στη ναυτοσύνη και την ψαρική τέχνη. Κι όταν οι τουρκικές ορδές επιτέθηκαν στους Έλληνες της Μικράς Ασίας, τα αλιευτικά της Ερυθραίας μεταφέροντας όσους μπορούσαν, έσωσαν χιλιάδες κόσμου από βέβαιο θάνατο. Τα θύματα από τα χωριά εκείνα στον διωγμό του 1922 ήταν ελάχιστα καθώς όλοι έφυγαν έγκαιρα. Με εξαίρεση έναν ιερωμένο που έμεινε πίσω και που οι Τούρκοι τον σκότωσαν στο ιερό, καθώς δεν θέλησε να εγκαταλείψει την εκκλησιά του.
Το γεγονός ότι η περιοχή ήταν γνωστή στους αλιείς της Αγίας Παρασκευής και του Τσεσμέ ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, εξηγεί τον λόγο που τόσοι πρόσφυγες από την ευρύτερη περιοχή της Ερυθραίας, επέλεξαν τη Σκιάθο. Το νησί εκείνο που έμοιαζε αρκετά με το δικό τους χωριό (ακόμη και η χαρακτηριστική χερσόνησος με το όνομα Μπούρτζι υπήρχε και στα δύο μέρη), ήταν δημοφιλής ψαρότοπος (όπως βεβαίως και η Καβάλα ή η Νέα Μηχανιώνα όπου πολλοί άλλοι επίσης κατέφυγαν). Προσπαθώντας να συνεχίσουν τη ζωή τους μετά τον διωγμό, οι θρυλικοί τρατάρηδες αναζήτησαν τις γνώριμές τους καλάδες – τα θαλασσινά περάσματα, καθιστώντας σταδιακά τη Σκιάθο μεγάλο αλιευτικό κέντρο της περιοχής και μεταφέροντας ευλαβικά εκεί και τις δικές τους παραδόσεις, τα δικά τους ήθη και έθιμα. Από το σύνολο των προσφύγων που έφτασαν στο νησί, ένα 60% ήταν από το Κιόστε, ένα ποσοστό 30% προερχόταν από τον Τσεσμέ και ένα 10% από χωριά του Μαρμαρά.
Από το ανεκτίμητο για τις ποικίλες πληροφορίες του και ογκώδες βιβλίο του νεαρού κάποτε πρόσφυγα Γιάννη Αικατερίνη με τίτλο «Χαμένες πατρίδες, το χωριό μας η Αγία Παρασκευή του Τσεσμέ (το Κιόστε) 1760-1922», που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1984, μαθαίνουμε πως η Αγία Παρασκευή, προτού εγκαταλειφθεί οριστικά το 1922, δοκιμάστηκε ήδη το 1914. Οι πρώτοι διωγμοί υποχρέωσαν τους κατοίκους της να αφήσουν προσωρινά την πατρίδα τους και να κατευθυνθούν στη Χίο και τη Σκιάθο. Κάποιοι εγκαταστάθηκαν έκτοτε εκεί. Αλλά ακόμη και εκείνοι που επέστρεψαν, έφυγαν το 1922 οριστικά. Στη Σκιάθο, την Καβάλα, τη Νέα Μηχανιώνα, τη Θεσσαλονίκη (Νέα Κρήνη), την Αλεξανδρούπολη, τον Βόλο, τη Χαλκίδα και τον Πειραιά, εκτός από την τέχνη της αλιείας, μετέφεραν τον πολύτιμο πολιτισμό τους, τη λαϊκή και την κοσμοπολίτική τους παράδοση, συντελώντας ουσιαστικά στην ανάπτυξη και το νέο πρόσωπο της Ελλάδας που επίσης επιχειρούσε τότε κι αυτή να προχωρήσει, αφήνοντας πίσω της εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες.
Η θέληση των Μικρασιατών της Ερυθραίας να ξανασταθούν στα πόδια τους, αποδείχθηκε καταλυτική για τη νέα αρχή τους στη Σκιάθο. Σύντομα η ισχυρή κοινότητα που δημιουργήθηκε στο νησί, διεκδίκησε μια καινούρια ζωή, διατηρώντας παράλληλα ως σήμερα άθικτη την πέρα μνήμη. Τα τραγούδια και τα οικογενειακά κειμήλια, οι φωτογραφίες και οι αναλλοίωτες γεύσεις ή ακόμη, οι συγκινητικές μικρασιατικές ονομασίες που εξακολουθούμε ως σήμερα να συναντούμε σε μερικά από τα αλιευτικά σκάφη του νησιού, μαρτυρούν την ακατάλυτη δύναμη των δεσμών ανάμεσα στην αξέχαστη και τη νέα πατρίδα.
Τα έργα που συνθέτουν τον αφηγηματικό ιστό της έκθεσης, υλοποιήθηκαν προκειμένου να εγκατασταθούν στον εσωτερικό χώρο του Μουσείου, ανάμεσα στα μόνιμα εκθέματα. Συνομιλώντας έτσι με σεβασμό και οπτική συνέπεια με τα ιστορικά συμβάντα που επηρέασαν την ιστορία και τον πληθυσμό του νησιού. Ακόμη, με τα κειμήλια και τις παλιές φωτογραφίες, με τις οικογενειακές αφηγήσεις και με την άσβεστη μνήμη των Μικρασιατών της Σκιάθου. Τέλος, με τις κυριολεκτικές και τις μεταφορικές συντεταγμένες, με τα κυριολεκτικά και τα μεταφορικά βάθη της Άλλης Θάλασσας της ζωής τους. Μιας Άλλης Θάλασσας που την κολύμπησε στους στίχους του ο Σεφέρης, μιας Άλλης Θάλασσας που τη νοστάλγησε το ύστατο βλέμμα του Αγγελόπουλου. Μιας Άλλης Θάλασσας που την έτρεψαν σε νέο, συναρπαστικό βιωμένο αφήγημα και ολόδική τους υπόθεση αγάπης και μνήμης οι συμμετέχοντες στο εγχείρημα ετούτο εικαστικοί.
Μια βάρκα που την λένε Αγία Παρασκευή, πλέει προς Σκιάθο…
Φέρνει μαζί της μιαν άλλη, απέραντη, ζώσα και κυματώδη θάλασσα. Παράκτια μικρασιατικά τοπία, αγγεία με απεικονίσεις ψαράδων σε συμβολική διαχρονία, εγκαυστικές εικόνες μιας όχθης χαμένης, τραγούδια της θάλασσας επάνω σε ξεβρασμένα από το κύμα συρτάρια, μνήμη Εφέσου και αρχαίου χώματος, οικογενειακά κασελάκια ζωγραφισμένα με προικιά και ντυμένα με τάματα, κεντημένες ιστορίες περιπλάνησης, αιωρούμενα ανεμολόγια από μαργαριτάρια και χάντρες, σκαριά από μπρούντζο, ξύλο, χαρτί, λαμαρίνα, καλάμι, σύρμα και άχυρο – οχήματα ελευθερίας που πλέουν για Σκιάθο, μεταξωτά συμπιλήματα μνήμης, ιστορίες μετάβασης και στιγμές πιασμένες στα δίχτυα, μνήμες πλεύσεις βαμμένες στο χέρι και κατασκευασμένες με ευρήματα από παλιό ταρσανά, κελύφη γλυπτά από τιμόνι και σίδερο, φιγούρες ανθρώπων σε νεύμα αποχαιρετισμού, φλεγόμενες μήτρες ή σκαριά χωρίς πρύμνη, ρυθμικά θαλασσινά τσουρμαρίσματα και καλάδες, ίχνη προσφύγων και ονείρων χαραγμένα στο χαρτί, θαλασσινούς αγίους και πονετικές κόρες Σκιαθίτισσες, φωτεινά εικονοστάσια μνήμης, θαλασσινούς κόμπους περιπέτειας και απαντοχής, φορτία προσφύγων βαμμένα λευκά – πλέοντα σε σκοτεινή άβυσσο, δοκίμια σκαριών ιστορημένα με τον τρόπο της αγιογραφίας, περιφορές ενός συμβολικού επιταφίου Μεγάλης ή Αγίας Παρασκευής, παλαιούς δίσκους με τοπία του Κιόστε και της Αντιγόνης των Πριγκηπόννησων, το τσερνίκι «Φώκαια» του πρώτου διωγμού και το ιστιοφόρο εμπορικό «Αγία Παρασκευή», που αρμένιζε στο ανατολικό Αιγαίο – πολύτιμα μοντέλα σκαριών από σφένδαμο και πυξάρι, το Ταλιάνι ζωγραφισμένο σε παλαιό ταμπλά και τα τσανάκια του Αιγαίου, πολύτιμα αφιερώματα στην Παναγιά Θαλασσομαχούσα, κατασκευασμένα με κεντίδια, ιερατικά υφάσματα και παλαιά κειμήλια, χράμια με πρόσφυγες και λουόμενους υφασμένους στον αργαλειό με νήμα και βότσαλα, ασπρόρουχα διασωσμένα από καταποντισμένα ερμάρια, πολύτιμες βάρκες-κεντημένα προσευχητάρια και άλλες με οικείους χάρτινους ίσκιους, πήλινους μπόγους φορτωμένους με τα τραυματισμένα ιερά και τα όσια σε αναμονή αναγέννησης, δαντελωτές μυρωμένες πλωτές προσευχές με ζουμπούλια Κιουτάχειας από κουκούλια και μετάξι, καλά φυλαγμένα κλειδιά των σπιτιών που έμειναν πίσω, φουστανάκια-μποτίλιες στο πέλαγο, γαζωμένα με οικογενειακές φωτογραφίες και αληθινά παραμύθια του γλυτωμού, υφασμένα στον αργαλειό της συλλογικής μνήμης.
Μια βάρκα που την λένε Αγία Παρασκευή, πλέει προς Σκιάθο…
Θα ήθελα να ευχαριστήσω από καρδιάς τον Θοδωρή Τζούμα, Δήμαρχο Σκιάθου και απόγονο οικογένειας προσφύγων της Αγίας Παρασκευής, για την ευκαιρία αυτής της συναρπαστικής καταβύθισης. Και μαζί, τους πολύτιμους συνεργάτες του, Κυριακή Κεφάλα και Κωνσταντίνο Κουτούμπα για τη συνεχιζόμενη πολύτιμη συνεργασία. Επιπλέον, τον Γιάννη Παρίση, Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου του Μουσείου Ναυτικής και Πολιτιστικής Παράδοσης Σκιάθου για την πολύτιμη φιλοξενία της έκθεσης όπως επίσης και την Περιφέρεια Θεσσαλίας για την ευγενική υποστήριξη. Ιδιαίτερα θα ήθελα να ευχαριστήσω τη Μαρία Βερβέρη, Πρόεδρο των Μικρασιατών Σκιάθου για τη συνολική καθοριστική συμβολή στην παρούσα έκθεση. Ακόμη, τη Μαρία Σπανού και το Δ.Σ. του Λυκείου των Ελληνίδων Βόλου για την εξαιρετική όπως πάντοτε παρουσία. Επίσης τους δικούς μου αγαπητούς συνεργάτες Νίκο Λεοντόπουλο και Νίκο Παπαγιάννη για την άριστη υποστήριξη του καταλόγου και της έκθεσης.
Με την ευκαιρία της τιμητικής μεταφορας της έκθεσης στην Ύδρα, τις θερμές ευχαριστίες μου θα ήθελα να εκφράσω στην Ντίνα Αδαμοπούλου, Διευθύντρια του Ιστορικού Μουσείου Αρχείου Ύδρας.
Τέλος, το πιο μεγάλο ευχαριστώ στους συμμετέχοντες εικαστικούς που έκαναν την Άλλη Θάλασσα δική τους, πλέοντας μαζί μας από την Αγία Παρασκευή στην Σκιάθο και αυτοί.
Ίρις Κρητικού
Επιμελήτρια της έκθεσης
Πολύτιμη βιβλιογραφική συμβολή:
1. «Χαμένες Πατρίδες, το χωριό μας η Αγία Παρασκευή του Τσεσμέ (το Κιόστε) 1790-1922». Συγγραφέας του ο αείμνηστος Γιάννης Δ. Αικατερίνης, πρόσφυγας από την Αγία Παρασκευή του Τσεσμέ στα 21 του χρόνια, απόστρατος μοίραρχος Χωροφυλακής, κάτοικος Σκιάθου (πρώτη έκδοση 1984 και β’ έκδοση, η παρούσα, Εκδόσεις Μπαλτά, 2017, σελίδες 728).
2. «Οι τρατάρηδες της Καβάλας από την Αγία Παρασκευή του Τσεσμέ» του Κυριάκου Λυκουρίνου, ιστορικού και προϊσταμένου στα Γενικά Αρχεία του Κράτους – Αρχεία Ν. Καβάλας και γραμματέας του Συλλόγου Μικρασιατών Ν. Καβάλας. Δημοσιευμένο στη «Μνήμη», εφημερίδα του Συλλόγου Μικρασιατών Ν. Καβάλας, φύλλο 4 (Σεπτεμβρίου 2010).
3. «Η Αγία Παρασκευή του Τσεσμέ», Γιώργος Σανιδάς, SkiathosLife, 25.7.2020
4. «Μικρασιάτες πρόσφυγες στη Μαγνησία», Δημήτρης Κωνσταντάρας-Σταθαράς, Έκδοση Πολιτιστικού Οργανισμού Δήμου Νέας Ιωνίας, 2008. Στις σελίδες 288-300, όπου γίνεται εκτενής αναφορά στη Σκιάθο, αναφέρεται η Γενική Απογραφή του πληθυσμού κατά το έτος 1928 σύμφωνα με την οποία η Σκιάθος φαίνεται να έχει 3.213 κατοίκους, εκ των οποίων 525 πρόσφυγες από την Αγία Παρασκευή του Τσεσμέ (ποσοστό 16,33%). Στην πρωτογενή έρευνα του συγγραφέα, παρουσιάζονται επίσης τα δημοτολόγια του 1954, με καταγεγραμμένες 193 οικογένειες, εκ των οποίων 102 αμιγείς προσφυγικές και 91 μικτές, μεταξύ των οποίων και η οικογένεια του Γιάννη Αικατερίνη καθώς και η οικογένεια του σημερινού δημάρχου της Σκιάθου κ. Θοδωρή Τζούμα, μία από τις 8 οικογένειες με το ίδιο επώνυμο.
5. «Μικρασιάτες-πρόσφυγες της Σκιάθου στο βιβλίο του Γιάννη Αικατερίνη», Δημήτρης Κωνσταντάρας-Σταθαράς, e-thessalia.gr, 28.2.2021